Μία απόλυτα αξιόπιστη μαρτυρία για τα παρασκήνια του κινήματος του Αλέξανδρου Υψηλάντη είναι αυτή της κόμισσας Λούλου Τύρχαϊμ η οποία περιέχεται εις στην αυτοβιογραφία της «Η ζωή μου – Αναμνήσεις από τον μεγάλον κόσμον της παλαιάς Αυστρίας 1788 – 1819».
Η κόμισσα Λούλου Τύρχαϊμ μαζί με την μεγαλύτερη αδερφή της Κωνσταντία σύζυγο του πρεσβευτή της Ρωσσίας στη Βιέννη Αντρέι Ραζουμόφσκι γνωρίστηκαν με τον Υψηλάντη τον Αύγουστο του 1817 στα λουτρά του Κάρλσμπαντ. Μεταξύ της Κωνσταντίας και του Αλεξάνδρου αναπτύχθηκε ένα φλογερό αίσθημα. Οι δύο κυρίες συμπαραστάθηκαν στον Αλέξανδρο Υψηλάντη σε όλη τη διάρκεια της κράτησης του στην Αυστρία και ευρίσκοντο μαζί του κατά το θάνατο του τον Ιανουάριο του 1828.
Στο βιβλίο της η Λούλου Τύρχαϊμ προσπαθεί, ευλόγως, να εξυμνήσει την προσωπικότητα του Αλεξάνδρου Υψηλάντη και παραθέτει ορισμένες από τις αφηγήσεις του προς αυτήν και την αδερφή της. Σημειώνω προκαταβολικά ότι ο Αλέξανδρος Υψηλάντης όντας ασθενής πλέον και μη ελπίζων σε τίποτα αφηγείται ειλικρινώς τα περιστατικά που τον έκαναν να αισθάνεται αδικημένος. Το γεγονός ότι δεν ήθελε να κάνει «πολιτικά» σχόλια προκύπτει από το ότι τα απομνημονεύματα υπαγόρευε στον γραμματέα του Γ.Λασσάνη και τις σχετικές σημειώσεις του, τις κατέστρεψε, ενώ ήταν στη φυλακή Η κόμισσα Λούλου Τύρχαϊμ όταν παραθέτει στο βιβλίο της τις αφηγήσεις του Υψηλάντου αναφέρεται μόνο στον άνθρωπο και δεν αποβλέπει στον επηρεασμό των πολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα.
Ας δούμε τι αφηγείται η Λούλου Τύρχαϊμ: «Κάθε ημέρα – μετά τον Νοέμβριο του 1827- μας διηγόταν ο Υψηλάντης ένα μέρος της πικρής του μοίρας κατά τις συζητήσεις μας που είχαν την θέρμη και τη ζωντάνια αληθινών ανθρώπων. Μας μίλησε για τα γεγονότα του ’21, που του στοίχησαν τόσες παρεξηγήσεις, και για τις ενέργειές του.
Ε, λοιπόν ο Καποδίστριας δυστυχώς, δεν είναι εντελώς ανεύθυνος για τη μοίρα του Υψηλάντου. Κατά τα άλλα, οι συμβουλές του Καποδίστρια, στον οποίο ο Υψηλάντης είχε τυφλή εμπιστοσύνη, είχαν βέβαια ένα μόνο σκοπό: Πως να εξυπηρετήσει την πατρίδα του. Το 1821 όμως θυσίασε απλούστατα τον φίλο του.
Μετά την επιστροφή των ρωσσικών στρατευμάτων από τον πόλεμο το 1815 είχαν κάνει στον Αλέξανδρο Υψηλάντη αρκετές προτάσεις να γίνει μέλος μυστικών εταιρειών μεταξύ κι αυτών και μιας, της οποίας η «πατροκτόνος», (δηλ. η δολοφονία του τσάρου), συνωμοσία απεκαλύφθη κατά το θάνατο του τσάρου Αλεξάνδρου. Αν και ο Υψηλάντης δεν είχε ιδέα από τα μυστικά σχέδια των εταιρειών, είχε αρνηθεί να γίνει μέλος των, επικαλούμενος τον όρκο που είχε δώσει κατά την εισαγωγή του στο ρωσσικό στρατό.
Σχετικά με τις φιλελληνικές εταιρείες, που είχαν σκοπό της καθεαυτό πατρίδος του, περιοριζόταν να λέει ότι οι συμπατριώται μπορούσαν να στηρίζονται στη βοήθεια του όταν θα παρουσιαζόταν η περίπτωσις.
Το χειμώνα του 1819-20 όταν εμείς βρισκόμαστε στη Ρωσσία, ήρθε ο Υψηλάντης στην Πετρούπολη με μόνο σκοπό να μας δει. Αν δεν βρισκόμαστε τότε στη Ρωσσία, θα είχε ζητήσει άδεια για να κάνει ταξίδι στη Γερμανία και τη Γαλλία.
Στην Πετρούπολη ο Υψηλάντης ασθένησε για πολλές εβδομάδες. Τότε τον επισκέπτονταν συχνά ορισμένα επίσημα πρόσωπα της Εταιρείας, και του ανακοίνωσαν ότι στην Οδησσό είχαν συνενωθεί πολλοί Έλληνες έμποροι, καθώς και πολλοί στην Πελοπόννησο για να αγωνιστούν για την ανάσταση του έθνους των. Τα πρόσωπα αυτά μιλούσαν όλο και πιο ελεύθερα για τους πολιτικούς σκοπούς της οργανώσεως αυτής που, υπό το όνομα «Εταιρεία», γινόταν, έλεγαν, ισχυρότερη συνεχώς, και ότι συνδεόταν μυστικά με του Έλληνες του Μοριά και της Πόλης για να αποτινάξουν επιτέλους τον μισητό τουρκικό ζυγό.
Του έλεγαν ακόμα ότι είχαν στη διάθεσή τους μεγάλα ποσά, ότι ο Αλή Πασάς είχε κατεστεί ανεξάρτητος από την Πύλη κι ότι προσέφερε την σύμπραξη του στους Έλληνες του Μοριά.
Στις συνομιλίες αυτές πίστευαν ότι η Ρωσσία θα υπεστήριζε τις προσπάθειες των ομοδόξων της ή τουλάχιστον δε θα τους εμπόδιζε στις ενέργειές των. Οι πιθανότητες η υποδουλωμένη και πάσχουσα πατρίδα των να γίνει και πάλι ελευθέρα ήταν μεγαλύτερες από ότι στην εποχή της Αικατερίνης της Β΄.
Αυτές οι συζητήσεις ξυπνούσαν στην καρδιά του Υψηλάντη σιγά σιγά τη σκέψη να δώσει νέα ζωή στην πατρίδα του με την οποία τον συνέδεαν τα πιο ευγενικά του όνειρα από τα παιδικά του χρόνια. Είχε εγκαταλειφθεί στην διάθεση της πατρίδας του με όλο του το είναι.
Με λίγα λόγια λοιπόν εκείνοι που του ξύπνησαν τις ελπίδες αυτές για ένα αισιόδοξο μέλλον του ανέθεσαν χωρίς πολλές διατυπώσεις την αρχηγία του τόσων ενδόξου όσου και επικινδύνου εγχειρήματος.
Του έδειξαν τους καταλόγους με τα ονόματα των μεμυημένων και των βεβαιώσαν ότι σαν γόνος ενός Έλληνος που είχε αφιερωθεί εξ ολοκλήρου στην υπόθεση της Ελλάδος και σαν Ρώσσος αξιωματικός θα ήταν εγγύηση για το έθνος του και θέλγητρο για την υποστήριξη της επανάστασης.
Ο Υψηλάντης τους παρακάλεσε να του δώσουν τρεις μέρες καιρό για να σκεφτεί την υπόθεση και να μιλήσει με τον Καποδίστρια για να εξακριβώσει σε τι θα συμφωνούσε ο υπουργός χωρίς επιφυλάξεις.
Ο Καποδίστριας που ήταν πληροφορημένος για όλα, επεδοκίμασε με ενθουσιώδη λόγια την πατριωτική επιθυμία του νεαρού του φίλου, που ήθελε να θυσιάσει τη ζωή του για την ευτυχία της πατρίδας του και του επανέλαβε αυτό που του είχε πει αρκετές φορές στους συμπατριώτες του, δηλαδή ότι ακόμη κι αν η ευρωπαϊκή πολιτική δεν θα επέτρεπε στον τσάρο Αλέξανδρο να κυρηχτεί ανοιχτά υπέρ της ελληνικής υποθέσεως η καρδιά του θα ήταν πέρα ως πέρα με την Ελλάδα.
Παρ΄όλες τις διαβεβαιώσεις ο Υψηλάντης θέλησε να μιλήσει με τον τσάρο, αλλά ο Καποδίστριας τον απέτρεψε, ίσως γιατί φοβόταν ότι η αναποφασιστικότητα του τσάρου θα μπορούσε να περιπλέξει το κίνημα. Έπειτα από αυτό ο Υψηλάντης δέχτηκε να τεθεί επικεφαλής των Ελλήνων υπό τον όρο όμως ότι αυτός θα κατέστρωνε και θα διεύθυνε το σχέδιο των επιχειρήσεων.
Ο Υψηλάντης αφού τελείωσε το σχέδιο των επιχειρήσεων, το έδειξε στον Καποδίστρια, που έμεινε τόσο ικανοποιημένος ώστε πήδηξε από την χαρά του, αγκάλιασε τον Υψηλάντη και τον εγέμισε με εγκώμια.
Παρ΄όλα αυτά ο Υψηλάντης επέμενε να μιλήσει με τον τσάρο, ο Καποδίστριας όμως τον έπεισε να μην το κάνει. Ο Υψηλάντης ήθελε να ενημερώσει τον αυτοκράτορα ότι έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρείας και να παραιτηθεί από το ρωσσικό στρατό. Ο Καποδίστριας του είπε η αποχώρησή του θα απεθάρρυνε τους Έλληνας στην Πελοπόννησο που έβλεπαν στο αξίωμά του, ως Ρώσσου αξιωματικού μια απόδειξη της προστασίας του τσάρου. Ίσως ο Καποδίστριας εστήριζε τις ελπίδες του στην προσωπική επιρροή που ασκούσε με επιτυχία πάνω στον τσάρο.
Εν τω μεταξύ προχωρούσαν οι προπαρασκευές με επιτυχία. Κάθε στιγμή θα μπορούσε να γίνει η αναμενομένη έκρηξις. Στην Κωνσταντινούπολη ετοιμαζόταν μια συνωμοσία με πολλές διακλαδώσεις. Ο Μοριάς περίμενε να φτάσει ο Υψηλάντης για να ξεσηκωθεί. Ένα πλοίο περίμενε στην Τεργέστη για να πάρει τον Υψηλάντη μαζί με το ταμείο της επανάστασης και να τον φέρει στην πατρίδα. Είχε καθοριστεί η ίδια μέρα για την αποτίναξη του μουσουλμανικού ζυγού στην Κωνσταντινούπολη, στον Μοριά, και στις παραδουνάβιες ηγεμονίες.
Μόλις είχε στείλει ο Υψηλάντης τα γράμματα που θα άναβαν τη μεγάλη φωτιά όταν επληροφορήθη ότι ξέσπασε η επανάσταση στη Νεάπολη. Τότε βρισκόταν στην Βεσαραβία κοντά στη μητέρα του. Κατάλαβε ότι αυτό το γεγονός θα είχε ολέθριες επιπτώσεις για την ελληνική υπόθεση. Προέβλεψε ότι η Ιερά Συμμαχία θα έβαζε στην ίδια γραμμή την άνομο εξέγερση στη Νεάπολη με τα αγιασθέντα δίκαια ενός λαού που τον μεταχειρίζοντο ως είλωτα από αιώνα. Δεν είχε αμφιβολία ότι οι δυνάμεις θα έβλεπαν την ελληνική επανάσταση σαν προϊόν του φιλελεύθερου πνεύματος που απειλούσε όλη την Ευρώπη.
Ο Υψηλάντης έσπευσε αμέσως στην Οδησσό με την ελπίδα ότι θα μπορούσε να ακυρώσει τις διαταγές του και να αναστείλει το όλο κίνημα. έφθασε όμως αργά. Το πλοίο που μετέφερε τις επιστολές του είχε ήδη αποπλεύσει μαζί με τις τύχες ενός ολόκληρου λαού.
Την συνέχεια την αφηγείται ο Κολοκοτρώνης (Απομνημονεύματα σελ.143). «Στα 1820 με ήλθαν γράμματα από τον Υψηλάντη δια να είμαι έτοιμος, καθώς και όλοι οι εδικοί μας. 25 Μαρτίου ήτον η ημέρα της γενικής επαναστάσεως. Οι Άγγλοι έμαθαν ότι έλαβα κάτι γράμματα, και ήλθε η αστυνομία δια να με εξετάσει τη νύχτα, αλλ΄εγώ τα γράμματα τα είχα φυλάξει. Εις τα τρεις Ιανουαρίου ανεχώρησα και εις τας έξι εβγήκα εις τη Μάνη εις του καπετάν Παναγιώτη του Μούρτζινου το σπίτι.»
Ένα ακόμα απροσδόκητο γεγονός επιτάχυνε την έκρηξη του κινήματος και ανάγκασε τον Υψηλάντη να αλλάξει τι σχέδιο των επιχειρήσεων δυσμενώς.
Πληροφορήθηκε ότι η Πύλη έμαθε από τον Άγγλο πρεσβευτή Στράγκφορντ ότι στην Κωνσταντινούπολη είχε αναπτυχθεί μια συνωμοτική εταιρεία. Αν και οι Τούρκοι δεν εγνώριζαν λεπτομέρειες ήσαν σε θέση να αναλάβουν εξοντωτικά μέτρα εναντίον της συνωμοσίας. Ευτυχώς όμως οι Έλληνες τους επρόλαβαν.
Σκέφτηκαν δηλαδή οι συνωμόται ότι θα μπορούσαν να φύγουν από την υποψία της Πύλης αν θα κατεύθυναν τα βλέμματά της μακριά από την κύρια εστία της συνωμοσίας.
Αποφάσισαν λοιπόν να μπει ο Υψηλάντης επικεφαλής ενόπλων δυνάμεων στις παραδουνάβιες ηγεμονίες για να δεσμεύσει στο σημείο εκείνο τις τουρκικές δυνάμεις και να δώσει έτσι καιρό στους Έλληνες του Μοριά και τους Φαναριώτες να ξεσηκωθούν συγχρόνως και με θάρρος.
Ο Υψηλάντης επεδοκίμασε το σχέδιο αυτό, ανέλαβε την αρχηγία του ριψοκίνδυνου αυτού εγχειρήματος και μπήκε στο έδαφος της Μολδαβίας.»
Η αφήγηση της Λούλου Τύρχαϊμ, για όσα ειπε σε αυτήν και την αδερφή της ο Υψηλάντης δεν είναι ιστοριογραφική και για αυτό δεν δίνει σημασία στα άγνωστα σε αυτήν ελληνικά ονόματα.
Μας λέγει όμως ότι, της επισκέψεως του Ξάνθου προηγήθησαν άλλες επαφές των συνωμοτών.
Ο Υψηλάντης μας λέει μέσω της αφήγησης της Τύρχαϊμ ότι πριν δεχτεί ρώτησε τον Καποδίστρια – που ήταν πληροφορημένος για όλα –, μας λέγει ακόμα ότι κατέστρωσε το σχέδιο των επιχειρήσεων το οποίο ο Καποδίστριας ενέκρινε πηδώντας από τη χαρά του. Το σχέδιο των επιχειρήσεων προέβλεπε ταυτόχρονη εκδήλωση του κινήματος στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, την Πελοπόννησο και την Κωνσταντινούπολη. Ο ίδιος ο Υψηλάντης θα κήρυτε την επανάσταση από την Πελοπόννησο.
Τα σχέδια άλλαξαν λόγω της επανάστασης στη Νεάπολη και λόγω της διαρροής προς τους Τούρκους από τους Άγγλους του μυστικού.
Ο Καποδίστριας στο υπόμνημά του προς τον τσάρο Νικόλαο τον Α΄ (1826) λέγει ότι τον Σεπτέμβριο του 1820 ενώ βρισκόταν με τον τσάρο στην Πολτάβα έφερε ο ταχυδρόμος της ρωσσικής πρεσβείας στη Βιέννη την είδηση για την επανάσταση στη Νεάπολη. Ταυτοχρόνως μετέφερε και γράμμα του αυτοκράτορα της Αυστρίας προς τον τσάρο με την οποία ζητούσε συνάντηση για να καθοριστεί η κοινή στάση.
Ο Καποδίστριας γράφει επίσης ότι στην Πολτάβα προσήλθε ο πρέσβης της Ρωσσίας στην πόλη, βαρόνος Στρόγκανωφ για να λάβει νέες οδηγίες δια την επανάληψη των διαπραγματεύσεων με την Υψηλή Πύλη.
Εάν αντιπαραλάβουμε τα δύο κείμενα αντιλαμβανόμεθα ότι ο πρώτος που έμαθε τα νέα ήταν ο Καποδίστριας. Είναι φυσικό να υποθέσουμε ότι ειδοποίησε τον Υψηλάντη.
Λίγες μέρες μετά, τον Οκτώβριο του 1820 στην Βαρσοβία, ο Καποδίστριας δέχθηκε τον Ι.Π., τον οποίο απέστειλαν οι προεστοί της Πελοποννήσου.
(Ο Σπηλιάδης ακόμα και στα 1851, όταν γράφει τα απομνημονεύματά του δεν επιθυμεί να αποκαλύψει το όνομα του μυστικού απεσταλμένου.). Ο Σπυρίδων Τρικούπης στην ιστορία του γράφει ότι οι πρόκριτοι της Πελοποννήσου αποφάσισαν να στείλουν στη Ρωσσία άντρα της εμπιστοσύνης των και διάλεξαν τον Ιωάννη Παπαρηγόπουλο, ο οποίος ήταν διερμηνέας στο ρωσσικό προξενείο της Πάτρας.
Ο Ι. Παπαρηγόπουλος ήταν γνωστός και με τον Αλή Πασά, από τον οποίο προσεκλήθη στην Πρέβεζα για να τον αποστείλει στην Ρωσσία με σκοπό να εξακριβώσει τις σκέψεις της ρωσσικής αυλής για αυτόν, ενόψει της επερχόμενης σύγκρουσής του με τον Σουλτάνο.
Ο Τρικούπης ισχυρίζεται ότι προηγήθηκε η επιλογή του Ι. Παπαρηγόπουλου από τους προκρίτους. Το πιο πιθανό όμως είναι να συνέβη το αντίθετο. Δηλαδή, αφού ανέλαβε την αποστολή του Αλή Πασά ο Ι. Παπαρηγόπουλος ενημέρωσε τον μητροπολίτη Παλαιών Πατρών Γερμανό, ο οποίος με τη σειρά του ενημέρωσε τους προκρίτους. Έτσι ο Ι. Π. ήταν κοινός απεσταλμένος του Αλή Πασά και των προκρίτων προς τη ρωσσική αυλή. Ο Παπαρηγόπουλος πήγε στην Κωνσταντινούπολι, από εκεί κατευθύνθηκε στην Αγ. Πετρούπολη, μετά στη Βαρσοβία όπου βρισκόταν ο Τσάρος (αρχές Οκτωβρίου), εκεί συναντήθηκε με τον Καποδίστρια και ακολούθως μετέβη στο Κισινιέφ για να συναντήσει τον Υψηλάντη. Στη συνέχεια πέρασε από την Κωνσταντινούπολι όπου συναντήθηκε με τον εκεί εκπρόσωπο του Αλή προς τον οποίο παρέστησε ότι «ο ρωσσοτουρκικός πόλεμος είναι αναπόφευκτος και ότι αν ο Αλής επιμείνει να αντιστέκεται στον Σουλτάνο μπορεί να ελπίζει στη ρωσσική βοήθεια». Ο Παπαρηγόπουλος έφτασε στην Πελοπόννησο στο τέλος του φθινοπώρου του 1820 και ήταν ο κομιστής της επιστολής Υψηλάντου με την οποία έδινε εντολή για την συγκρότηση Γενικής Εφορίας που θα ετοίμαζε τον ξεσηκωμό στην Πελοπόννησο.
«Αυτός, αφού εντάμωσε τον Καποδίστρια εις Βαρσοβίαν παριστάνη εις τον Υψηλάντη την ανάγκην του να κινηθεί εις τας δύο αυθεντείας, δια να αντιπερισπάσει τον Σουλτάνο και να δώση καιρόν εις τους Έλληνας να παρασκευασθώσι και να επιτύχωσιν εις τα πρώτα κινήματά των»
Η αποκάλυψη Σπηλιάδη για την διπλή επαφή του Ι.Π. με Καποδίστρια και Υψηλάντη μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι αυτός μετέφερε τη γνώμη του Καποδίστρια στον Υψηλάντη. Πάντως η αποστολή του Ι.Π. είναι το κλειδί για να κατανοήσουμε τη συνεργασία Καποδίστρια-Υψηλαντη. Η αποστολή του Ι.Π. και το «μήνυμα», που έφερε πίσω, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο για να ακολουθήσουν και οι «συντηρητικοί», την επανάσταση.
Ο Ι.Π. σύμφωνα με τον Σπηλιάδη γύρισε στην Πελοπόννησο λίγο πριν τον Παπαφλέσσα με τα οποία διορίζοντο Γενικοί Έφοροι και ταμίαι, («ο αποσταλείς επιστρέφει ολίγον πρότερον του Αρχιμανδρίτου φέρων από τον Υψηλάντην έγγραφα της Αρχής…»). Ο Ι.Π. ,σύμφωνα με τον Σπηλιάδη, διέδωσε και ότι 60.000 Ρώσσοι ήταν έτοιμοι να εκστρατεύσουν μόλις κηρυχτεί ο πόλεμος κατά της Τουρκίας.
Κυριακή 22 Μαρτίου 2009
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου