Τρίτη 31 Μαρτίου 2009

O Ιωάννης Καποδίστριας.

Ο Ιωάννης Καποδίστριας ,γεννήθηκε στην Ενετοκρατούμενη Κέρκυρα , στις 31 Ιανουαρίου/ 11 Φεβρουαρίου του 1776, και ήταν το δευτερότοκο παιδί των γονιών του, που έκαναν συνολικά έξι παιδιά Δύο ακόμα αγόρια, τον πρωτότοκος Βιάρο, και τον μικρότερος, του Ιωάννη , Αυγουστίνο, και τρία κορίτσια. Πατέρας του ήταν, ο Κόμης Αντώνιος-Μαρία Καποδίστρια. που ήταν δικηγόρος και μητέρα του η Αδαμαντία, το γένος Γονέμη η Γουνέμη που καταγόταν από την Κύπρο.Η οικογένεια Gonemi , ήταν εγγεγραμμένοι στην Χρυσή Βίβλο (Libro d'Oro) από το 1606.
Μετά την άλωση της Κύπρου (1570) από τους Τούρκους, οι Gonemi εγκαταστάθηκαν πρώτα στις Ενετικές κτήσεις στην Ήπειρο, και στην συνέχεια μετακινήθηκαν στην Κέρκυρα.Ο Πέτρος Γουνέμης, (διερμηνέας του πασά της Κύπρου), που έγραψε την επιστολή προς τον δούκα της Σαβοΐας (Οκτώβριος 1608) για βοήθεια για την απελευθέρωση της Κύπρου ήταν συγγενής τους.Η ορθόδοξη οικογένεια των Καποδίστρια , μετακινήθηκε στην Κέρκυρα ( εντός της Ενετικής επικράτειας) ,από το ακρωτήριο της Ιστρίας, (Capo d'Istria), της Αδριατικής, (στην σημερινή Σλοβενία), όπου όμως το όνομα τους ήταν Βιτόρι (Vittori), που ήταν οι λατινική εκδοχή του Βυζαντινού τους ονόματος Νικηφορόπουλοι .Όταν εγκαταστάθηκαν στην Κέρκυρα δεν είχαν τίτλο ευγενείας .Ο τίτλος του Κόμη (Comte) τους απονεμήθηκε από τον Δούκα της Σαβοΐας , Κάρολο Εμμανουήλ (Carlo Emanuele II di Savoia),το1669 για ανταμοιβή των υπηρεσιών που προσέφερε στον Carlo Emanuele τον Α ,ο Αλεβίζος Καποδίστριας που ξεσήκωσε την επανάσταση των κατοίκων της Χιμάρας το 1577 με τη βοήθεια των Ενετών και της Σαβοίας , στο πλαίσιο ευρύτερου σχεδίου του Καρόλου Εμμανουήλ για την ανακατάληψη της Κύπρου.Πάντως η απονομή του τίτλου έγινε με αφορμή την απελευθέρωση το 1669 με δαπάνες του Νικόλαου Καποδίστρια, πολλών αιχμαλώτων από την πτώση του Χάνδακα ( Ηράκλειο). Ο αριστοκρατικός τίτλος των Καποδίστρια εισήχθη στην Χρυσή Βίβλο (Libro d'Oro) της Κέρκυρας το 1679.Ο πατέρας του Καποδίστρια Αντώνιος σπούδασε στο Πατάβιον ( Πάντοβα) Πανεπιστημίο Νομικά. Σαν δικηγόρος ανέπτυξε έντονη πολιτική παρουσία στις υποθέσεις της Ιονίου Πολιτείας και διορίστηκε πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη του νεοσύστατου κράτους, και παρέλαβε το φιρμάνι που αναγνώριζε την αυτονομία των νησιών.Ο Ιωάννης διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα στην Κέρκυρα , από το 1781, στο μοναστήρι της Αγίας Ιουστίνης στο προάστειο της Γαρίτσας -σχολείο των αριστοκρατών της εποχής-, όπου έμαθε πολύ καλά Λατινικά, Ιταλικά και Γαλλικά, και το 1794 πήγε και αυτός να σπουδάσει ιατρική, φιλοσοφία και νομικά στο πανεπιστήμιο της Πάντοβα .Αποφοιτά το στις 10 Ιουνίου1797 κι επιστρέφει αμέσως στη Κέρκυρα ,που βρισκόταν από υπό γαλλική κατοχή. Ο Αντόνιος Καποδίστριας μαζί με τον Ιωάννη αρχίζουν συνωμοτικές κινήσεις με σκοπό το διώξιμο των Γάλλων, γνωρίζοντας ότι Ρώσοι και οι Τούρκοι θα κηρύξουν τον πόλεμο στη Γαλλία Οι Γάλλοι αντιλαμβάνονται αυτές τις συνωμοτικές κινήσεις, και όταν Ρωσσοτουρκικός στόλος καταπλέει στη Κέρκυρα το 1798, συλλαμβάνουν πατέρα και γιο Καποδίστρια, τους βάζουν στη φυλακή, και καταδικάζουν τον Αντώνιο Καποδίστρια σε θάνατο. Ο Ιωάννης αποφυλακίζεται και η οικογένεια των Καποδίστρια καταφεύγει στη Κερκυραϊκή ύπαιθρο Το 1799 η γαλλική φρουρά παρέδωσε την πόλη στους Ρώσο-Τούρκους, ο Αντώνιος Καποδίστριας απελευθερώθηκε , και ο Ιωάννης διατέλεσε αρχίατρος του τουρκικού στρατιωτικού νοσοκομείου, που ιδρύθηκε τότε στην Κέρκυρα.Το 1800, δημιουργήθηκε το πρώτο ανεξάρτητο Ελληνικό Κράτος μετά την 'Αλωση της Κωνσταντινούπολης, η Δημοκρατία της Επτανήσου Πολιτείας. Πρώτος Πρόεδρος της Γερουσίας της Δημοκρατίας, που πήρε διασχίζοντας έφιππος την Κωνσταντινούπολη το 1801 το φιρμάνι της αυτονομίας, ήταν ο Αντώνιος Καποδίστριας, πατέρας του Ιωάννη. Η Μεγάλη Ιδέα της ανασύνταξης της Μεγάλης Ελλάδας γεννήθηκε εκείνη την εποχή στα Επτάνησα.Το ο Ιωάννης Καποδίστριας 1802 ήταν ανάμεσα στους ιδρυτές δυο σημαντικών επιστημονικών και κοινωνικών οργανώσεων: της « Εταιρείας Των Φίλων » και της «Εθνικής Ιατρικής Εταιρείας».Το 1806-1807 ο Αλή Πασάς ,σε συνεργασία με τους Γάλλους, εκστρατεύει στη Νότια Ελλάδα με σκοπό να περάσει απέναντι και να καταλάβει τη Λευκάδα. Οι Λευκάδιοι ζητούν τη βοήθεια της Πολιτείας, που στέλνει τον Ιωάννη Καποδίστρια.

Ο Ιωάννης είναι ο στρατηγός της άμυνας της Λευκάδας. Συγκεντρώνει Κερκυραίους και Κεφαλλονίτες στρατιώτες, εθελοντές από το Σούλι, οργανώνει αντιπερισπασμούς στα νώτα του Αλή, οργανώνει την κατασκοπία και πειρατικό ναυτικό, και οχυρώνει τη Λευκάδα, ενώ εργάζεται και ο ίδιος με την αξίνα στη διάνοιξη των τάφρων.
Ο Αλί Πασάς βλέποντας τις ετοιμασίες δεν διακινδύνεψε να κάνει απόβαση και επέστρεψε πίσω.
Τότε γνωρίστηκε με τον Κολοκοτρώνη τον Μπότσαρη και άλλους οπλαρχηγούς.Με τη συνθήκη του Τίλσιτ οι Γάλλοι επανέρχονται στη Κέρκυρα και ο Καποδίστριας αναγκάζεται να φύγει. Πάει στη Πετρούπολη.
Απόστολος της Επτανήσου και του Ελληνισμού.

Τρίτη 24 Μαρτίου 2009

O Φιραρής. (Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος)

του Σπύρου Χατζάρα.

Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος , γιος του Ιωάννη Μαυροκορδάτου και της Σουλτάνας Μάνου , βρέθηκε , σε ηλικία 14 ετών ,το 1768 ,στην αυλή του νεοδιορισμένου ηγεμόνα Βλαχίας Γρηγορίου Αλεξάνδρου Γκίκα.
Την ίδια χρονιά ξέσπασε ο ρωσοτουρκικός πόλεμος και τον ‘Οκτώβριο του 1769 , τα ρωσικά στρατεύματα μπήκαν στο Βουκουρέστι.
Ο ηγεμόνας παραδόθηκε ή συνελήφθη και στάλθηκε, «μετά των οικείων αυτού αρχόντων ρωμαίων»,στην Αγία Πετρούπολη , όπου έφτασαν τον Μάρτιο του 1770. Στη Ρωσσία αναγγέλθηκε ότι η αυτοκράτειρα Αικατερίνη έκανε δεκτούς με μεγάλες τιμές τον ηγεμόνα Γκίκα , και τον γιο του μακαρίτη ηγεμόνα της Μολδαβίας Ιωάννη Μαυροκορδάτου .
Ο νεαρός Αλέξανδρος στην Αγία Πετρούπολη , φοίτησε στο πιο οργανωμένο σχολείο της τσαρικής Ρωσίας το «Kadetski Korpus» , (την Σχολή Ευελπιδων), που ετοίμαζε τα παιδιά των αριστοκρατών για να υπηρετήσουν στον κρατικό μηχανισμό

Ο Γκίκας αναχώρησε από την Αγία Πετρούπολη μετά τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καιναρτζή ,όμως ο Μαυροκορδατος έφυγε το 1777 σε ηλικία 23 πια ετών, και αφού παντρεύτηκε την κόρη, του δασκάλου του της γαλλικής .
Πρώτος σταθμός στο ταξίδι της επιστροφής ήταν το Χέρμανστατ (Hermannstadt) της Τρανσυλβανίας , το σημερινό Σίμπιου , που τότε ανήκε στην αυστριακή Αυτοκρατορία.
Εκεί μυήθηκε στην στοά της «Εστεμμένης Άγκυρας» , αλλά ήδη πρέπει να ήταν τέκτονας .
Στην ίδια στοά μυήθηκε τον Οκτώβριο του 1777 ο ιδρυτής της ομοιοπαθητικής Samuel Hahnemann .
Η Στοά του Hermannstadt ιδρύθηκε την ίδια χρονιά ,από τον , Εβραϊκής καταγωγής , βαρόνο Samuel von Brukenthal , ο οποίος κατάγονταν από το χωριό Nocrich, όπου ακόμα και σήμερα υπάρχει ισχυρή εβραϊκή κοινότητα .
Ο Brukenthal το 1777 αφού έκανε καριέρα στην αυλή της Βιέννης ως σύμβουλος της αυτοκράτειρας Μαρίας-Τερέζας κατάφερε να διορισθεί κυβερνήτης της Τρανσυλβανίας, όπου ήδη είχε αποκτήσει μεγάλα κτήματα.
Το γεγονός ότι ο Αλέξανδρος. Ι. Μαυροκορδάτος φεύγοντας από την Αγία Πετρούπολη πήγε κατευθείαν στο Hermannstadt για να μυηθεί στην στοά του von Brukenthal , δείχνει ότι πήγε εκεί συστημένος από τη Ρωσία, αλλά και ταυτόχρονα το υψηλό επίπεδο των επαφών που ήδη διέθετε .
Θα ήταν εντελώς γελοίο να υποθέσουμε ότι ο von Brukenthal και η «Εστεμμένη Άγκυρα» έκαναν δεκτό έναν διερχόμενο.
Ο νεαρός Αλέξανδρος επομένως ταξίδεψε στο Hermannstadt ( Ερμανούπολη) όντας ήδη προετοιμασμένος .

Το ταξίδι στο Hermannstadt .


Εκεί έμαθε τα κακά νέα για τον αποκεφαλισμό του Γκίκα που συνέβη τον Οκτώβριο του 1777, και χρειάστηκε τη βοήθεια του «αδελφού» , Αλεξάνδρου Υψηλάντη, ηγεμόνα τότε στο Βουκουρέστι, για να φτάσει στην Πόλη, όμως, κάθ΄ οδόν αρρώστησε και πέθανε η γυναίκα του .

Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος βρέθηκε ξανά στην Κωνσταντινούπολη τον Ιανουάριο 1778.
Όπως φαίνεται η τεκτονική του ιδιότητα, και η υποστήριξη των συγγενών αλλά και του μέλλοντος πεθερού του Νικόλαου Καρατζά, που ήταν την περίοδο 1777-1782 μέγας διερμηνέας, συνέβαλαν στο να βρει γρήγορα τη θέση του στο φαναριώτικο σύστημα «παρά –εξουσίας» .
Ο Καρατζάς , σαν μέλος της Οθωμανικής αντιπροσωπείας που συζητούσε με τους Ρώσσους την τακτοποίηση των εκκρεμοτήτων τής συνθήκης του 1774., βρέθηκε στην Μόσχα από τον Νοέμβριο τού 1775 ως τον ‘Ιανουάριο τού 1776 μετέχοντας στις διαπραγματεύσεις και εκεί γνώρισε τον μέλλοντα γαμπρό του.
Τον Ιανουάριο του 1782, όταν ο Καρατζάς έγινε ηγεμόνας τής Βλαχίας, ο Αλέξανδρος διορίστηκε επίσημα εκπρόσωπος του στην Πόλη, και την ίδια εποχή παντρεύτηκε την κόρη του .
Λίγους μήνες μετά, τον Οκτώβριο του 1782 ο μέγας διερμηνέας Μιχαήλ Σούτζος, καθαιρέθηκε και εξορίστηκε σαν γαλλόφιλος, και ο Αλέξανδρος Ιωάννη Μαυροκορδατος τον διαδέχθηκε , σε ηλικία 28 ετών .

Ο Βλάχικος Δεσμός

Στην μικρή κοινωνία των Φαναριωτών, ο διωγμός του Σούτζου θεωρήθηκε αποτέλεσμα των ενεργειών των δύο εκπροσώπων του Νικολάου Καρατζά στην Πόλη. Του Σπαθάρη Στέφανου Μίσογλου και του Αλέξανδρου Ι. Μαυροκορδάτου .

Ο Κωνσταντινοπολίτης Στέφανος Μίσογλου ήταν Βλάχος και καταγόταν από το Μονοδέντρι των Ζαγοροχωρίων και το όνομα του εκεί ήταν Μίσιος.
Ο πατέρας του ήταν πρόκριτος της περιοχής και σκοτώθηκε από τους Τούρκους το 1737.
Μνημεία της οικογένειας του είναι το γεφύρι του Μίσιου στήν Βίτσα και το μεγάλο μονότοξο γεφύρι που έκτισε το 1748 ο Αλέξης Μίσιος, στην Βοβούσα. Τον Νοέμβριο του 1757 Στέφανος , αναφέρεται σε έγγραφο του οικουμενικού πατριαρχείου, όπου υπογράφεται ως Στέφανος Μίσιου.
Το 1763 βρισκόταν στην υπηρεσία το Κωνσταντίνου Ρακοβίτσα και αργότερα μπήκε στην υπηρεσία του Κωνσταντίνου Μαυροκορδάτου στο Βουκουρέστι και την Κωνσταντινούπολη.
Το 1774, ακολούθησε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στην Βλαχία και το 1778 αναφέρεται σε χρυσόβουλο του ηγεμόνα , με τον τίτλο του άρχοντα Σπαθάρη.
Είναι η εποχή που εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Πόλη. Τότε ο Μίσογλου πάντρεψε την αδελφή του με τον Χροστόδουλο Βλαχούτση (Βλάχο).

Το 1782 μπήκε στην υπηρεσία του υιού του Κωνσταντίνου Μαυροκορδάτου ,Αλεξάνδρου, όταν αυτός έγινε ηγεμόνας της Μολδαβίας και τότε γνώρισε τον άλλο Αλέξανδρο , τον υιό του Ιωάννη.
Ο Μίσιος (Μίσογλου), ήταν ο κρίκος που συνέδεσε το Ρήγα Φεραίο με τόν Υψηλάντη και τον Μαυροκορδάτο.

Όταν ο Ρήγας έφθασε στην Κωνσταντινούπολη γύρω στα 1777-1788, ήταν φυσικό να κατέφυγε στον Βλάχο παράγοντα για βοήθεια.
Ό θείος του Σπύρος Ζήρας, αρματωλός του Λιτόχωρου, στο σώμα του οποίου κατατάχθηκε ο Ρήγας μετά την φυγή του από το Βελεστίνο, είναι πολύ πιθανό να είχε επαφή με τον ισχυρό Βλάχο της Πόλης.
Ο Μίσιος, λοιπόν , «τακτοποίησε» τον Αντώνη Κυριαζή (Ζαγοραιο) στον «οίκο» τα Υψηλαντών όταν ο Αλέξανδρος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη το 1778.

Ο Δραγουμάνος

Από τα σχόλια των πρέσβεων στην Κωνσταντινούπολη έχουμε τις πρώτες αντικειμενικές κρίσεις, για τον Μεγα Δραγουμανο Αλέξανδρο Ιωάννη Μαυροκορδάτο
. Χαρακτηριστική είναι ή αναφορά τού Γάλλου πρεσβευτή στην Πόλη, με πληροφορίες για τις αλλαγές στην Τουρκική Ιεραρχία.
‘Ο πρεσβευτής, αφού διευκρίνιζε πώς δραγουμάνος έγινε ό γιος τού άλλοτε ηγεμόνα Μολδαβίας ‘Ιωάννη Μαυροκορδάτου και γαμβρός τού νυν ηγεμόνα Βλαχίας, κατέληγε σημειώνοντας :
«Είναι πολύ καλός φίλος μου, τόσο αυτός όσο και ό πεθερός του», «είναι ένας αξιαγάπητος νέος, πού στην διάρκεια του τελευταίου πολέμου έζησε μερικά χρόνια στην Ρωσία», «Έχει όλες τις απαιτούμενες γνώσεις για τη θέση πού κατέχει και κυρίως ομιλεί πολύ καλά γερμανικά και γαλλικά .

‘Ο ‘Αλέξανδρος είχε αγαθές σχέσεις με τις ξένες διπλωματικές αποστολές. Για τη ρωσική δεν χρειάζεται να γίνει λόγος. Η αυστριακή πολιτική, εκείνη την περίοδο, εναρμονιζόταν πλήρως με τα ρωσικά σχέδια, και οι σχέσεις τού αυτοκράτορα ‘Ιωσήφ με την Αικατερίνη ήταν άριστες. Κύριος αντίπαλος , της ρωσικής και της αυστριακής πολιτικής παρέμενε ό γαλλικός παράγων και το γεγονός ότι ό ‘Αλέξανδρος εξασφάλισε ευμενή μεταχείριση και από τούς Γάλλους διπλωμάτες, ήταν μια σημαντική προσωπική του επιτυχία, για την οποία προφανώς αξιοποίησε την τεκτονική του ιδιότητα .

Στο μέτωπο των ρωσοτουρκικών σχέσεων, μετά τό τέλος τού πολέμου, η κατάσταση έδειχνε επιφανειακά ομαλή. ‘Η τουρκική πλευρά προσπαθούσε να αναθεωρήσει τούς δυσμενείς γι’ αυτήν όρους τής συνθήκης τού 1774 και να αμβλύνει τις επιπτώσεις τους.
‘Η ρωσική πλευρά αντίθετα ήθελε να κατοχυρώσει και να επεκτείνει τις επιτυχίες της. “Έτσι από την αναγνώριση τής αυτονομίας τής Κριμαίας ό σουλτάνος μία ωραία πρωία βρέθηκε υποχρεωμένος να αναγνωρίσει την ντεφάκτο προσάρτηση της Χερσονήσου στην τσαρική αυτοκρατορία.
Στις σκληρές διαπραγματεύσεις για αυτά τα επίμαχα θέματα, τό Ι783 και τό 1784, ό μέγας δραγομάνος ‘Αλέξανδρος Ιωάννη Μαυροκορδάτος είχε ενεργό συμμετοχή .

“Όσο καλά προχωρούσε στον διπλωματικό στίβο ο ένας ‘Αλέξανδρος, άλλο τόσο πήγαινε άσχημα ο συνώνυμος και εξαδελφός του, ο ‘Αλέξανδρος Κωνσταντίνου Μαυροκορδάτος , ό επονομαζόμενος Ντελήμπεης, που ήταν ηγεμόνας της Μολδαβίας και ήρθε σε ρήξη με τους Αυστριακούς.
Καθαιρέθηκε στις 12 Ιανουαρίου 1785 και την ίδια ημέρα τοποθετήθηκε ηγεμών ο Αλέξανδρος του Ιωάννη, κερδίζοντας την «κούρσα» από τον αντίπαλο του, από το «κόμμα» των Σούτζων, Αλέξανδρο Καλλιμάχη, που έγινε όμως μέγας δραγουμάνος.

Ο Ηγεμόνας

Ο νεοδιορισμένος ηγεμόνας χαρακτηριζόταν στην αναφορά πρέσβη της Αυστρίας ως «άνθρωπός ήπιος, λογικός, εξευγενισμένος αυτό την μακρά παραμονή του στην Ρωσία, και έμπειρος των πραγμάτων». Στην αναφορά του πρέσβη της Βενετίας επισημαίνεται επίσης η παραμονή του στην αγία Πετρούπολη και το ότι είχε κερδίσει την εύνοια της αυτοκράτειρας. Θετική ήταν και η στάση τής γαλλικής αποστολής στην Πόλη, και ο Γάλλος πρεσβευτής τού παραχώρησε τον νεοφερμένο αποθηκάριο τής πρεσβείας d’Ηauterive για να υπηρετήσει ως γραμματικός τού ηγεμόνα.
Με αυτές τις ευνοϊκές προϋποθέσεις, με εξασφαλισμένη την υποστήριξη του βεζίρη Χαλίλ Χαμίντ ,με τό βαρόμετρο τής πολιτικής συγκυρίας γενικά σταθερό, ‚ένας ακόμα Μαυροκορδάτος με αναμφισβήτητα προσόντα έφτανε στο ύπατο φαναριώτικο αξίωμα με καλούς οιωνούς.
Επιπλέον, αυτός ό απόγονος των Μαυροκορδάτων φαίνεται να ‚είχε κατάκτηση μία θέση και ορισμένο κύρος στον κόσμο των γραμμάτων. Ήδη από τις αρχές τής δεκαετίας τού 1780 κυκλοφορούσαν δικά του στιχουργήματα στις χειρόγραφες ανθολογίες τής εποχής.

Ο Αλ. Ιω. Μαυροκορδατος διορίστηκε ηγεμόνας στις 12 Ιανουάριου 1785 και στις 14 Φεβρουαρίου ξεκίνησε για το Ιάσιο, όπου έφθασε στο τέλος του μήνα.
Η συνοδεία του, 100 άμαξες με 300 άτομα μπήκε στο Ιάσιο στις 11 Μαρτίου.
Λίγο μετά, έφθασαν και τα «κακά μαντάτα» από την Κωνσταντινούπολη, για την καθαίρεση του Βεζίρη Χαλίλ Χαμίντ, που αρχικά εξορίστηκε, αλλά αποκεφαλίστηκε τον Απρίλιο στην Τένεδο, όπου τον πρόλαβε ο δήμιος .
Την έξωση τού βεζίρη ακολούθησαν πολλές αλλαγές σε όλα τα επίπεδα. Αντικαταστάθηκε ό μουφτής και καθαιρέθηκε ό Ρεις έφέντης (υπουργός ‘Εξωτερικών) Ισμαήλ πασάς , που και αυτός καρατομήθηκε.
Στους διπλωματικούς κύκλους επικράτησε η εντύπωση πώς θα ακολουθήσουν εκκαθαρίσεις σε όλα τα παρακλάδια τού διοικητικού μηχανισμού, πού θα θίξουν και τις ηγεμονίες.
Ο Γάλλος πρέσβυς στην αναφορά του προς το Παρίσι, στις 13 Μαΐου 1785, έγραφε : «Οι εχθροί τού άτυχου Χαλίλ πασά θέλουν να εξοντώσουν όλους εκείνους πού ο πρώην βεζίρης ανέδειξε, και είναι πολύ αμφίβολο αν ό ηγεμόνας τής Μολδαβίας Μαυροκορδάτος θα μπορέσει να γλιτώσει» .

Η πτώση του Χαλίλ Πασά ήταν έργο μιας νέας ομάδας, με επικεφαλής τον αρχηγό τού στόλου Χασάν πασά, που είχε την γαλλική υποστήριξη, και που επεδίωκε τον ουσιαστικό αναπροσανατολισμό της τουρκικής πολιτικής, και κυρίως την «ρεβάνς», από τους Ρώσσους.
Τα πράγματα όμως, προχώρησαν με οθωμανικούς ρυθμούς και έτσι ο Μαυροκορδατος, πήρε παράταση ζωής ως τον Δεκέμβριο του 1786, αν και στην Κωνσταντινούπολη επιστρατεύθηκε και ο πατριάρχης, για να ζητήσει από την Πόρτα, την καθαίρεση του.
Σημαντική, υπέρ του Αλέξανδρου ήταν η προσπάθεια του Μίσογλου, που είχε χρήματα και ήξερε να βρίσκει και να επηρεάζει φίλους στην τουρκική αυλή.

Ο Μαυροκορδατος σαν ηγεμόνας ‘έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον, για την ‘Ακαδημία τού ‘Ιασίου, και για τα κοινωφελή , και τα σχολικά Ιδρύματα τής Κωνσταντινούπολης. Επί αυθεντίας τού ‘Α. Μαυροκορδάτου , εκπονήθηκε στην αυλή τού ‘Ιασίου, με πρωτοβουλία και με την «αυτό-επιστασία» τού βοεβόδα, τό «Λεξικόν τρίγλωσσον τής Γαλλικής, ‘Ιταλικής και Ρωμαϊκής διαλέκτου που τυπώθηκε, από τον Γ. Βεντότη στην Βιέννη τό 1790.
Για τη σημασία και τό εύρος τής προσπάθειας έγραψε ό Ι. Κοδρικάς: «‘Υπέρ τούς τριάκοντα μεταφρασταί οι μεν αυλικοί, οι δε εκ των εντοπίων ευγενών, και πολλοί μαθηταί τής έν ‘Ιασίω Αυθεντικής Σχολής συνήργησαν εις την σύνταξιν αυτού τού λεξικού. »
‘Η μεγάλη αυτή συμμετοχή εξηγεί, κατά τον Κοδρικά, τα λάθη, την γλωσσική ακαταστασία και τα αλλά ελαττώματα τής έκδοσης.
Το φθινόπωρο του 1786 στην Πόλη , ή φιλοπόλεμη μερίδα είχε επικρατήσει ολοκληρωτικά. Στην εξωτερική πολιτική ή ομάδα υιοθετούσε όλο και πιο σκληρή γραμμή και ετοιμαζόταν για τον πόλεμο τού 1787.
Σε αλλεπάλληλες διαβουλεύσεις και συσκέψεις εξετάσθηκε ο κατάλογος των απαιτήσεων , για την Κριμαία, τον Καύκασο, και την ελεύθερη ναυσιπλοΐα, πού έχει φέρει από την αγία Πετρούπολη ό ειδικός απεσταλμένος τής τσαρίνας Λάσκαροφ.
Η τουρκική πλευρά αρνήθηκε και την παραμικρή παραχώρηση.
‘Η ισορροπία, στο εσωτερικό και στην εξωτερική πολιτική, πού είχε ευνοήσει κάποτε την άνοδο τού ‘Α. Μαυροκορδάτου στα ανώτερα αξιώματα, τώρα είχε ανατραπεί αμετάκλητα.
Το κλίμα έντασης πού επικράτησε, επέτρεπε την αναθεώρηση προηγούμενων δεσμεύσεων και υποχρεώσεων και ευνοούσε κάθε είδους αυθαιρεσία.
‘Η έξωση, ή καθαίρεση τού Άλεξανδροβόδα άπό τήν αυθεντία τής Μολδαβίας ανακοινώθηκε στην Πόλη στις 3 (14)Δεκεμβρίου 1786 καί έφτασε Ιάσιο 9 μέρες μετά. ‘Αντικαταστάτης τού Μαυροκορδάτου διορίστηκε ό ‘Αλέξανδρος ‘Υψηλάντης.
Ο Μαυροκορδάτος δεν επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη.

Την νύχτα τής 25ης προς την 26η ‘Ιανουαρίου τού 1787, μετά από συνεννόηση με τον Ρώσο πρόξενο στο ‘Ιάσιο, έφυγε με κατεύθυνση προς τον Βορρά.Το βράδυ τής 27ης πέρασε τον Δνείστερο καί εισήλθε στο πολωνικό έδαφος. Λίγες μέρες αργότερα έφτασε στις όχθες τού Δνείπερου, για νά ζητήσει προστασία της Αικατερίνης καί νά βρει καταφύγιο στην ρωσική επικράτεια .
Μαζί του ήταν 30 άτομα. Ανάμεσα τους ο Ανώνης Ζαγοραίος ο μετέπειτα Ρήγας Φεραίος, ο οποίος πρωταγωνιστεί στην τρίτη ιστορία του μυθιστορήματος του Μαυροκορδάτου, «Ερωτος Αποτελέσματα», που εκτιλύσσεται στην Πολτάβα τόπο της πρώτης εγκατάστασης του φυγάδα (Φιραρή) ηγεμόνα, στην ρωσική επικράτεια . Αργότερα ο «φυγάδας» εγκαταστάθηκε στο Ελισαβετογκράντ στην Χερσώνα , όπου είχε επαφές με τον Ευγένειο Βούλγαρη.
Στο πλαίσιο τής προετοιμαζόμενης σύρραξης, άπό τόν Μάρτιο ως τον Αυγουστο τού 1787 (οπότε ή Τουρκία κήρυξε τόν Πόλεμο κατά τής Ρωσίας), το ζήτημα του Μαυροκορδάτου περιελήφθη στις διακοινώσεις, και τα τελεσίγραφα των αντιπάλων .
Η τουρκική πλευρά ζητούσε να της παραδοθεί ο φυγάδας έκπτωτος ηγεμόνας, αλλά αντιμετώπισε την κατηγορηματική άρνηση της Τσαρίνας.
Στο πολεμικό «μανιφέστο» τής Αικατερίνης πού δόθηκε στην δημοσιότητα τον Σεπτέμβριο τού 1787, γινόταν αναφορά στον φόνο τού ηγεμόνα Γρηγορίου Γκίκα (τό 1777) και υπογραμμιζόταν πώς και ό ‘Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος κινδύνευσε να έχει την ιδία τύχη ,και γι’ αυτό «ζήτησε προστασία στους κόλπους της ορθοδόξου εκκλησίας μας , ή οποία και τού έδωσε άσυλο, πως είχε υποχρέωση.

Με το κείμενο αυτό, λίγους μήνες μετά την εσπευσμένη φυγή από τό ‘Ιάσιο, ή υποθέσει «Μαυροκορδάτου» πήρε διεθνή διάσταση καί ό ίδιος ό ‘Αλέξανδρος αναγνωρίστηκε επισήμως ώς θύμα τού οθωμανικού δεσποτισμού.

Η παρατεταμένη παραμονή τού Ά. Μαυροκορδάτου στον ρωσικό Νότο συνδεόταν με τις εξελίξεις του πολέμου. Τον Ιανουάριο του 1788, ακολούθησε δύναμη του ρωσικού στρατού που συγκεντρώθηκε στα σύνορα. Τον χειμώνα τού 1791, κατά τις διαπραγματεύσεις πού οδήγησαν στην συνθήκη τού ‘Ιασίου, η ρωσική πλευρά «απαίτησε», χωρίς μεγάλη επιμονή, την επιστροφή στον ηγεμονικό Θρόνο της Μολδαβίας του πρώην «αυθέντη», πράγμα που δεν δέχθηκαν οι Τούρκοι ..

‘Ορισμένες ευρωπαϊκές διπλωματικές υπηρεσίες επέμεναν, ακόμα και πολύ
αργότερα να θεωρούν τον έκπτωτο αύθέντη κάτι σαν εφεδρεία της τσαρικής πολιτικής στην περιοχή.
Το 1795 σε μιά αναφορά του Γάλλου πρέσβη από την Πόλη προς την «Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας» στό Παρίσι, αναφέρεται «συνωμοσία για εξέγερση στη Μολδαβία», με επικεφαλής, τον φυγάδα πρώην ηγεμονία.
Οι πληροφορίες αυτές πρέπει συνδέονταν με την δραστηριότητα του «Φοίνικα» που είχε δημιουργήσει στην Οδησσό ο Μαυροκορδατος, αλλά και τις δραστηριότητες του Ρήγα που συνδεόταν με τον Φοίνικα.

Στο μεταξύ, από τον Σεπτέμβριο τοϋ 1792 ο Φιραρής είχε μετοικήσει στή Μόσχα, έχοντας τήν εύνοια τής αυλής τής Πετρούπολης και ετήσιο εισόδημα 12000 ρούβλια

Το 1812, με την πυρκαγιά της Μόσχας καταστράφηκε το σπίτι του και μετά τον πόλεμο, ο Τσάρος Αλέξανδρος Α’ ικανοποίησε το αίτημα τού πρώην ηγεμόνα για αποζημίωση, αύξησε το επίδομα και του παραχώρησε μεγάλο κτήμα στο χωριό Βσεσβαστσκογιε στην περιφέρεια της Μόσχας.
Τ

ο 1816. ή έφημερίδα τής Βιέννης ‘Ελληνικός Τηλέγραφος δημοσίευσε την είδηση ότι «η θυγάτηρ τού πρώην αύθέντου της Μολδαυίας Μαυροκοριδάτου Αικατερίνη εχειροτονήθη αύλικόν κοράσιον πλησίον τής αύτοκρατορίσσης».

Η Αικατερίνη ήταν παιδί από τον τρίτο γάμο του με την ρωσίδα αριστοκράτισσα ‘Αλεξάνδρα Λβόβνα Σάντι που έγινε στο τέλος τού 1795 στην Μόσχα ,αφού πήρε επιτέλους με τη βοήθεια της ρωσικής διπλωματίας το διαζύγιο από τη Δόμνα Ζαφείρα Καρατζά.,
Η Αικατερίνη γεννήθηκε τούς Τελευταίους μήνες τού 1798

Ο Μαυροκορδάτος έπρεπε να φροντίζει όμως και για ένα άλλο παιδί του ,εξώγαμο ,προϊόν του δεσμού του με τη Ταρσή, ένα κορίτσι από την Κεα ,πού ήταν ερωμένη του από την Κωνσταντινούπολη. Το παιδί αυτό τού ‘Αλέξανδρου ήταν ο ‘Ιβάν Άλεξάντροβιτς Γκουλιάνοφ, πού προσελήφθει στο ρωσικό διπλωματικό σώμα, το 1805 ενώ παράλληλα αφιερώθηκε και στην επιστήμη τής γλωσσολογίας, πού ήταν το μεγάλο πάθος τής ζωής του.
Ο Ιβάν, πού πήρε το όνομα του παππού του, γεννήθηκε στην Μολδαβία τό 1786,λιγο πριν την πτώση του Αλέξανδρου, και ο ηγεμόνας διασφάλισε μητέρα και παιδί στέλνοντας τους προσωρινά στην Κέα. Μόλις τακτοποιήθηκε στην Ρωσία κανόνισε το ταξείδι τους στην Μόσχα.
‘Ο πρώην ηγεμόνας δεν θέλησε να αναγνωρίσει το εξώγαμο παιδί του με μία από τις θεσμοθετημένες διαδικασίες, αλλά προτίμησε ένα δικό του πρωτότυπο μέσο υίοθεσίας.
Στόν ύπηρεσιακό φάκελο το Γκουλιάνοφ σώζεται το επίσημο πιστοποιητικό του Μαυροκορδάτου σύμφωνα με το ‚οποίο ‘ό πρίγκιψ ‘Αλέξανδρος βεβαίωνε ‚ότι ο Γκουλιάνοφ καταγόταν από μολδαβούς ευγενείς, ‚ότι ‘έμεινε πολύ νωρίς ορφανός, και ότι τον πήρε υπό την προστασία του ,και τον έφερε μαζί του στη Ρωσσία.
Τό πιστοποιητικό υπογράφθηκε τον ‘Ιούλιο το 1805, τίς μέρες δηλαδή πού ‘ό γιος τής Ταρσής και του Αλέκου διοριζόταν στην υπηρεσία τού υπουργείου ‘Εξωτερικών.
Ο ‘Ιβάν Άλεξάντροβιτς Γκουλιάνοφ είχε πολύ καλές σχέσεις μέ τον Πατέρα του και την ομοπάτρια αδελφή του Αικατερίνη .
Στό υπουργείο ‘Εξωτερικών, μετά τό 1815, είχε προϊστάμενό του τον ‘Ιωάννη Καποδίστρια, μέ τόν ‚όποϊο συνδέθηκε στενά , παρακολούθησε τον έλληνικό άγώνα καί βοήθησε ‚όσο μπορούσε.
Σώζεται έπιστολή του προς τον Καποδίστρια, ‚όπου ‘ό Γκουλιάνοφ πληροφορεϊ τόν μόλις έκλεγμένο Κυβερνήτη γιά τά άποτελέσματα φιλελληνικού έράνου, πού διόργάνωσε ο ιδιος στήν αγία Πετρούπολη, καθώς καί για τις ανάλογες προσπάθειες τής αδελφής του στη Μόσχα.
Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ο Φιραρής πέθανε το 1819 στη Μόσχα. Την ίδια χρονιά στην Κέρκυρα απεβίωσε ο κόμης Αντώνιος Μαρία Καποδίστριας. πέθανε το 1819 στη Μόσχα. Την ίδια χρονιά στην Κέρκυρα απεβίωσε ο κόμης Αντώνιος Μαρία Καποδίστριας.

Κυριακή 22 Μαρτίου 2009

Η αφήγηση της Λούλου Τύρχαϊμ.

Μία απόλυτα αξιόπιστη μαρτυρία για τα παρασκήνια του κινήματος του Αλέξανδρου Υψηλάντη είναι αυτή της κόμισσας Λούλου Τύρχαϊμ η οποία περιέχεται εις στην αυτοβιογραφία της «Η ζωή μου – Αναμνήσεις από τον μεγάλον κόσμον της παλαιάς Αυστρίας 1788 – 1819».
Η κόμισσα Λούλου Τύρχαϊμ μαζί με την μεγαλύτερη αδερφή της Κωνσταντία σύζυγο του πρεσβευτή της Ρωσσίας στη Βιέννη Αντρέι Ραζουμόφσκι γνωρίστηκαν με τον Υψηλάντη τον Αύγουστο του 1817 στα λουτρά του Κάρλσμπαντ. Μεταξύ της Κωνσταντίας και του Αλεξάνδρου αναπτύχθηκε ένα φλογερό αίσθημα. Οι δύο κυρίες συμπαραστάθηκαν στον Αλέξανδρο Υψηλάντη σε όλη τη διάρκεια της κράτησης του στην Αυστρία και ευρίσκοντο μαζί του κατά το θάνατο του τον Ιανουάριο του 1828.
Στο βιβλίο της η Λούλου Τύρχαϊμ προσπαθεί, ευλόγως, να εξυμνήσει την προσωπικότητα του Αλεξάνδρου Υψηλάντη και παραθέτει ορισμένες από τις αφηγήσεις του προς αυτήν και την αδερφή της. Σημειώνω προκαταβολικά ότι ο Αλέξανδρος Υψηλάντης όντας ασθενής πλέον και μη ελπίζων σε τίποτα αφηγείται ειλικρινώς τα περιστατικά που τον έκαναν να αισθάνεται αδικημένος. Το γεγονός ότι δεν ήθελε να κάνει «πολιτικά» σχόλια προκύπτει από το ότι τα απομνημονεύματα υπαγόρευε στον γραμματέα του Γ.Λασσάνη και τις σχετικές σημειώσεις του, τις κατέστρεψε, ενώ ήταν στη φυλακή Η κόμισσα Λούλου Τύρχαϊμ όταν παραθέτει στο βιβλίο της τις αφηγήσεις του Υψηλάντου αναφέρεται μόνο στον άνθρωπο και δεν αποβλέπει στον επηρεασμό των πολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα.
Ας δούμε τι αφηγείται η Λούλου Τύρχαϊμ: «Κάθε ημέρα – μετά τον Νοέμβριο του 1827- μας διηγόταν ο Υψηλάντης ένα μέρος της πικρής του μοίρας κατά τις συζητήσεις μας που είχαν την θέρμη και τη ζωντάνια αληθινών ανθρώπων. Μας μίλησε για τα γεγονότα του ’21, που του στοίχησαν τόσες παρεξηγήσεις, και για τις ενέργειές του.
Ε, λοιπόν ο Καποδίστριας δυστυχώς, δεν είναι εντελώς ανεύθυνος για τη μοίρα του Υψηλάντου. Κατά τα άλλα, οι συμβουλές του Καποδίστρια, στον οποίο ο Υψηλάντης είχε τυφλή εμπιστοσύνη, είχαν βέβαια ένα μόνο σκοπό: Πως να εξυπηρετήσει την πατρίδα του. Το 1821 όμως θυσίασε απλούστατα τον φίλο του.
Μετά την επιστροφή των ρωσσικών στρατευμάτων από τον πόλεμο το 1815 είχαν κάνει στον Αλέξανδρο Υψηλάντη αρκετές προτάσεις να γίνει μέλος μυστικών εταιρειών μεταξύ κι αυτών και μιας, της οποίας η «πατροκτόνος», (δηλ. η δολοφονία του τσάρου), συνωμοσία απεκαλύφθη κατά το θάνατο του τσάρου Αλεξάνδρου. Αν και ο Υψηλάντης δεν είχε ιδέα από τα μυστικά σχέδια των εταιρειών, είχε αρνηθεί να γίνει μέλος των, επικαλούμενος τον όρκο που είχε δώσει κατά την εισαγωγή του στο ρωσσικό στρατό.
Σχετικά με τις φιλελληνικές εταιρείες, που είχαν σκοπό της καθεαυτό πατρίδος του, περιοριζόταν να λέει ότι οι συμπατριώται μπορούσαν να στηρίζονται στη βοήθεια του όταν θα παρουσιαζόταν η περίπτωσις.
Το χειμώνα του 1819-20 όταν εμείς βρισκόμαστε στη Ρωσσία, ήρθε ο Υψηλάντης στην Πετρούπολη με μόνο σκοπό να μας δει. Αν δεν βρισκόμαστε τότε στη Ρωσσία, θα είχε ζητήσει άδεια για να κάνει ταξίδι στη Γερμανία και τη Γαλλία.
Στην Πετρούπολη ο Υψηλάντης ασθένησε για πολλές εβδομάδες. Τότε τον επισκέπτονταν συχνά ορισμένα επίσημα πρόσωπα της Εταιρείας, και του ανακοίνωσαν ότι στην Οδησσό είχαν συνενωθεί πολλοί Έλληνες έμποροι, καθώς και πολλοί στην Πελοπόννησο για να αγωνιστούν για την ανάσταση του έθνους των. Τα πρόσωπα αυτά μιλούσαν όλο και πιο ελεύθερα για τους πολιτικούς σκοπούς της οργανώσεως αυτής που, υπό το όνομα «Εταιρεία», γινόταν, έλεγαν, ισχυρότερη συνεχώς, και ότι συνδεόταν μυστικά με του Έλληνες του Μοριά και της Πόλης για να αποτινάξουν επιτέλους τον μισητό τουρκικό ζυγό.
Του έλεγαν ακόμα ότι είχαν στη διάθεσή τους μεγάλα ποσά, ότι ο Αλή Πασάς είχε κατεστεί ανεξάρτητος από την Πύλη κι ότι προσέφερε την σύμπραξη του στους Έλληνες του Μοριά.
Στις συνομιλίες αυτές πίστευαν ότι η Ρωσσία θα υπεστήριζε τις προσπάθειες των ομοδόξων της ή τουλάχιστον δε θα τους εμπόδιζε στις ενέργειές των. Οι πιθανότητες η υποδουλωμένη και πάσχουσα πατρίδα των να γίνει και πάλι ελευθέρα ήταν μεγαλύτερες από ότι στην εποχή της Αικατερίνης της Β΄.
Αυτές οι συζητήσεις ξυπνούσαν στην καρδιά του Υψηλάντη σιγά σιγά τη σκέψη να δώσει νέα ζωή στην πατρίδα του με την οποία τον συνέδεαν τα πιο ευγενικά του όνειρα από τα παιδικά του χρόνια. Είχε εγκαταλειφθεί στην διάθεση της πατρίδας του με όλο του το είναι.
Με λίγα λόγια λοιπόν εκείνοι που του ξύπνησαν τις ελπίδες αυτές για ένα αισιόδοξο μέλλον του ανέθεσαν χωρίς πολλές διατυπώσεις την αρχηγία του τόσων ενδόξου όσου και επικινδύνου εγχειρήματος.
Του έδειξαν τους καταλόγους με τα ονόματα των μεμυημένων και των βεβαιώσαν ότι σαν γόνος ενός Έλληνος που είχε αφιερωθεί εξ ολοκλήρου στην υπόθεση της Ελλάδος και σαν Ρώσσος αξιωματικός θα ήταν εγγύηση για το έθνος του και θέλγητρο για την υποστήριξη της επανάστασης.
Ο Υψηλάντης τους παρακάλεσε να του δώσουν τρεις μέρες καιρό για να σκεφτεί την υπόθεση και να μιλήσει με τον Καποδίστρια για να εξακριβώσει σε τι θα συμφωνούσε ο υπουργός χωρίς επιφυλάξεις.
Ο Καποδίστριας που ήταν πληροφορημένος για όλα, επεδοκίμασε με ενθουσιώδη λόγια την πατριωτική επιθυμία του νεαρού του φίλου, που ήθελε να θυσιάσει τη ζωή του για την ευτυχία της πατρίδας του και του επανέλαβε αυτό που του είχε πει αρκετές φορές στους συμπατριώτες του, δηλαδή ότι ακόμη κι αν η ευρωπαϊκή πολιτική δεν θα επέτρεπε στον τσάρο Αλέξανδρο να κυρηχτεί ανοιχτά υπέρ της ελληνικής υποθέσεως η καρδιά του θα ήταν πέρα ως πέρα με την Ελλάδα.
Παρ΄όλες τις διαβεβαιώσεις ο Υψηλάντης θέλησε να μιλήσει με τον τσάρο, αλλά ο Καποδίστριας τον απέτρεψε, ίσως γιατί φοβόταν ότι η αναποφασιστικότητα του τσάρου θα μπορούσε να περιπλέξει το κίνημα. Έπειτα από αυτό ο Υψηλάντης δέχτηκε να τεθεί επικεφαλής των Ελλήνων υπό τον όρο όμως ότι αυτός θα κατέστρωνε και θα διεύθυνε το σχέδιο των επιχειρήσεων.
Ο Υψηλάντης αφού τελείωσε το σχέδιο των επιχειρήσεων, το έδειξε στον Καποδίστρια, που έμεινε τόσο ικανοποιημένος ώστε πήδηξε από την χαρά του, αγκάλιασε τον Υψηλάντη και τον εγέμισε με εγκώμια.
Παρ΄όλα αυτά ο Υψηλάντης επέμενε να μιλήσει με τον τσάρο, ο Καποδίστριας όμως τον έπεισε να μην το κάνει. Ο Υψηλάντης ήθελε να ενημερώσει τον αυτοκράτορα ότι έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρείας και να παραιτηθεί από το ρωσσικό στρατό. Ο Καποδίστριας του είπε η αποχώρησή του θα απεθάρρυνε τους Έλληνας στην Πελοπόννησο που έβλεπαν στο αξίωμά του, ως Ρώσσου αξιωματικού μια απόδειξη της προστασίας του τσάρου. Ίσως ο Καποδίστριας εστήριζε τις ελπίδες του στην προσωπική επιρροή που ασκούσε με επιτυχία πάνω στον τσάρο.
Εν τω μεταξύ προχωρούσαν οι προπαρασκευές με επιτυχία. Κάθε στιγμή θα μπορούσε να γίνει η αναμενομένη έκρηξις. Στην Κωνσταντινούπολη ετοιμαζόταν μια συνωμοσία με πολλές διακλαδώσεις. Ο Μοριάς περίμενε να φτάσει ο Υψηλάντης για να ξεσηκωθεί. Ένα πλοίο περίμενε στην Τεργέστη για να πάρει τον Υψηλάντη μαζί με το ταμείο της επανάστασης και να τον φέρει στην πατρίδα. Είχε καθοριστεί η ίδια μέρα για την αποτίναξη του μουσουλμανικού ζυγού στην Κωνσταντινούπολη, στον Μοριά, και στις παραδουνάβιες ηγεμονίες.
Μόλις είχε στείλει ο Υψηλάντης τα γράμματα που θα άναβαν τη μεγάλη φωτιά όταν επληροφορήθη ότι ξέσπασε η επανάσταση στη Νεάπολη. Τότε βρισκόταν στην Βεσαραβία κοντά στη μητέρα του. Κατάλαβε ότι αυτό το γεγονός θα είχε ολέθριες επιπτώσεις για την ελληνική υπόθεση. Προέβλεψε ότι η Ιερά Συμμαχία θα έβαζε στην ίδια γραμμή την άνομο εξέγερση στη Νεάπολη με τα αγιασθέντα δίκαια ενός λαού που τον μεταχειρίζοντο ως είλωτα από αιώνα. Δεν είχε αμφιβολία ότι οι δυνάμεις θα έβλεπαν την ελληνική επανάσταση σαν προϊόν του φιλελεύθερου πνεύματος που απειλούσε όλη την Ευρώπη.
Ο Υψηλάντης έσπευσε αμέσως στην Οδησσό με την ελπίδα ότι θα μπορούσε να ακυρώσει τις διαταγές του και να αναστείλει το όλο κίνημα. έφθασε όμως αργά. Το πλοίο που μετέφερε τις επιστολές του είχε ήδη αποπλεύσει μαζί με τις τύχες ενός ολόκληρου λαού.
Την συνέχεια την αφηγείται ο Κολοκοτρώνης (Απομνημονεύματα σελ.143). «Στα 1820 με ήλθαν γράμματα από τον Υψηλάντη δια να είμαι έτοιμος, καθώς και όλοι οι εδικοί μας. 25 Μαρτίου ήτον η ημέρα της γενικής επαναστάσεως. Οι Άγγλοι έμαθαν ότι έλαβα κάτι γράμματα, και ήλθε η αστυνομία δια να με εξετάσει τη νύχτα, αλλ΄εγώ τα γράμματα τα είχα φυλάξει. Εις τα τρεις Ιανουαρίου ανεχώρησα και εις τας έξι εβγήκα εις τη Μάνη εις του καπετάν Παναγιώτη του Μούρτζινου το σπίτι.»
Ένα ακόμα απροσδόκητο γεγονός επιτάχυνε την έκρηξη του κινήματος και ανάγκασε τον Υψηλάντη να αλλάξει τι σχέδιο των επιχειρήσεων δυσμενώς.

Πληροφορήθηκε ότι η Πύλη έμαθε από τον Άγγλο πρεσβευτή Στράγκφορντ ότι στην Κωνσταντινούπολη είχε αναπτυχθεί μια συνωμοτική εταιρεία. Αν και οι Τούρκοι δεν εγνώριζαν λεπτομέρειες ήσαν σε θέση να αναλάβουν εξοντωτικά μέτρα εναντίον της συνωμοσίας. Ευτυχώς όμως οι Έλληνες τους επρόλαβαν.
Σκέφτηκαν δηλαδή οι συνωμόται ότι θα μπορούσαν να φύγουν από την υποψία της Πύλης αν θα κατεύθυναν τα βλέμματά της μακριά από την κύρια εστία της συνωμοσίας.
Αποφάσισαν λοιπόν να μπει ο Υψηλάντης επικεφαλής ενόπλων δυνάμεων στις παραδουνάβιες ηγεμονίες για να δεσμεύσει στο σημείο εκείνο τις τουρκικές δυνάμεις και να δώσει έτσι καιρό στους Έλληνες του Μοριά και τους Φαναριώτες να ξεσηκωθούν συγχρόνως και με θάρρος.

Ο Υψηλάντης επεδοκίμασε το σχέδιο αυτό, ανέλαβε την αρχηγία του ριψοκίνδυνου αυτού εγχειρήματος και μπήκε στο έδαφος της Μολδαβίας.»
Η αφήγηση της Λούλου Τύρχαϊμ, για όσα ειπε σε αυτήν και την αδερφή της ο Υψηλάντης δεν είναι ιστοριογραφική και για αυτό δεν δίνει σημασία στα άγνωστα σε αυτήν ελληνικά ονόματα.
Μας λέγει όμως ότι, της επισκέψεως του Ξάνθου προηγήθησαν άλλες επαφές των συνωμοτών.
Ο Υψηλάντης μας λέει μέσω της αφήγησης της Τύρχαϊμ ότι πριν δεχτεί ρώτησε τον Καποδίστρια – που ήταν πληροφορημένος για όλα –, μας λέγει ακόμα ότι κατέστρωσε το σχέδιο των επιχειρήσεων το οποίο ο Καποδίστριας ενέκρινε πηδώντας από τη χαρά του. Το σχέδιο των επιχειρήσεων προέβλεπε ταυτόχρονη εκδήλωση του κινήματος στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, την Πελοπόννησο και την Κωνσταντινούπολη. Ο ίδιος ο Υψηλάντης θα κήρυτε την επανάσταση από την Πελοπόννησο.
Τα σχέδια άλλαξαν λόγω της επανάστασης στη Νεάπολη και λόγω της διαρροής προς τους Τούρκους από τους Άγγλους του μυστικού.
Ο Καποδίστριας στο υπόμνημά του προς τον τσάρο Νικόλαο τον Α΄ (1826) λέγει ότι τον Σεπτέμβριο του 1820 ενώ βρισκόταν με τον τσάρο στην Πολτάβα έφερε ο ταχυδρόμος της ρωσσικής πρεσβείας στη Βιέννη την είδηση για την επανάσταση στη Νεάπολη. Ταυτοχρόνως μετέφερε και γράμμα του αυτοκράτορα της Αυστρίας προς τον τσάρο με την οποία ζητούσε συνάντηση για να καθοριστεί η κοινή στάση.
Ο Καποδίστριας γράφει επίσης ότι στην Πολτάβα προσήλθε ο πρέσβης της Ρωσσίας στην πόλη, βαρόνος Στρόγκανωφ για να λάβει νέες οδηγίες δια την επανάληψη των διαπραγματεύσεων με την Υψηλή Πύλη.
Εάν αντιπαραλάβουμε τα δύο κείμενα αντιλαμβανόμεθα ότι ο πρώτος που έμαθε τα νέα ήταν ο Καποδίστριας. Είναι φυσικό να υποθέσουμε ότι ειδοποίησε τον Υψηλάντη.
Λίγες μέρες μετά, τον Οκτώβριο του 1820 στην Βαρσοβία, ο Καποδίστριας δέχθηκε τον Ι.Π., τον οποίο απέστειλαν οι προεστοί της Πελοποννήσου.
(Ο Σπηλιάδης ακόμα και στα 1851, όταν γράφει τα απομνημονεύματά του δεν επιθυμεί να αποκαλύψει το όνομα του μυστικού απεσταλμένου.). Ο Σπυρίδων Τρικούπης στην ιστορία του γράφει ότι οι πρόκριτοι της Πελοποννήσου αποφάσισαν να στείλουν στη Ρωσσία άντρα της εμπιστοσύνης των και διάλεξαν τον Ιωάννη Παπαρηγόπουλο, ο οποίος ήταν διερμηνέας στο ρωσσικό προξενείο της Πάτρας.
Ο Ι. Παπαρηγόπουλος ήταν γνωστός και με τον Αλή Πασά, από τον οποίο προσεκλήθη στην Πρέβεζα για να τον αποστείλει στην Ρωσσία με σκοπό να εξακριβώσει τις σκέψεις της ρωσσικής αυλής για αυτόν, ενόψει της επερχόμενης σύγκρουσής του με τον Σουλτάνο.
Ο Τρικούπης ισχυρίζεται ότι προηγήθηκε η επιλογή του Ι. Παπαρηγόπουλου από τους προκρίτους. Το πιο πιθανό όμως είναι να συνέβη το αντίθετο. Δηλαδή, αφού ανέλαβε την αποστολή του Αλή Πασά ο Ι. Παπαρηγόπουλος ενημέρωσε τον μητροπολίτη Παλαιών Πατρών Γερμανό, ο οποίος με τη σειρά του ενημέρωσε τους προκρίτους. Έτσι ο Ι. Π. ήταν κοινός απεσταλμένος του Αλή Πασά και των προκρίτων προς τη ρωσσική αυλή. Ο Παπαρηγόπουλος πήγε στην Κωνσταντινούπολι, από εκεί κατευθύνθηκε στην Αγ. Πετρούπολη, μετά στη Βαρσοβία όπου βρισκόταν ο Τσάρος (αρχές Οκτωβρίου), εκεί συναντήθηκε με τον Καποδίστρια και ακολούθως μετέβη στο Κισινιέφ για να συναντήσει τον Υψηλάντη. Στη συνέχεια πέρασε από την Κωνσταντινούπολι όπου συναντήθηκε με τον εκεί εκπρόσωπο του Αλή προς τον οποίο παρέστησε ότι «ο ρωσσοτουρκικός πόλεμος είναι αναπόφευκτος και ότι αν ο Αλής επιμείνει να αντιστέκεται στον Σουλτάνο μπορεί να ελπίζει στη ρωσσική βοήθεια». Ο Παπαρηγόπουλος έφτασε στην Πελοπόννησο στο τέλος του φθινοπώρου του 1820 και ήταν ο κομιστής της επιστολής Υψηλάντου με την οποία έδινε εντολή για την συγκρότηση Γενικής Εφορίας που θα ετοίμαζε τον ξεσηκωμό στην Πελοπόννησο.
«Αυτός, αφού εντάμωσε τον Καποδίστρια εις Βαρσοβίαν παριστάνη εις τον Υψηλάντη την ανάγκην του να κινηθεί εις τας δύο αυθεντείας, δια να αντιπερισπάσει τον Σουλτάνο και να δώση καιρόν εις τους Έλληνας να παρασκευασθώσι και να επιτύχωσιν εις τα πρώτα κινήματά των»
Η αποκάλυψη Σπηλιάδη για την διπλή επαφή του Ι.Π. με Καποδίστρια και Υψηλάντη μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι αυτός μετέφερε τη γνώμη του Καποδίστρια στον Υψηλάντη. Πάντως η αποστολή του Ι.Π. είναι το κλειδί για να κατανοήσουμε τη συνεργασία Καποδίστρια-Υψηλαντη. Η αποστολή του Ι.Π. και το «μήνυμα», που έφερε πίσω, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο για να ακολουθήσουν και οι «συντηρητικοί», την επανάσταση.
Ο Ι.Π. σύμφωνα με τον Σπηλιάδη γύρισε στην Πελοπόννησο λίγο πριν τον Παπαφλέσσα με τα οποία διορίζοντο Γενικοί Έφοροι και ταμίαι, («ο αποσταλείς επιστρέφει ολίγον πρότερον του Αρχιμανδρίτου φέρων από τον Υψηλάντην έγγραφα της Αρχής…»). Ο Ι.Π. ,σύμφωνα με τον Σπηλιάδη, διέδωσε και ότι 60.000 Ρώσσοι ήταν έτοιμοι να εκστρατεύσουν μόλις κηρυχτεί ο πόλεμος κατά της Τουρκίας.

Η Φιλόγενος Στοά

Ότι προσπάθησαν να κρύψουν σιωπώντας, όλοι οι μεγάλοι πρωταγωνιστές της Ελληνικής Επανάστασης, και ότι προσπάθησαν να διαστρέψουν και να συσκοτίσουν για πολιτικούς λόγους αυτοί που σκότωσαν τον Καποδίστρια, βρισκόταν θαμμένο στα παλαιά αρχεία της τσαρικής αστυνομίας.
Βέβαια η έρευνα στα ρωσσικά αρχεία δεν ήταν ποτέ εύκολη, ιδίως στα χρόνια της σοσιαλιστικής περιπέτειας. Ήρθε όμως η ώρα και ο Γκριγκόρι Αρς μας παρουσίασε την κατάθεση του Νικόλαου Γαλάτη στον αστυνομικό διοικητή της Πετρούπολης, στρατηγό Ιωάννη Γογόλη. Τα έγγραφα του Γαλάτη που κατέσχεσε η αστυνομία και η ανυπόγραφη ομολογία του για την Εταιρία στην οποία ανήκε κάηκαν με εντολή του Τσάρου μετά από εισήγηση του Καποδίστρια. Έτσι τα ντοκουμέντα χάθηκαν. Αλλά έμεινε η περιγραφή της κατάστασης, την οποία πλήρωσε με τη ζωή του ο Γαλάτης. Ο Καποδίστριας στο υπόμνημά του τoν Τσάρο Νικόλαο 1826 αναφέρει ότι μελέτησε μαζί με τον Τσάρο Αλέξανδρο τα υλικά που κατέσχε η αστυνομία της αγίας Πετρούπολης από το Γαλάτη και σημειώνει: « η Ρωσία δεν ασκούσε ουδεμία εξουσία επί των ανδρών που αποτελούσαν την μυστική αυτή εταιρία και δεν μπορούσε συνεπώς ούτε να τούς συλλάβει ούτε να τους θέσει υπό παρακολούθηση». Το υπόμνημα του Καποδίστρια δημοσιεύθηκε στα γαλλικά το 1868. Στα ελληνικά δημοσιεύθηκε το 1901 και η πλήρης με υποσημείωσεις έκδοση του έγινε από τον Μιχαήλ Θ. Λάσκαρη.

Είναι απίστευτο, και όμως αληθινό ότι από το 1901, γιατί δεν είναι υποχρεωτικό άπαντες να γνωρίσουν την γαλλικήν, εξακολουθεί να υποστηρίζεται η άποψη ότι ο Γαλάτης ήταν απεσταλμένος, του Σκουφά από την Οδησσό. Αν ήταν όμως, δεν θα έγραφε,« η Ρωσία δεν ασκούσε ουδεμία εξουσία επί των ανδρών που αποτελούσαν την μυστική αυτή εταιρία και δεν μπορούσε συνεπώς ούτε να τούς συλλάβει ούτε να τους θέσει υπό παρακολούθηση», γιατί η Οδησσός ήταν ρωσσικό έδαφος και θα μπορούσε και συλλήψεις να κάνει αλλά και να παρακολουθεί τον Σκουφά και τους φίλους του.
Επομένως, η οργάνωση το Γαλάτη ήταν εκτός Ρωσσίας.

Η κατάθεση στη σύγχρονη ιστορία του νεκρού Γαλάτη, φωτίζει όλες τις σκοτεινές πλευρές και αποκαλύπτει το μυστήριο.
Η Ελληνική Εταιρία της οποίας το όνομα απεκάλυψε στην ανυπόγραφη δήλωσή του, που την έκαψε ο Καποδίστριας, είναι η Φιλόγενος Στοά, δηλαδή «οι φίλοι του Γένους». Αυτή είναι η τρομερή οργάνωση, της οποίας τα μέλη θα σκότωναν οποιονδήποτε, εάν έπαιρναν τέτοια εντολή, της οποίας τα μέλη θα σκότωναν τον πατέρα, τη μάνα και τα αδέλφια τους.
Τώρα ξέρουμε ότι μέλη της Εταιρίας σκότωσαν δύο τουλάχιστον συντρόφους τους, τον Νικόλαο Γαλάτη και τον Ιωάννη Καποδίστρια.

Οι δύο φόνοι βέβαια είναι διαφορετικοί γιατί η ίδια η οργάνωση πέρασε σοβαρές αλλαγές από το 1814 μέχρι το 1832.
Πρώτα έφυγαν οι κανονικοί τέκτονες που ακολούθησαν τον Διονύσιο Ρώμα στην αγγλική Στοά που δημιούργησε στη Ζάκυνθο.
Η συνεργασία εντός της Φιλογένου Στοάς έγινε εξωτερική συνεργασία μιας νόμιμης αγγλικής Στοάς, και ενός εθνικιστικού επαναστατικού μηχανισμού.
Τον Γαλάτη τον σκότωσε η Φιλογένεια.
Τον Καποδίστρια τον σκότωσε η Στοά της Ζακύνθου.

Μια μαρτυρία του Μακρυγιάννη

Ο Μακρυγιάννης1 διασώζει στα απομνημονεύματά του τη μαρτυρία ενός από τους «πρωτοεταιριστές» ,του Λουκά Λιονταρίδη ο οποίος, του εκμυστηρεύτηκε, ότι «μετά το θάνατο του Ρήγα», ο πατριάρχης Γρηγοριος Ε, «περιέλαβε την Εταιρεία δια να μην σβέση», και oτι απέστειλε πιστό του άνθρωπο στη Ρωσσία για να συναντήσει τον Λιονταρίδη που υπηρετούσε ως αξιωματικός στο ρωσσικό στρατό και να τον καλέσει στο Άγιο Όρος όπου διαβιούσε ο Γρηγόριος ο Ε΄.
Σύμφωνα με την αφήγηση του Λιονταρίδη στον Μακρυγιάννη, ο πατριάρχης τον έχρισε μοναχό και του υπέδειξε να παραιτηθεί από το στρατό και αφού συναντηθεί με τον Καποδίστρια να μεταβεί στη Βλαχία για «να κατηχήσει όσους μπορέσει και να συνάξει ότι χρήματα μπορέσει δια να χρησιμέψουν δια την πατρίδα».
Ο ρόλος του Πατριάρχη έχει αμφισβητηθεί από πολλούς. Αυτή η πληροφορία του Μακρυγιάννη δε διασταυρώνεται από άλλη πηγή. Αυτό μπορεί να σημαίνει δύο πράγματα. Είτε ότι ο Λιονταρίδης περιαυτολογεί και ψεύδεται είτε ότι πράγματι ανέλαβε αυτή την αποστολή, της παράδοσης δηλαδή στον Καποδίστρια των μυστικών της εταιρείας του Ρήγα που κρατούσε ο πατριάρχης. Το ότι χρίστηκε μοναχός στο Άγιο Όρος, ότι παραιτήθηκε από το στρατό, το ότι ταξίδεψε στην Αγία Πετρούπολη είναι αληθή περιστατικά. Δεν έχει φωτιστεί η σχέση Γρηγορίου Ε΄ - Λιονταρίδη. Αν όμως υπήρξε όντως μια τέτοια άκρως απόρρητη αποστολή, θα την ήξεραν μόνο ο Γρηγόριος, ο Καποδίστριας και ο ταχυδρόμος.
Η συνάντηση του Πατριάρχη με τον Λιονταρίδη πρέπει να έγινε στη Μονή Ιβήρων κατά τη δεύτερη εξορία του Πατριάρχη (10-9-1808/Ιανουάριος 1919)και βέβαια μετα το 1815 όταν ο Καποδίστριας επιστρέφει στην Αγ.Πετρούπολη ως Υπουργός των εξωτερικών. Προφορικές αφηγήσεις υποστηρίζουν ότι ο Γρηγόριος είχε μυήσει στην εταιρεία του Ρήγα τον μητροπολίτη Πατρών Κύριλλο. Ο Ξάνθος ισχυρίζεται ότι ο πατριάρχης είχε μυηθεί στη φιλική εταιρεία από τον Φαρμάκη. Αυτό όμως δεν βεβαιώνεται από άλλη πηγή. Η Μεγάλη Στοά της Ελλάδας υποστηρίζει ότι ο Γρηγόριος υπήρξε Τέκτων.
Όλες αυτές οι πληροφορίες μας βεβαιώνουν ότι στην περίπτωση του Πατριάρχη Γρηγόριου Ε΄ επιβεβαιώνεται ο διττός χαρακτήρας των ανθρώπων αυτής της εποχής. Μπορεί δηλαδή θαυμάσια ο ιεράρχης, ο θεσμικός λειτουργός δηλαδή του οθωμανικού κράτους να εκδίδει αφορισμούς για την επανάσταση και ο ιερέας εντός του ιεράρχη να συμμετέχει σε αυτήν. Αυτοί οι διπλοί ρόλοι που δεν είναι ούτε άγνωστοι ούτε αδύνατοι στο σύγχρονο κόσμο μπορούν να επιβεβαιωθούν μόνο από τον φορέα της διπλής ιδιότητας αν επιζήσει της αποστολής του. Καθώς και από τους ελάχιστους που λόγω των ενεργειών του γνώρισαν το διπλό ρόλο του. Αυτή είναι και η αξία της μαρτυρίας του Λιονταρίδη.
Γιατί όμως ο Γρηγόριος τον έστειλε στον Καποδίστρια; Αυτή η απόφαση που προϋποθέτει άλλες πληροφορίες που μπορεί να φωτίσουν περισσότερο αυτή την υπόθεση.
Από ορισμένα γεγονότα μπορούμε να αντλήσουμε κάποια στοιχεία. Κανείς δεν βεβαιώνει ότι ο Σέκερης ανήκε στην εταιρεία του Ρήγα. Ο Σπηλιάδης όμως μας αφηγείται ότι το 1808 ,αυτός κατείχε τα επαναστατικά κείμενα του Ρήγα.



------------------------------------------------------------------------------------------
1. Στρατηγού Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα, σελ. 397-399

Οι Απόστολοι

Η Επανάσταση, η κάθε επανάσταση ,είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση και όταν μάλιστα αντιμετωπίζουμε μια επιτυχημένη επανάσταση όπως η ελληνική του 1821,τότε η προσέγγιση μας πρέπει να γίνεται με υψίστη σοβαρότητα. Όλες οι σημαντικές Επαναστάσεις στην Ιστορία, ήσαν προϊόν της παρέμβασης και της δράσης ενός πυρήνα διαφωτιστών-διανοούμενων , που ανήκαν στην «κοινωνική πρωτοπορία» της εποχής τους, και οι οποίοι μπορούσαν να «παράξουν ιδεολογία».

Ο συγγραφέας του σεναρίου για τη γέννηση της ελληνικής επαναστατικής οργάνωσης στην Οδησσό, ο Ξάνθος έγραφε το 1845 στα απομνημονεύματά του, ότι « είχε ελεύθερες ιδέες και έτρεφε μίσος κατά της τουρκικής τυραννίας» έτσι ώστε μόλις μυήθηκε στην «Εταιρία των ελεύθερων Κτιστών», στη στοά της Λευκάδας , «συνέλαβε αμέσως την ιδέα, ότι μπορούσε να δημιουργηθεί μια μυστική εταιρία που θα ακολουθούσε τους κανόνες των ελεύθερων Κτιστών , η οποία θα συνένωνε τους καπετάνιους αρματολούς πού ήσαν στην Ελλάδα και αλλού, τους επίσημους, τους ομογενείς πάσης τάξεως για να δράσουν όταν δινόταν η ευκαιρία για την απελευθέρωση της πατρίδας». Όλες επομένως, οι αντικειμενικές προϋποθέσεις, οι δυνάμεις στις οποίες θα στηριζόταν η επανάσταση, του κατέβηκαν στο κεφάλι διά « τεκτονικής επιφοιτήσεως». Προφανώς έγινε ένα «τεκτονικό θαύμα».Το υπέρτατο Ον, παρουσιάστηκε στον Ξάνθο, στην στοά της Λευκάδας, όπως είχε παρουσιαστεί στον Απόστολο Παύλο, και τον « φώτισε». Ίσως μάλιστα θα έπρεπε να έχει καθιερωθεί και ο εορτασμός της « Πεντηκοστής» της Λευκάδας.
Επιστρέφοντας στην Οδησσό ο «πεφωτισμένος» βρήκε δύο άλλους πρωτοπόρους τον Τσακάλωφ και τον Σκουφά και ίδρυσαν την οργάνωση.
Ο σχηματισμός του επαναστατικού πυρήνα όμως δεν αρκεί από μόνος του, για να κάνει την «ιδέα» κτήμα των λαϊκών μαζών. Αν τα πράγματα ήταν τόσο απλά ,τότε σε κάθε καφενείο των Κοινοτήτων της Ελληνικής διασποράς θα είχαμε και από μια «Φιλική Εταιρία» και θα είχαν γίνει 40 επαναστατικά κινήματα και όχι ένα.
Ο σχεδιασμός μιας επανάστασης, εκτός από την «ιδέα», την απόφαση, και τους όρκους για «τη θυσία», προϋποθέτει, την σωστή εκτίμηση και εκμετάλλευση των αντικειμενικών συνθηκών αφ’ενός και τη συγκρότηση αφ’ ετέρου του υποκειμενικού φορέα της επανάστασης, ενός μόνιμου επαναστατικού μηχανισμού δηλαδή, με ανθρώπους που θα ζουν και θα αναπνέουν, μόνο για τον «μεγάλο σκοπό».Επανάσταση με ερασιτέχνες δεν γίνεται. Χρειάζονται «επαναστάτες μόνιμης και διαρκούς απασχόλησης», χωρίς δεσμεύσεις, και χωρίς οικογενειακά βάρη. Άνθρωποι με ικανότητες, που θα εγκαταλείψουν τις δουλειές τους και θα ζήσουν με ότι μπορεί να προσφέρει η οργάνωση. Τα ικανά και «επαγγελματικά», μαζικά στελέχη θα σπείρουν την επανάσταση ανάμεσα στους ανθρώπους, και όχι οι καθοδηγητές της οργάνωσης, των οποίων το καθήκον είναι να καθοδηγούν την παρέμβαση των «μαζικών» στα πολιτικά γεγονότα και να επεξεργάζονται τα ισχυρά πολιτικά μηνύματα , που θα παρασύρουν, πρώτα τα μέλη που πίστεψαν στην ιδέα της οργάνωσης και μετά τις Μάζες. Ο Τσακάλωφ και ο Σκουφάς ταιριάζουν απόλυτα στην περιγραφή που κάναμε των επαγγελματικών στελεχών όπως και ο Αναγνωστόπουλος . Ο Ξάνθος όμως, που όπως είδαμε εργαζόταν στο κατάστημα του Λεμονή και παντρεύτηκε το 1817, έγινε
επαναστάτης μόνο το 1818 οπότε και παράτησε την οικογένειά του στην Οργάνωση και στις φροντίδες του Π .Σέκερη.
Τα επαγγελματικά στελέχη, οι «μαζικοί» , τον 19ο Αιώνα, λέγονταν Απόστολοι, και ταξίδευαν πολύ, πηγαίνοντας όπου τους καλούσε το χρέος, συνέλλεγαν πληροφορίες, χαρτογραφούσαν, έκτιζαν σχέσεις, έστρωναν δίκτυα, μετέφεραν μηνύματα, και ήξεραν να κρύβονται, να παρουσιάζονται με διαφορετικές ιδιότητες, και να αποφεύγουν τις «αρπάγες της εξουσίας». Τέτοιοι Απόστολοι ήσαν ο Γαλάτης, ο Τσακάλωφ, ο Σκουφάς, ο Αναγνωστόπουλος, ο Αριστείδης Παπά ,ο Περραιβός ,
ο Ηπίτης ,ο Δικαίος και ο Ξάνθος.

Σε αυτήν την πρώιμη εποχή των πολιτικών οργανώσεων, οι δρόμοι των
« αποστόλων» των επαναστατικών οργανώσεων, διασταυρώθηκαν συχνά με τους «κατασκόπους» , τους κρατικούς πράκτορες, με τους οποίους έκαναν πάνω κάτω την ίδια δουλειά.

Ένας σημαντικός «κλάδος» κρατικών αποστόλων ήσαν οι «περιηγητές», τους οποίους έμπασε μαζικά στην εξωτερική της πολιτική, πρώτη η Αγγλία, τον 18ο αιώνα, , εξαπολύοντας τους σ’ όλο τον κόσμο, για να συλλέγουν πληροφορίες και γνώσεις, και να δημιουργούν δίκτυα «φίλων της Μ. Βρετανίας»..Οι «περιηγητές», επιλέγοντο μεταξύ των «ταλαντούχων» αριστοκρατών, των επιστημόνων από «τζάκι», και των στρατιωτικών. Κάποιοι από αυτούς εκμεταλεύοντο την «αποστολή» για τη δική τους επιστημονική έρευνα. Άλλοι μετά από χρόνια τύπωναν βιβλία « ταξειδιωτικών εντυπώσεων». Η βασική δουλειά πάντως των περιηγητών, ήταν η κατασκοπία και η συλλογή πληροφοριών. Το αγγλικό «παράδειγμα» ,ανταγωνίστηκαν οι Γάλλοι , και με λιγότερη επιτυχία Ρώσσοι και οι Αυστριακοί. Τα κράτη αυτά, όπως και στην εποχή μας, χρησιμοποιούσαν παράλληλα και τις διπλωματικές τους υπηρεσίες για την βραχυπρόθεσμη συλλογή πληροφοριών αλλά και για «ειδικές επιχειρήσεις». «Σταθμάρχες», ήσαν οι εκατοντάδες πρόξενοι που διορίζονταν κυρίως στα λιμάνια. Οι πρόξενοι του 19ου αιώνα ήσαν ταυτόχρονα, διπλωμάτες και κατάσκοποι.
Η οργάνωση που προετοίμασε τήν Ελληνική Επανάσταση στηρίχθηκε τόσο στους δικούς της «απόστολους της επανάστασης», όσο και στους προξενικούς πράκτορες της Ρωσσίας που τους διόριζε ο Καποδίστριας, πολλοί από τους οποίους ήσαν διπλοί πράκτορες. Είναι χαρακτηριστική η διασταύρωση στο Ιάσιο των δύο μηχανισμών, όπου ένας επαναστάτης απόστολος, ο Γαλάτης, στρατολόγησε στην Εταιρία των Φιλικών, έναν Ρώσσο πράκτορα, τον υπάλληλο του ρωσσικού προξενείου, Λεβέντη.

Ο Έλληνας.

Βρισκόμαστε ακόμα στα πρώτα βήματα προς την «αντίθετη κατεύθυνση»,όπως μας συμβούλευσε ο Φιλήμων, αλλά αφού συναντήσαμε τον Γαλάτη ας μείνουμε λίγο σ’ αυτόν αφού είναι ο πρώτος καθαρά επαγγελματίας επαναστάτης που συναντάμε. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια της Ιθάκης και σπούδασε , στο «εργοστάσιο παραγωγής Ελλήνων»,το Γυμνάσιο στις Κυδωνίες. Η επαναστατική του εκπαίδευση έγινε στην Κέρκυρα. Ευτυχώς για την ιστορία, συνελήφθη δύο φορές και είχε δώσει καταθέσεις. Το 1816 στην Κέρκυρα, στον Μέιτλαντ, και το 1817 στην αγία Πετρούπολη, στον αστυνομικό διοικητή της τσαρικής πρωτεύουσας, στρατηγό Ιωάννη Γογόλη, και έτσι μέσα από αυτές μπορούμε να μάθουμε περισσότερα. Η προσωπικότητα, του Νικόλαου Γαλάτη, που γεννήθηκε το 1792 στην Ιθάκη, είναι ένα από τα κλειδιά που θα μας βοηθήσουν στην ανίχνευση, της πραγματικής ιστορίας της Ελληνικής Επανάστασης.
,

Στην Αγία Πετρούπολη (1 Γκριγκόρι Αρς ) τον ρωτούν στις 14 ή 15 Φεβρουαρίου 1817 : «Δώστε μας μια περιγραφή της ζωής σας» και απαντά: «Μόλις τελείωσα τις μελέτες μου ταξίδεψα επί τρία χρόνια στην Ελλάδα, και έκανα μερικές επισκέψεις στη Μικρά Ασία. Σκοπός μου ήταν να διευρύνω τις γνώσεις μου και να τελειοποιήσω τις σπουδές μου. Στο τέλος των περιοδειών μου, έφθασα πέρσι το Φεβρουάριο στην Κέρκυρα όπου θεωρήθηκα ύποπτος από την αγγλική κυβέρνηση, επειδή οι δαπάνες του ταξειδιού μου υπερέβαιναν τις δυνατότητες των γονέων μου και τις δικές μου.»
Όπως βλέπουμε θεωρήθηκε ύποπτος γιατί ταξίδευε πολύ και οι Άγγλοι θέλησαν να εξακριβώσουν αν ήταν κατάσκοπος η επαναστάτης. Σε ερώτηση για το που σπούδασε απαντά: «Στο γυμνάσιο της Σμύρνης, και στο ελληνικό γυμνάσιο των Κυδωνιών στην Έφεσο.». Σε ερώτηση για τις δαπάνες των ταξιδιών του απαντά: «Έπαιρνα σημαντικά ποσά από έναν συμπατριώτη μου, που κατά κάποιον τρόπο με είχε προσλάβει να επιχειρήσω αυτό το ταξίδι για την κοινή υπόθεση της πατρίδος μου». Στην κατάθεση του στην αγία Πετρούπολη, ομολογεί επομένως ότι ήταν «Απόστολος» και ότι ταξείδευε για την «κοινή υπόθεση. Άλλωστε δεν είχε και νόημα να το κρύψει, αφού είχε παρουσιασθεί με την πραγματική του ιδιότητα στον Καποδίστρια.
Όταν, τον είχαν ρωτήσει για το ταξείδι του οι Άγγλοι που τον ανέκριναν, στα Επτάνησα , είχε πει ότι έφυγε ,«στις 8 Σεπτεμβρίου 1815 από την Ιθάκη και ως περιηγητής γύρισε όλη την Πελοπόννησο, πήγε στην Αθήνα, όπου έγινε μέλος της Εταιρίας των Φιλομούσων, και από κει γύρισε πίσω, και αφού πέρασε από τη Λευκάδα, κατέληξε στην Κέρκυρα όπου και συνελλήφθη τον Φεβρουάριο του 1816». Ο Άγγλος ανακριτής τον ρώτησε αν υποψιαζόταν για ποιο λόγο τον συνέλαβαν , και Γαλάτης απάντησε ότι, «το μόνο που μπορώ να σκεφθώ, είναι ότι βρισκόμουν στην υπηρεσία του Αλή Πασά». Πραγματικά είχε δουλέψει κοντά στον Αλή για 18 μήνες, σαν γραμματικός. Στην Κέρκυρα τον ρώτησαν και για την «περίφημη» κόκκινη στολή του και απάντησε ότι του είχε επιτραπεί να τη φοράει από τον Αλή Πασά. Περίπου ένα χρόνο μετά στην αστυνομία της Αγίας Πετρούπολης, τον ρώτησαν πάλι για τη στολή του, και απαντά, «Είμαι λοχαγός της Επτανησιακής Εθνοφρουράς». Τη στολή αυτή, την αναγνώρισε ο Καποδίστριας, κατά τη συνάντηση τους, όπως φαίνεται στο υπόμνημά του προς τον Τσάρο Νικόλαο.(1)
Ο Οδ. Δημητρακόπουλος,(1) που πρωτοδημοσίευσε την κατάθεση του Γαλάτη στους Αγγλους, την σχολίασε γράφοντας ότι, μέσα από αυτήν,«αντιλαμβανόμεθα ,το πώς γεννιέται ένας απόστολος».

Στην κατάθεσή του στη ρωσσική αστυνομία δίνει τις ακριβείς ημερομηνίες του ταξιδιού του,στην Ρωσσία. Ξεκίνησε από την Κέρκυρα στα τέλη Μαΐου του 1816 για την Κωνσταντινούπολι όπου έφθασε στις 18 Ιουνίου. 17 ημέρες μετά έφυγε για την Οδησσό όπου έφθασε στις 7 Ιουλίου 1816.
Όταν τον ρωτούν στην Πετρούπολη για τον πραγματικό σκοπό του ταξιδιού του απαντά: «Στη Ρωσσία είμαι έτοιμος να το κάμω, αλλά σας παρακαλώ να σημειώσετε σε άλλο χαρτί το τι θα σας πω γιατί δε θα μπορέσω να υπογράψω ότι σας αποκαλύψω γιατί αυτό θα ήταν αντίθετο με τους πιο ιερούς όρκους μου» Το ανυπόγραφο χαρτί του Γαλάτη, ήταν και η θανατική καταδίκη του που εκδόθηκε την Κέρκυρα, γιατί κατέδωσε στην ρωσσική αστυνομία, την ύπαρξη και λειτουργία της μυστικής οργάνωσης που αποφάσισε τη «λύτρωση της Ελλάδας» .
Ο ανακριτής του Γαλάτη ήταν ο Έλληνας στρατηγός Ιωάννης Γογόλης. Το σημείωμα με τις αποκαλύψεις του Γαλάτη θα το έδωσε προσωπικά στον Καποδίστρια, για αυτό λείπει από τον φάκελο της ανάκρισης που βρίσκεται στα ρωσσικά αρχεία.

Από την ανάκριση στην αγία Πετρούπολη , σημειώνουμε ένα από τα συμπεράσματα του ανακριτή όπως το δημοσίευσε ο Γκ.Αρς. «Κάποιος από τους συμπατριώτες του, τον σύστησε σε μερικά πρόσωπα που ανήκαν σε μια μυστική Εταιρία, της οποίας τα μέλη είναι διασκορπισμένα σε όλη την Ελλάδα, και της οποίας σκοπός είναι να ενεργήσει πάση δυνάμει και με κάθε τρόπο που μπορεί να σκεφθεί, ευθύ ή πλάγιο, για να δημιουργήσει εχθρούς στους Τούρκους και να βοηθήσει τους Έλληνες να καταστούν ανεξάρτητοι από την Πύλη. Ο Γαλάτης έγινε δεκτός από αυτήν την Εταιρία και, αφού προηγουμένως έδωσε τους συνήθεις όρκους, ανέλαβε με διαταγή της να ταξιδέψει σε όλη την Ελλάδα και τις γειτονικές επαρχίες. Αφού πέτυχε κατά την παραμονή του στην Ήπειρο να κερδίσει την εμπιστοσύνη του Πασά και να αναπτύξει σχέσεις με τον πρίγκιπα Πιέτρο Τζοάννο Μάρκο Καστρίοτι, απόγονο του Σκεντέρμπεη, και αφού προσέφερε πολλές και εξαίρετες υπηρεσίες στην Εταιρία προήχθη σε ανώτερους βαθμούς Κατά τα λεγόμενα του Γαλάτη αυτή η καταχθόνια Εταιρία είναι η πιο τρομερή από τις υπάρχουσες.»

Ας επιστρέψουμε ομως στην ανάκριση του Γαλάτη στην Αγία Πετρούπολη. Ένα μεγάλο ζήτημα που απασχόλησε τους αστυνομικούς ήταν τα όσα είπε σε μία πόρνη της Πετρούπολης η οποία φέρεναι ότι έδινε πληροφορίες και στην αστυνομία και στην αγγλική πρεσβεία . Το σκάνδαλο του Γαλάτη ήταν τα όσα είπε σε αυτήν και όχι κάτι που είπε μεθυσμένος στην ταβέρνα που καθόταν με τον Περραιβό και τον Αργυρόπουλο. Άλλωστε θα ήταν υπερβολική η σύμπτωση να βρίσκεται στην ίδια ταβέρνα, ο πληροφοριοδότης της αγγλικής πρεσβείας. Άρα όσα είπε στη γυναίκα έφθασαν στους Άγγλους. Ο Καποδίστριας το πληροφορήθηκε από τον Ι. Μάνο και για αυτό επενέβη η αστυνομία της Αγίας Πετρούπολης, ανέκρινε τη γυναίκα και συνέλαβε τον Γαλάτη. Την άποψη αυτή ενισχύει το γεγονός ότι αυτή η «κοινή» γυναίκα απείλησε τον Γαλάτη πως θα τον κατήγγελλε ως ενεχόμενο στην κλοπή δύο βάζων από την αγγλική πρεσβεία. Άρα, θα της είχαν πει να μάθει από τους πελάτες της ,αν ήξεραν κάτι για την κλοπή κι έτσι θα ήξερε την υπόθεση. Η γυναίκα αυτή ,του έκλεψε και τα έγγραφα που είχε μαζί του, και τα οποία είτε τα έδωσε στην αστυνομία είτε της τα κατέσχεσαν. Αλλά ας συνεχίσουμε με την ανάκριση.
Ερώτηση: «Της είπες ότι είσαι μασσόνος;»
Απάντηση: «Με ρώτησε για το δαχτυλίδι που φορούσα και με ρώτησε αν είμαι μασόνος. Της απάντησα καταφατικά. Της είπα ότι στην Εταιρία μας υπήρχαν και γυναίκες. Με ρωτούσε για την Εταιρία μας. Της απαντούσα χωρίς να πω ακριβώς, ότι ήταν του Τάγματος των μασόνων αλλά αφήνοντας περισσότερο να υπονοηθεί ότι ήταν μια άλλη Εταιρία.»
Ο Γογόλης τον ερωτά: «Ποια είναι η Εταιρία στην οποία ανήκει» και Γαλάτης απαντά: «Η Εταιρία στην οποία ανήκω είναι η Ελληνική Εταιρία. Δεν μπορώ να πω το όνομά της εξαιτίας των όρκων που έχω δώσει αλλά το όνομά της βρίσκεται στα χαρτιά που μου κατασχέσατε. Είναι μια Εταιρία εξαπλωμένη στην Ελλάδα και της οποίας υπάρχουν μέλη σε όλες τις άλλες χώρες. Μια Εταιρία πολύ ισχυρή που δεν έχει άλλο σκοπό από την απελευθέρωση της πατρίδος μου από τον τουρκικό ζυγό.»
Ο Γογόλης στη συνέχεια ερωτά ποια είναι τα μέλη της Εταιρίας στην Πετρούπολη και απαντά: «Δεν μπορώ να ονομάσω κανέναν. Ο όρκος μου το απαγορεύει. Δεν ξέρω αν υπάρχουν εδώ, αλλά και αν γνώριζα εδώ κάποια μέλη δε θα σας στο έλεγα. Μετά απ΄ όσα ήδη σας αποκάλυψα δεν είμαι πλέον άξιος να είμαι μέλος της Εταιρίας και ασφαλώς θα βρω το θάνατο.».
Τον ερωτούν για το αν είπε στη γυναίκα-πληροφοριοδότη ότι μεταξύ των Ελλήνων που τον είχε δει να κάνει παρέα, υπήρχε κάποιος που αν του έδινε την εντολή να δολοφονήσει τον Αυτοκράτορα θα το έκανε στη στιγμή. Ο Γαλάτης το αρνήθηκε και είπε ότι βάσει των όρκων του στην Εταιρία ήταν υποχρεωμένος να δολοφονούσε οποιονδήποτε ήταν επικίνδυνος για την Εταιρία και ότι μίλησε γενικά. Πρόσθεσε ότι κάθε μέλος της Εταιρίας θα θυσίαζε όχι μόνο τη ζωή του για το σκοπό της, αλλά και τον πατέρα του και τη μητέρα του και όποιον άλλον ακόμη ήταν εχθρός της. «Της είπα μόνον –προσθέτει- ότι ο Κωνσταντίνος, διπλωματικός ακόλουθος στην αυτού εξοχότητα τον Κόμητα Καποδίστρια, ήταν τόσο πολύ φίλος μου που θα έκανε καθετί που θα του ζητούσα.
Ο Κωνσταντίνος ήταν ο Κωνσταντίνος Καντιώτης, από κερκυραϊκή οικογένεια ευγενών, που πήγε στην Πετρούπολη για να εργαστεί για τον Καποδίστρια. Στους καταλόγους των Φιλικών τον αναφέρουν ως μυηθέντα το 1817 με το ψευδώνυμο Αγαπητός.


Ο Καποδίστριας στο υπόμνημά του τoν Τσάρο Νικόλαο 1826 ανέφερε ότι μελέτησε μαζί με τον Τσάρο Αλέξανδρο τα υλικά που κατέσχε η αστυνομία της αγίας Πετρούπολης από το Γαλάτη και σημειώνει: « η Ρωσία δεν ασκούσε ουδεμία εξουσία επί των ανδρών που αποτελούσαν την μυστική αυτή εταιρία και δεν μπορούσε συνεπώς ούτε να τούς συλλάβει ούτε να τους θέσει υπό παρακολούθηση». Το υπόμνημα του Καποδίστρια δημοσιεύθηκε στα γαλλικά το 1868. Στα ελληνικά δημοσιεύθηκε το 1901 και η πλήρης με υποσημείωσεις έκδοση του έγινε από τον Μιχαήλ Θ. Λάσκαρη.

Είναι απίστευτο, και όμως αληθινό ότι από το 1901, γιατί δεν είναι υποχρεωτικό άπαντες να γνωρίσουν την γαλλικήν, εξακολουθεί να υποστηρίζεται η άποψη ότι ο Γαλάτης ήταν απεσταλμένος, του Σκουφά από την Οδησσό. Αν ήταν όμως, δεν θα έγραφε,« η Ρωσία δεν ασκούσε ουδεμία εξουσία επί των ανδρών που αποτελούσαν την μυστική αυτή εταιρία και δεν μπορούσε συνεπώς ούτε να τούς συλλάβει ούτε να τους θέσει υπό παρακολούθηση», γιατί η Οδησσός ήταν ρωσσικό έδαφος και θα μπορούσε και συλλήψεις να κάνει αλλά και να παρακολουθεί τον Σκουφά και τους φίλους του. Επομένως, η οργάνωση το Γαλάτη ήταν εκτός Ρωσσίας.


Έχουμε μπροστά μας λοιπόν, έναν νέο άνθρωπο 25 χρονών, γεννήθηκε το 1792, έξυπνο και ωραίο, που ανήκει σε μια μυστική Εταιρία, στην οποία κατέχει «ανώτερο βαθμό», και ο οποίος για σχεδόν τρία χρόνια, βρίσκεται σε διαρκή κίνηση, περιοδεύοντας στην Μικρά Ασία, στην Ήπειρο, στην Αττική και στην Πελοπόννησο. Όταν κλείνει ο κύκλος της περιοδείας επιστρέφει στην Κέρκυρα, και από εκεί φεύγει για την Οδησσό φορώντας πάντα μια στρατιωτική στολή, που αλλάζει από τόπο σε τόπο, και που με ευκολία παραπλανά τους ανακριτές του. Έναν άνθρωπο που δεν διστάζει, δεν κομπιάζει και έχει έτοιμη απάντηση σε κάθε ερώτηση.
Η πρώτη αποστολή του στην Ήπειρο, ήταν βασικά χαρτογραφική. Έκανε δηλαδή λεπτομερή αποτύπωση της στρατιωτικής και πολιτικής κατάστασης μετά τον διωγμό των Σουλιωτών και την εξόντωση των μεγάλων αρματολών, αλλά και δημιούργησε δίκτυο επαφών στην αυλή του Αλή, αλλά και στον περίγυρο του. Επειδή ξέρουμε, ότι η προετοιμασία της αποστασίας του Αλή, ήταν ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους, του σχεδιασμού της επανάστασης, αντιλαμβανόμεθα τη σημασία της αποστολής αυτής. Η δεύτερη αποστολή, είχε έναν συγκεκριμένο στόχο, την εξακρίβωση του τι κάνουν οι Άγγλοι με την Εταιρία των Φιλομούσων στην Αθήνα, και ιδίως να εξεταστούν οι Αθηναίοι που μετείχαν, για πιθανή συνεργασία με την Φιλόμουσο εταιρεία του Καποδίστρια. Προφανώς η έκθεση του Γαλάτη, προκάλεσε την επίσκεψη στην Αθήνα του Άνθιμου Γαζή,το 1817. Η παράλληλη περιοδεία στην Πελοπόννησο ήταν και αυτή , όσο μπορούμε να εκτιμήσουμε, χαρτογραφική. Ο Γαλάτης όμως θα μας απασχολήσει και στη συνέχεια.

Ο Διαφωτισμός και το Επαναστατικό Κέντρο.

Η μεγαλύτερη παρερμηνεία που έχει γίνει στην ελληνική ιστορία είναι η διαστρέβλωση της φράσης του Ι. Καποδίστρια «πρέπει πρώτα να μορφώσωμεν Έλληνας και έπειτα να κάμνωμεν Ελλάδα», την οποία κατέγραψε ο Φιλήμονας στο πρώτο του δοκίμιο. Πρώτα απ’ όλα, όταν έλεγε κανείς στα 1800, «να μορφώσωμεν», εφ’ όσον μιλούσε σωστά ελληνικά, δεν εννοούσε ότι καταλαβαίνουμε σήμερα. Εννοούσε να δώσουμε μορφή, αυτό που σήμερα λέμε «να διαμορφώσουμε». Αν ήθελε να μιλήσει για μόρφωση και όχι για μορφοποίηση το 1800, θα έλεγε να «παιδεύσομε», όπως ακριβώς το έλεγε ο Κοραής. Η φράση του Καποδίστρια δεν σήμαινε ότι έπρεπε να προηγηθεί «ο φωτισμός του γένους» και η αναμόρφωση της ελληνικής κοινωνίας ώστε στη συνέχεια να προκύψει αντικειμενικά η εθνική χειραφέτηση με βίαιο ή ειρηνικό τρόπο, όπως πίστευαν ορισμένοι «νεωτεριστές λόγιοι».

Η φράση του Καποδίστρια εξέφραζε αυτό που σήμερα είναι αυτονόητο για τους φοιτητές των κοινωνικών επιστημών. Πρώτα διαμορφώνεται η εθνική συνείδηση επί της οποίας στηρίζεται η εθνική ιδεολογία και η συγκρότηση του έθνους, ώστε να καταλήξουμε στην ίδρυση εθνικού κράτους. «Τα αντικειμενικά αυτά κριτήρια πρέπει να ισχύουν στο έθνος και όχι να δημιουργηθούν μετά την ίδρυση του εθνικού κράτους». (1) Αυτός ήταν ο στόχος της πολιτικής, «πρώτα διαμορφώνουμε Έλληνες», γιατί ο στόχος δεν ήταν η ανατροπή της τουρκικής επικυριαρχίας αλλά δημιουργία εθνικού κράτους των Ελλήνων.

Το Έθνος είναι έννοια με την οποία αυτοπροσδιορίζεται το άτομο, γι’αυτό πρέπει πρώτα να διαμορφωθεί η εθνική συνείδηση ώστε μετά να προκύψει το Έθνος. Το καθήκον των μεγαλοιδεατών της Κέρκυρας επομένως ήταν να συμβάλουν πρώτα απ’ όλα στο να διαμορφωθεί η συνείδηση του Έλληνος.

Η διαδικασία σχηματισμού εθνικής συνείδησης μπορεί να ακολουθήσει διάφορους δρόμους, αλλά ο πιο σύντομος και αποτελεσματικός τρόπος, είναι το σχολείο, η εκπαιδευτική διαδικασία.
Μπορεί βέβαια, κανείς να ισχυριστεί ότι η διδασκαλία της «εθνικής ιδεολογίας» στο τέλος του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, και η σύσταση «νεωτεριστικών σχολείων», που φύτρωναν σαν μανιτάρια στον ελληνικό χώρο, ήταν αποτέλεσμα μεμονωμένων ενεργειών των «νεοελλήνων διαφωτιστών», αλλά το ίδιο πιθανό είναι να υπήρξε μια κεντρική πολιτική κατεύθυνση προς αυτόν το στόχο.

Επειδή όμως, η ιστορική έρευνα δεν έχει διακρίνει ένα διαφορετικό ελληνικό πολιτικό κέντρο, πέραν της εκκλησίας και των φαναριωτών», το ζήτημα επαφίεται από πολλούς στην επενέργεια των «φυσικών δυνάμεων» (βλ. Φιλήμων) και στην θεία βούληση. Ο Χ.Γ.Πατρινέλης (Φαναριώτες πριν από το 1821 ) αναφέρει ότι, « η ιδέα του έθνους εμφανίστηκε στην κάθ’ ημάς Ανατολή γύρω στο 1800 και βρήκε εντελώς αντίθετους και τους Φαναριώτες και την εκκλησία» .
Η διαπίστωση αυτή μας οδηγεί στην ανάγκη αναζήτησης ενός «κέντρου» από το οποίο ξεκίνησε δυναμική διάδοση της πολιτικής ιδέας ελληνικού εθνικισμού, του προσδιορισμού δηλαδή του «γένους» της εκκλησίας, ως Γένους των Ελλήνων .

Η απόφαση για την καλλιέργεια της εθνικής συνείδησης είτε προήλθε από έναν είτε από μια ομάδα , ήταν πολιτική ενεργεία. Το γεγονός ,ότι προωθήθηκε με συστηματικό τρόπο, δείχνει ήταν απόφαση ομάδας και όχι ατόμου.

Δεν εμφανίστηκαν άλλωστε τυχαία, ως μέλη της Εταιρίας των Φιλικών από πολύ νωρίς, το 1817, οι κορυφαίοι ριζοσπάστες δάσκαλοι του Έθνους. όπως ο Νεόφυτος Βάμβας, ο Γεώργιος Γεννάδιος, ο Ιωάννης Μακρής, ο Θεόφιλος Καϊρης, ο Ανθμος Γαζής και οι νεότεροι Γ. Λασσάνης, Πέτρος Ηπίτης, Νικόλαος Πίκκολος κλπ. Οι δάσκαλοι αυτοί παρήγαγαν από τα σχολεία τους Έλληνες και δασκάλους Ελλήνων. Το γεγονός, ότι οι περισσότεροι πέρασαν από την Ακαδημία του Βουκουρεστίου δείχνει ότι εκεί στήθηκε το πρώτο «εργοστάσιο παραγωγής Ελλήνων».
Η πολιτική αυτή υιοθετήθηκε και στην Ιόνιο Πολιτεία όπως μας βεβαιώνει η απόφαση του Ι. Καποδίστρια να καταστεί υποχρεωτική η εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας.

«Εργοστάσια» αλλά και «βιοτεχνίες» παραγωγής εθνικής συνείδησης, δημιουργήθηκαν τόσο στον ελληνικό χώρο όσο και στην διασπορά. Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό. Από τα πρωτόγονα εκκλησιαστικά σχολεία περάσαμε στη σχολή του Βουκουρεστίου, στα γυμνάσια της Χίου, της Σμύρνης, των Κυδωνιών, στα σχολεία των Αθηνών, των Ιωαννίνων, της Δημητσάνης κλπ.

Μέσα στα «ιδεολογικά εργοστάσια», άρχισε η διαδικασία «Ελληνοποιήσης» των Ρωμιών, και όσο πλησιάζουμε στην επανάσταση εμφανίζονται πολλαπλασιαστικά φαινόμενα στις ελληνικές κοινότητες ώστε οι νέοι Έλληνες να απορρίπτουν τα ιουδαϊκά (χριστιανικά) ονόματα και να μετονομάζονται μόνοι τους προσλαμβάνοντας ένδοξα ιστορικά ονόματα, όπως Αλέξανδρος, Επαμεινώνδας, Πελοπίδας, Πλάτων, Σωκράτης. Λυκούργος κλπ.


Έχει σωθεί ένα γράμμα του 1817 του δασκάλου στον Πύργο της Ηλείας που είχε ονομάσει τον εαυτό του, με αρχαιοελληνικό τρόπο, «Λυκούργος Κρεστενίτης», με την οποία παραπονιέται πρός άλλον μορφωμένο, για το ότι «ακούει τις, και τους αχθοφόρους Σωκράτας καλουμένους».

Η δυσφορία του διανοούμενου Λυκούργου , γιατί «χαραμιζόταν» το όνομα του Σωκράτη από τους αχθοφόρους , μας πληροφορεί για την έκταση και την ένταση της διάδοσης της εθνικής συνείδησης μέσα απ’ τα σχολεία στον υπόδουλο ελληνισμό .

Εις τις Κυδωνίες, το 1817, οι μαθητές του σχολείου έλαβαν την ακόλουθη απόφαση: «θα ομιλούμε πλέον αρχαία ελληνικά και έκαστος θα υπογράφη με δύο ονόματα: εκείνον που είχε πριν και εκείνον που λαμβάνει τώρα, π.χ. Τζάνος-Επαμεινώνδας».

Η πρωταρχική πολιτική ιδέα αναγέννησης ενός ελληνικού εθνικού κράτους, θεμελιώθηκε πάνω σε αυτήν την αναγέννηση του ελληνικού πνεύματος που προσυπέγραψαν οι μαθητές του Γυμνασίου στις Κυδωνίες, και στους αγράμματους αχθοφόρους .

Στο πλαίσιο αυτού του επαναστατικού στόχου, όλοι οι δάσκαλοι ήταν χρήσιμοι, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι όλοι οι δάσκαλοι ήσαν επαναστάτες. Και με αυτόν τον τρόπο πρέπει να κρίνουμε τους «δασκάλους του Γένους».

Οι επαναστάτες δάσκαλοι, συμμετείχαν πλήρως στον επαναστατικό – συνωμοτικό μηχανισμό και ήταν στελέχη του μηχανισμού διαφώτισης και προπαγάνδας.

Είναι απόλυτα αποδεικτική για την κατάσταση που περιγράφουμε η επιστολή (μήνυμα) ,που έγραψε από την Οδησσό ο δάσκαλος του Γένους, Ιωάννης Μακρής στις 24η Φεβρουαρίου 1821, στον σύντροφο φιλικό, Νικόλαο Πίκκολο που ήταν στο Παρίσι, με την οποία ανήγγελλε την έναρξη της επανάστασης. «Τη χαρούμενη είδηση που σας στέλνω πρέπει να τη γράψω και να τη φωνάξω σε πολλά μέρη. Χαρήτε. Η σημαία της λευτεριάς μας κυματίζει. Οι καλοί και ανδρείοι στρατηλάτες μας, ο πρίγκιπας Αλέξανδρος Υψηλάντης, με τον αδερφό του, ο πρίγκιπας Κατακουζηνός και άλλοι δίνουν διαταγές πια στα ανδρεία στρατεύματά τους στη Μολδοβλαχία και θα περάσουν γρήγορα τον Δούναβη. Οι Σέρβοι βρίσκονται υπό τα όπλα. Η Πελοπόννησος ίσως αυτή τη στιγμή να μη λερώνεται πια από τα πόδια του τυράννου. Λοιπόν, αδέλφια μου και φίλοι μου, μη διστάζετε πια τρέξτε με ενθουσιασμό να πάρετε μέρος στη δόξα και να ονομαστείτε απελευθερωτές της πατρίδος. Τα σχέδιά μας έχουν γερή βάση και κανείς δεν πιστεύει ότι είναι μια παράτολμη επιχείρηση απερίσκεπτων ανθρώπων.»

Το ελληνικό έθνος και το Πατριαρχείο.

Η ιδέα της συνέχειας που ελληνικού έθνους, από την αρχαιότητα, εκφράστηκε πρώτα, από τον Πλήθωνα Γεμιστό, και ήταν προϊόν της πολιτικής λογικής που δημιουργήθηκε από τα ανεξάρτητα ελληνικά κράτη στον Μυστρά και την Αρτα. Ηταν δηλαδή αποτέλεσμα της διαδικασίας κατάρρευσης της « Βυζαντινης ιδεολογίας ».
Η κατάρρευσή του εν θεώ βασιλιά, και της θεοκρατούμενης αυτοκρατορίας κλόνιζε και τα δύο πόδια στα οποία στηρίζονταν το πολιτικό οικοδόμημα της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Το παλάτι και το πατριαρχείο. Τα ανεξάρτητα κράτη και ο Πλήθων ήσαν σκέλη τις ίδιας εξίσωσης. Το πατριαρχείο για να αποφύγει να το συμπαρασύρει στην πτώση του ο Ρωμαίος βασιλιάς συμμάχησε με τον Τούρκο σουλτάνο.
Οι φυγόπονοι, οι φυγόστρατοι, οι θηλυπρεπείς , οι «στρατιώτες» του θεού απέκτησαν έτσι νέα υψηλή προστασία. Αλήθεια πόσους παπάδες έσφαξαν στην άλωση;

Η θεοκρατία αντέδρασε αμέσως στην αναγέννηση του ελληνισμού και το 1819 το Πατριαρχείο κατεδίκασε, και απαγόρευσε να δίνουν οι γονείς και οι ιερείς αρχαιοελληνικά ονόματα στα παιδιά. Λίγο μετά το κίνημα του Υψηλάντη πραγματοποιήθηκε στις 20 Μαρτίου 1821 πατριαρχική σύνοδος «περί καθαιρέσεως των φιλοσοφικών µαθηµάτων ».
«Οι συντηρητικές δυνάμεις της Κωνσταντινούπολης βρήκαν την ευκαιρία να επιτεθούν µε δριμύτητα εναντίον των προοδευτικών λογίων και να τους καταδικάσουν. Αυτή η επίθεση, βέβαια, δεν ήταν κάτι καινούριο, αλλά αποτελούσε συνέχεια των προεπαναστατικών ιδεολογικών συγκρούσεων, οι οποίες είχαν ιδιαίτερα οξυνθεί τα δύο τελευταία χρόνια. Το καινούριο στοιχείο ήταν η τεταμένη και επικίνδυνη συγκυρία για τους οπαδούς των προοδευτικών ιδεών. Επικίνδυνη συγκυρία για τον επιπλέον λόγο, ότι οι προοδευτικοί λόγιοι κατηγορούνταν ως βασικοί υπαίτιοι της αποστασίας.Η συζήτηση στην εν λόγω σύνοδο έγινε μέσα σε ένα εξαιρετικά οξύ κλίμα και η απόφαση που πάρθηκε ήταν να κλείσουν τα προοδευτικά σχολεία και να απομακρυνθούν οι δάσκαλοί τους.»(1)

Η «έκτακτη» σύνοδος είχε, ως στόχο την εξουδετέρωση των
εστιών εκείνων, που ήταν συνυπεύθυνες για το ξέσπασμα της Επανάστασης και ταυτόχρονα ήθελε να στείλει στους Οθωμανούς «αδελφούς» το μήνυμα ότι το πατριαρχείο δεν κάλυπτε κανέναν.

Το επαναστατικό μανιφέστο.

Η επαναστατική ιδεολογία αποτυπώθηκε σε δύο μανιφέστα, τα οποία εκδόθηκαν το 1806, και τα δύο ανώνυμα. Το ένα ήταν η Ελληνική Νομαρχία, το εγκόλπιο των Φιλικών, όπως αναφέρει ο Τάσος Ζουρνάς, και οι «Ρωσσογάλλοι» με το οποίο γινόταν κριτική στα δύο κύρια πολιτικά ρεύματα στην Επτάνησο, τους οπαδούς της Γαλλικής Επανάστασης και της ρωσσικής προστασίας.

Ο όρος Γένος στην αρχαιότητα σήμαινε την καταγωγή, τη γραμμή του αίματος. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε από το Πατριαρχείο για να εκφράσει το «γένος των ορθοδόξων», των γνήσιων παιδιών δηλαδή του Θεού. Η Μεγάλη του Γένους Σχολή δεν σήμαινε την σχολή του γένους των Ελλήνων αλλά των ορθοδόξων.

Η ελληνική Αναγέννηση κράτησε τον ίδιο όρο και δε χρησιμοποίησε τους όρους έθνος ή λαός, και τον διεύρυνε ή τον στένεψε, εξαρτάται από ποια πλευρά το βλέπει κανείς, δίνοντας του τη σημασία το Γένος των Ελλήνων που ήταν ορθόδοξα αδέλφια εν Χριστώ.
Έτσι στο δεσμό της πίστης προστέθηκε «το αίμα» δηλαδή η κοινή καταγωγή από τους λαμπρούς αρχαίους Έλληνες, και η κοινή γλώσσα που δεν ήταν πια η γλώσσα της Εκκλησίας αλλά η γλώσσα των Ελλήνων.

Η επανάσταση του 1821 ήταν κίνημα των Ελλήνων. Βέβαια οι «Έλληνες» ήσαν υποσύνολο του ορθόδοξου πληθυσμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που μετριόταν σε εκατομμύρια.

Η άρχουσα «υπόδουλη» τάξη του Γένους, απέρριψε την εθνικιστή ιδεολογία γιατί καταργούσε το Γένος των Ρωμαίων/χριστιανών, καταργούσε την ενότητα εντός της Εκκλησίας και ματαίωνε την πιθανότητα ανασύστασης της χριστιανικής αυτοκρατορίας στην Ανατολή.
Αυτό όμως ήταν εντελώς λάθος γιατί σκοπός της εθνικής-επαναστατικής κίνησης ήταν η αφαίρεση της εξουσίας εντός της αυτοκρατορίας από τους Τούρκους και η ανάληψή από τους Έλληνες.

Ο άνθρωπος κλειδί.

Ο Ιωάννης Παπαρηγόπουλος ήταν Κυκλαδίτης, από τη Νάξο. Ανήκε στο μηχανισμό του Καποδίστρια, αφού ήταν διερμηνέας στο ρωσσικό προξενείο της Πάτρας. Εκεί τον συνάντησε η Εταιρία των Φιλικών. Ο προϊστάμενός του Βλασόπουλος τον έχρισε «Απόστολο» προς τον Αλή Πασά. Με πρόσχημα την προστασία των συμφερόντων Ρώσσων υπηκόων, ταξίδεψε επενειλημένα στα Ιωάννινα και στις συναντήσεις του με τον Αλή υπέθαλπε με τέχνη τα φιλόδοξα σχέδια εκείνου, περί πλήρους ανεξαρτησίας (1 Πρωτοψάλτης) και περί κατακτήσεως όλης της ευρωπαϊκής Τουρκίας. Όταν ο «πονηρός» Αλής προσπαθούσε να διακριβώσει από τον «Ρώσσο διπλωμάτη» τις πιθανές διαθέσεις της Ρωσσίας αυτός του εξέφραζε τη βεβαιότητα πως η Ρωσσία θα έσπευδε να επωφεληθεί από την ευκαιρία που θα της έδινε το κίνημά του.
Το Πάσχα του 1819 τον βρίσκουμε στην Κέρκυρα. Είναι ένας από τους επιλεγμένους συνομιλητές που συνάντησε ο Καποδίστριας, και του ανέθεσε να μεταφέρει επιστολές στη ρωσσική πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη. Στην Κέρκυρα πήρε και τις οδηγίες του για τον περαιτέρω χειρισμό του Πασά των Ιωαννίνων. Ο Παπαρηγόπουλος πήγε στην Κωνσταντινούπολη τον Απρίλιο και γύρισε στην Πάτρα το Μάιο του 1819. Τον Ιανουάριο του 1820 τον εκάλεσε ο Αλής να συναντηθούν στην Πρέβεζα όπου και του ανέθεσε αποστολή στην Αγία Πετρούπολη για να εξασφαλίσει ρωσσική βοήθεια εν όψει της επερχόμενης σύγκρουσης του με τον Σουλτάνο. Ο Παπαρηγόπουλος ενημέρωσε για την αποστολή του τον Π.Π. Γερμανό, που αγωνιούσε όπως και οι άλλοι πρόκριτοι της Αχαΐας για το αν οι υποσχέσεις του Παπαφλέσσα για ρωσσική βοήθεια ήταν πραγματικές, και κατόρθωσε να αναλάβει εκ μέρους των «αριστοκρατών» της Πελοποννήσου διερευνητική αποστολή προς τον Καποδίστρια.
Ο Παπαρηγόπουλος πήγε πρώτα στην Κωνσταντινούπολη και ακολούθως συνάντησε τον Υψηλάντη και μετά πήγε στη Βαρσοβία όπου συναντήθηκε με τον Καποδίστρια, στον οποίο μετέφερε επιστολές από την ρωσσική πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη. Επέστεψε στην Οδησσό τον Αύγουστο του 1820 και συνάντησε κα πάλι τον Υψηλάντη τον οποίο προσπάθησε να πείσει με επιχειρήματα και τρικ να εγκαταλείψει το σχέδιό του να αρχίσει την επανάσταση από την Πελοπόννησο και να στραφεί προς την Δακία. Ήταν ένας από τους ελάχιστους έμπιστους αγγελιοφόρους που κινήθηκαν μεταξύ Υψηλάντη και Καποδίστρια.
Από την Οδησσό πέρασε από την Κωνσταντινούπολη όπου ενημέρωσε τους ανθρώπους του Αλή για την επιτυχία της αποστολής του, ότι εξασφάλισε δηλαδή τη ρωσσική βοήθεια δίνοντας μάλιστα και δικές του επιστολές. Όταν γύρισε στην Πελοπόννησο ενημέρωσε τους προκρίτους για την ρωσσική υποστήριξη στην επανάσταση.
Ο ίδιος ο Παπαρηγόπουλος υπέβαλε στις 28 Μαΐου 1872 αναφορά προς την Επιτροπή των θυσιών του αγώνος στην οποία αναφέρει: «Άρχισα από το 1816, και εις τα 1820 μπόρεσα να πείσω τον Ααλή Πασά να επαναστατήσει. Ότι αυτό ήταν δικό μου έργο φαίνεται από τα δοκίμια του Κολοκοτρώνη και του Ζαΐμη που γράφουν ότι τρία πράγματα έσωσαν την Ελλάδα. Ο θάνατος του Ααλή Πασά, το ότι η επανάσταση δεν άρχισε από την Πελοπόννησο και η μεγάλη δραστηριότητα του Παπαρηγόπουλου. Φαίνεται και από την έκθεση του Κώνστα Βότζαρη, εις τον οποίο είπε ο Ααλή Πασάς, όταν διελύθη η επανάστασις του Υψηλάντη και η Ρωσσία δεν εκήρυξε τον πόλεμο: «Αχ μωρέ, κανένας δε με εγέλασε παρά εκείνο το Παπαρηγόπουλο και θα μου τρώγει το κεφάλι». Το ότι η επανάστασις δεν άρχισε στην Πελοπόννησο τον Σεπτέμβριο του 1820 όπως ήταν το σχέδιο του Υψηλάντη, ενώ όλα ήταν απροετοίμαστα και όλη η τουρκική δύναμη θα έπεφτε εκεί και θα έκανε μεγάλο κακό το επρόλαβα εγώ ως πληρεξούσιος των αρχιερέων και των προεστώτων. Μετά τη συνάντηση με τον Καποδίστρια στην Πετρούπολη αναχώρησα για τη Οδησσό όπου συναντήθηκα με τον Υψηλάντη και με πολύ κόπο κατάφερα να τον πείσω να αλλάξει το σχέδιό του.

Ένας Προξενικός πράκτορας

Ένας από τους πιο σημαντικούς ανθρώπους του μηχανισμού του Καποδίστρια ήταν ο Γεώργιος Λεβέντης, διευθυντής του ρωσσικού προξενείου στο Ιάσιο, υπό τον Πίνι, ο οποίος ανέλαβε την προστασία το Γαλάτη, και που μυήθηκε στη συνέχεια από αυτόν, στη μυστική εταιρία.
Ο Λεβέντης, στα ημιτελή απομνημονεύματά του, ισχυρίστηκε ότι ήταν δική του ιδέα και πρωτοβουλία, η προσπάθεια διάδοσης μεταξύ των Βουλγάρων και των Σέρβων, της επανάστασης. Για να πετύχει στην αποστολή του κατήχησε το 1817 τον Μαυροβούνιο καπετάνιο Veljko (Βέλκο), που υπηρετούσε στη φρουρά της Μολδαβίας και τον έστειλε μαζί με τον Γιώργο Ολύμπιο, που ήταν ήδη μέλος της εταιρίας, να διερευνήσουν τις διαθέσεις του ηγέτη της πρώτης Σερβικής Επανάστασης, Γκεόργιε Πέτροβιτς, γνωστότερου ως Καραγκεώργκιε (Καραγιώργης)(1), ο οποίος ζούσε πρόσφυγας, στο Χότιν της Βεσσαραβίας από το 1813, υπό την ρωσική προστασία, σε έναν τρόπο τινά περιορισμό μη δικαιούμενος να μετακινείται ελεύθερα .

Η ευαίσθητη μυστική επιχείρηση «Καραγιώργης» καταγράφηκε από τον Λεβέντη στα ημιτελή απομνημονεύματά του, και από τον Φιλήμονα, που προφανώς είχε υπόψη του το κείμενο.
Ο Λεβέντης λοιπόν, συνεννοήθηκε με τον Γεώργιο Νικολάου Ολύμπιο, που γνωριζόταν με τον Καραγιώργη από την εποχή της Σέρβικης Επανάστασης, και τον έστειλε τον συναντήσει και να του μεταφέρει την πρόταση «να επιστρέψει στη Σερβία, να αναλάβει τα ηνία του τόπου και να προετοιμάσει την μελετώμενη επανάσταση, που θα ξέσπαγε ταυτόχρονα στην Ελλάδα και τη Σερβία».
Ο Καραγιώργης απεδέχθη την πρόταση. Η επόμενη φάση ήταν να συναντηθεί πρόσωπο με πρόσωπο, με τον «επίσημο άνθρωπο », στο Ιάσιο.
Είναι πολύ λογικό να υποθέσουμε, ότι και ο Καραγιώργης αντελήφθη, ότι αντιλαμβάνοντο και όλοι οι Έλληνες που εμυούντο στην επανάσταση. Ότι δηλαδή, πίσω από την «υπόθεση», βρισκόταν ο Τσάρος. Αυτό τουλάχιστον, θα πίστευε ο «μπράτιμος» του, Γεώργιος από τον Όλυμπο, που τον έπεισε.
Ο Λεβέντης, οργάνωσε νύχτα την μυστική μεταφορά του Καραγιώργη από το ρωσσικό έδαφος, όπου ευρίσκετο, στο Ιάσιο, εξασφαλίζοντας την «μειωμένη προσοχή», των ρώσσων μεθοριακών φρουρών.
Τον οδήγησαν στο κλειστό εξοχικό σπίτι του παλαιού ηγεμόνα Κωνσταντίνου Υψηλάντη , που βρισκόταν μέσα στο κτήμα του λίγο έξω από το Ιάσιο. Ο φρουρός της κατοικίας, που ήταν Βούλγαρος, είχε ήδη γίνει μέλος των Φιλικών ως αδελφοποιητός. Οι 60 στρατιώτες σερβικής καταγωγής στο Ιάσιο ενημερώθηκαν για την παρουσία του αρχηγού τους από τον καπεταν-Βέλικο. Ο Καραγιώργης έμεινε στο Ιάσιο 4 μέρες και στο διάστημα αυτό είχε 3 νυχτερινές συναντήσεις με τον Λεβέντη.
Στην πρώτη συνάντηση ο Λεβέντης παρόντος του Ολύμπιου τον κατήχησε στην Εταιρία.
Στη δεύτερη συνάντηση του εξήγησε το σχέδιο δράσης, και του είπε ότι, όταν πάρει την εξουσία στη Σερβία, η Πόρτα θα ταραχτεί και θα υποθέσει ότι η έξοδός του από τη Ρωσσία, ήταν ρωσσικός ελιγμός για να βρει ευκαιρία να κηρύξει τον πόλεμο κατά της Τουρκίας. «Γι΄ αυτό ,είπε ο Λεβέντης στον Καρατζώρτζε, η Πόρτα για να αποφύγει τα μεγαλύτερα κακά είναι πιθανόν να σου προτείνει την ηγεμονία. Σ’ αυτή την περίπτωση είναι καλόν να δεχθείς, λαμβάνοντας προφυλακτικά μέτρα πάντα και να δείξεις και κάποια αφοσίωση προς την Πόρτα. Οι πρώτες πράξεις σου πρέπει να είναι η ίδρυση σερβικών και ελληνικών σχολείων. Πρέπει επίσης να προετοιμάσεις την παραγωγή τουφεκιών και κανονιών που θα χρησιμοποιηθούν εν καιρώ.» (1). Σε αυτή τη δεύτερη συνάντηση ο Λεβέντης παρουσίασε και τον Γαλάτη στον Καραγιώργη.»
Η μετακίνηση του Καραγιώργη ως τη Σερβία έγινε ως εξής. Ο Λεβέντης χορήγησε σε αυτόν και στον Βλάχο (Τσίντσαρο) γραμματέα του, Ναούμ, ρωσσικά διαβατήρια για να μεταβούν προς θεραπεία σε μια «μπάνια» της Σερβίας. Έδωσε εντολή στον ευρισκόμενο στο Ιάσιο, Μιχαήλ Λεονάρδο, ο οποίος επίσης ήταν της επιρροής του, αφού του είχε χορηγήσει ρωσσικό διαβατήριο, να μισθώσει μια μεγάλη κλειστή άμαξα «μπρασοβάνικη» ώστε να χωρέσει ξαπλωμένος ο θεόρατος, ασθενών, Καραγιώργης και έτσι να περάσει από τα αυστριακά σύνορα. Ο Λεονάρδος ταξίδευε ως έμπορος, και μαζί τους ήταν ο Ολύμπιος που και αυτός είχε ρωσσικό διαβατήριο. Ταξίδεψαν μέσα από την Βουκοβίνα, την Τρανσυλβανία και το Μπάνατ και χωρίς να τους υποπτευθεί η αυστριακή αστυνομία έφθασαν στο Σμεντέρεβο, όπου και παρέδωσαν τον Καραγιώργη στο φίλο και κουμπάρο του, Βόιτσα.

Οι Επαγγελματίες

Στις 23 Μαρτίου 1819 ένας Γερμανός φοιτητής σκότωσε τον θεατρικό συγγραφέα και σκηνοθέτη Κότζεμπι ,που ήταν φίλος του Γκαίτε, επειδή ανέπτυσσε δραστηριότητα κατά του εθνικιστικού ρεύματος που αναπτυσσόταν στα γερμανικά πανεπιστήμια.
Ο ρόλος αυτός του είχε ανατεθεί από τη Ρωσσία. Ο Κότζεμπι ήταν Ρώσσος πράκτορας.
Οι Ρώσσοι δεν ήθελαν την ενοποίηση της Γερμανίας γιατί έτσι η Πρωσία θα γινόταν πιθανός αντίπαλος ,από σύμμαχος και ουσιαστικά δορυφόρος της Ρωσσικής Αυλής.

Λίγο καιρό πριν ,στα 1818. ο Καποδίστριας είχε θέσει σε κυκλοφορία στη Δρέσδη, ένα φυλλάδιο που το είχε γράψει και το υπέγραφε ο στενός συνεργάτης του Στούρτζας, που φυσικά το είχε εγκρίνει και ο Τσάρος, και με το οποίο καταδικάζονταν τα εθνικιστικά κηρύγματα του Φίχτε που είχαν βρει μεγάλη απήχηση στους 13.000 φοιτητές των 21 γερμανικών πανεπιστημίων. Ο Στούρτζας στάλθηκε στη Δρέσδη, από τον Καποδίστρια, μετά το συνέδριο του Άαχεν, ως « σταθμάρχης», για να συντονίζει τις εκεί ρωσσικές ενέργειες. Οι γερμανικές εφημερίδες της τότε εποχής έγραφαν μετά τον φόνο του Κότζεμπι, ότι ενεργούσε σε συνεργασία με τον Στούρτζα. Ο τελευταίος μόλις έμαθε ότι υπήρχε απόφαση και για τη δική του εκτέλεση έφυγε γρήγορα πίσω στη Ρωσσία.
Αυτό το σκάνδαλο κατασκοπείας, του 19ου αιώνα, μας επιβεβαιώνει ότι ο Καποδίστριας δεν ήταν μόνο διπλωμάτης αλλά ταυτόχρονα και επικεφαλής της τσαρικής υπηρεσίας πληροφοριών. Της αυτοκρατορικής κατασκοπίας. Αυτό βέβαια δεν είναι σημερινή ανακάλυψη . Τον 19ο αιώνα η κατασκοπία και η αντικατασκοπία ήταν εξάρτημα της διπλωματικής υπηρεσίας. Έχουμε μάθει με αντανακλαστικό τρόπο θα έλεγα να διακρίνουμε τους πράκτορες των Άγγλων ή των Αυστριακών στα δραματικά γεγονότα της ελληνικής επανάστασης, αλλά δεν έχουμε περιλάβει στις οι ιστορικές παραμέτρους της επανάστασης ότι πράκτορες είχαν και οι Ρώσσοι, πολλοί από τους οποίους ήταν Έλληνες και τους οποίους διηύθυνε και συντόνιζε μάλιστα ο Καποδίστριας.

Αρκετά πριν αναγνωρισθούν οι διπλωματικές του ικανότητες , ο Καποδίστριας είχε καταξιωθεί στην συλλογή πληροφοριών. Οι πρώτες μεγάλες επιτυχίες του, που τον βοηθήσαν να ανέβει στη ρωσσική ιεραρχία ήταν στον τομέα τα κατασκοπίας. Το δίκτυο συλλογής πληροφοριών που ο Καποδίστριας άρχισε να «στρώνει» από το Βουκουρέστι το 1813 μέσα από το διπλωματικό γραφείο της στρατιάς του Δούναβη με τον διορισμό «πολλών προξενικών πρακτόρων», και το οποίο συνέχισε να λειτουργεί και όταν η στρατιά στράφηκε κατά του Ναπολέοντα ,παρείχε τη βάση των εκθέσεων που συνέτασσε ο Καποδίστριας, και οι οποίες του εξασφάλισαν την προσοχή του Τσάρου. Ο ίδιος στο υπόμνημά του( 1) προς τον Τσάρο Νικόλαο αναφέρει: « Οι ομόδοξοι της Ρωσσίας εν τη Ανατολή εβεβαιώθησαν επίσης περί της και έν τω μέλλοντι αναλλοιώτου, Ρωσσικής προστασίας, διά του διορισμού πολλών προξενικών πρακτόρων, οίτινες απεστάλησαν άνευ αναβολής εκ του αρχηγείου του στρατού του Δουνάβεως, ως και δια των οδηγιών αίτινες εδόθησαν εις τους πράκτορας τούτους». Όλες αυτές οι ενέργειες αναφέρθηκαν από τον Τσιτσαγκόφ στον Αυτοκράτορα ο οποίος εκφράζοντας την επιδοκιμασία του, έγραφε ο Καποδίστριας, του απένειμε τον βαθμό του conseiller d’ etat actuel.

Η πρώτη τοποθέτηση του Καποδίστρια τη Βιέννη, ως υπεράριθμου ακολούθου, όπως είδαμε εκτιμήθηκε από τους Αυστριακούς σαν κατασκοπευτικού χαρακτήρα, ενώ και η μεγάλη «διπλωματική» του αποστολή στην Ελβετία, του ανατέθηκε , ακριβώς επειδή είχε αποδειχθεί καλός κατάσκοπος και όχι επειδή είχε καταξιωθεί σαν διπλωμάτης στον πόλεμο. Εισήλθε μάλιστα στην Ελβετία σαν μυστικός πράκτορας, με ψευδώνυμο. Την διπλωματική του ικανότητα την απέδειξε αργότερα, όταν άρχισε το συνέδριο της Βιέννης. Αυτός ο συνδυασμός έκανε τον Τσάρο να τον θεωρήσει ως ,«τον δικό του Μέτερνιχ», ώστε να του αναθέσει την ταυτόχρονη διεύθυνση της ρωσσικής εξωτερικής πολιτικής και της ρωσσικής κατασκοπίας και αντικατασκοπίας.
Διαπιστώνουμε λοιπόν, ότι οι αναφορές για την εξωτερική ασφάλεια της αυτοκρατορίας , από το δίκτυο των «πρακτόρων», έφθαναν στον Καποδίστρια, καθώς και οι εκθέσεις της αστυνομίας για την δραστηριότητα των ξένων διπλωματικών αποστολών και των ξένων υπηκόων . Επομένως ήταν εντός των πλαισίων των υπηρεσιακών καθηκόντων του να ενημερώνει τον Τσάρο για τις κινήσεις της ομάδας της Οδησσού.

Κεφάλαιο 2.Η Αποκάλυψη του Ιωάννη (Φιλήμονα)

(c)Σπύρος Χατζάρας.

Πρωί, λίγο πριν τις 6, χαράματα στο Ναύπλιο. Κυριακή.
Ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας, διασχίζει, μέσα στο σκοτάδι, όπως κάθε Κυριακή από τότε πού πάτησε την απελευθερωμένη ελληνική γη , το στενό δρομάκι που οδηγεί στον Άγιο Σπυρίδωνα, την εκκλησία του.
Είναι 27 Σεπτεμβρίου με το παλιό ημερολόγιο. Μαζί του περπατούν δύο σωματοφύλακες. Μια γριούλα που έχει ξυπνήσει νωρίς, τον «χαζεύει» απ' το παράθυρο της .Μέσα στην εκκλησία, πέντε έξι ενορίτες και ο Παπάς περιμένουν κι αυτοί τον Κυβερνήτη, για να αρχίσει ο Όρθρος. Έξω , στον δρόμο, στέκονται δύο Μαυρομιχάλαιοι, ένας ξερακιανός και δύο τρεις άλλοι. Ξαφνικά, ακούγονται πυροβολισμοί. Ο κυβερνήτης σωριάζεται νεκρός. Το ρολόι της Ελλάδας σταματάει εκεί. Λίγο πριν τις 6 το πρωί ,στις 27 Σεπτεμβρίου /9 Οκτωβρίου 1831.

Μια από τις εφημερίδες που χρηματοδοτούσε η ετερόκλητη παράταξη των ανθρώπων της Αγγλίας και των
« αριστοκρατών» της τουρκοκρατίας, ο «Απόλλων», που την έγραφε ο Πολυζωίδης και τυπωνόταν στο άντρο των
«συνταγματικών», την Ύδρα, έγραφε δύο μέρες μετά:
« Έπεσεν το τέρας της τυραννίας, έπεσεν ο τύραννος. Έπεσε θύμα της ακραιφνούς φιλοπατρίας νέων Αρμοδίων και νέων Αριστογειτόνων, νέων Βρούτων και νέων Κασίων». (1)Λίγο μετά τη δολοφονία , αφού το έργο επετεύχθη, ο Απόλλων ανέστειλε την η κυκλοφορία του, «ίσως γιατί ο μόνος λόγος ύπαρξης και χρηματοδότησης του ήταν η πρόκληση εσωτερικής αστάθειας »(2) ,ίσως και γιατί το νέο καθεστώς χρειαζόταν τον Πολυζωίδη για να πιάσει δουλειά στα δικαστήρια.

Ο Αλέξανδρος Σούτζος(3) (Σούτσος), της γνωστής τουρκοβυζαντινής οικογένειας της Κωνσταντινουπόλεως ,στις 30 Σεπτεμβρίου δημοσίευσε στην ίδια εφημερίδα τον μονόλογο, του «Τυραννοκτόνου Μαυρομιχάλη», ενώ ο αδελφός του Παναγιώτης χαρακτήριζε τη δολοφονία «δεύτερη επανάσταση». Ο σοφός γέρων Κοραής στο Παρίσι, εξέφραζε αγαλλίαση , επειδή ο Καποδίστριας ήθελε, «να φθείρη τα ήθη του έθνους και να το καταστήσει αληθώς άξιον δουλείας σβένων εις τις ψυχές των πολιτών, τον έρωτα της ελευθερίας»,αλλά, διαφωνούσε με τους διθυράμβους, περί των νέων «Αριστογειτόνων», σημειώνοντας ότι, « ο φόνος, αν και ελευθέρωσε την Ελλάδα από τον καταπατήσαντα τα δίκαια της, ομοιάζει όλους τους ακρίτως γινόμενους φόνους». (4)Ο Κοραής είχε γνωριστεί με τον Καποδίστριας στο Παρίσι, και τότε είχε άλλη εντύπωση : (5)«μ’ έδειξε φρονήματα όντως Ελληνικά. Είθε από τοιαύτα φρονήματα γεμισθώσιν όλων των νυν Γραικών αι κεφαλαί. Απ’ αυτά μόνα ελπίζεται η σωτηρία της Ελλάδος.» Τι μεσολάβησε και άλλαξε κατά 180 μοίρες η άποψη του , ώστε να συμπαραταχθεί με τους «συνωμότες της Ύδρας», είναι ακόμα και σήμερα μέγα μυστήριο.
Η πολιτική τοποθέτηση του Κοραή διαγράφηκε ξεκάθαρα στην περίφημη επιστολή του, που δημοσιεύθηκε στον «Απόλλωνα», με τίτλο, « Τι συμφέρει εις την ελευθερωμένη από τους Τούρκους Ελλάδα να πράξη εις τας παρούσας περιστάσεις διά να μη δουλωθή εις Χριστιανούς Τουρκίζοντες»,όπου η μνημειώδης φράση του, «Η ταλαίπωρος πατρίς μας, φίλε, σήμερον κινδυνεύει νά πέση από τήν Επταννησοβενετικήν ψώραν είς τήν Τουρκοφαναριωτικήν λέπρα.» δείχνει ξεκάθαρα πόσο βαθιά πίστευε στη δημοκρατία και το αμερικανικό-Ιακωβίνικο πολίτευμα .Από την άποψη αυτή, είναι χαρακτηριστική η θέση του για τους αριστοκρατικούς τίτλους. «Όστις θέλει νά επονομάζεται Πρίγκιψ, Βέις, Βειζαδές, Κόμης, Βαρόνος, Καβαλλιέρος , ας επονομάζεται όλα ταύτα καί οσ' άλλα αγαπά τοιαύτα επίθετα Άλλ' ό νόμος αν θέλη νά φυλάξη το πολίτευμα άπ' όσας βλέπομεν σήμερον ταραχάς εις την Ευρώπην διά τήν απόλυτον τινών ηγεμόνων μοναρχίαν και τών ολιγάρχων την αναίσχυντον υψηλοφροσύνην, έχει όλα τα δίκαια νά αποκλείη από τα πολιτικά υπουργήματα, όλους τους στολισμένους με τίτλους ξένους της Ελλάδος καί ακολούθως βαρβάρους και με παράσημα δωρημένα από ξένον δεσπότην». Ο δημοκράτης και πατριώτης Κοραής, επομένως, δεν ήταν δυνατό να συμμεριζόταν τους πολιτικούς στόχους της « συμμορίας» Ύδρας- Ζακύνθου. Μάλιστα σημείωνε ότι, «Δικαίως βέβαια κατηγορείται ή παρούσα της Ελλάδος κυβέρνησις. Οι κατηγορούντες όμως δεν κινούνται όλοι από υπέρ τής πατρίδος ζήλον, άλλ' από επιθυμίαν νά κυβερνώσιν αυτοί».
Η πολιτική τοποθέτηση του Κοραή δείχνει οτι « αξιοποιήθηκε» και χρησιμοποιήθηκε από την αγγλόδουλη« συμμορία» παρά τις πεποιθήσεις του, αφού αντιπαθούσε τους « αριστοκράτες της υποτέλειας» που την συναποτελούσαν . Ο Καποδίστριας δεν ανήκε στην «Επταννησοβενετικήν ψώρα», ούτε ο Ιακωβίνος, Ανδρέας Μεταξάς , ούτε φυσικά, ο Κολοκοτρώνης, ο Σπηλιάδης, ο Νικηταράς, ο Κανάρης, ο Καλλέργης και όλοι όσοι βρέθηκαν κοντά στον Κυβερνήτη. Αντίθετα σε αυτή την πολιτική ομάδα ανήκε ο κόμης δε Ρώμα, ενώ στην «Τουρκοφαναριωτικήν λέπρα» ανήκαν προφανώς ο Μαυροκορδάτος και οι Σούτζοι.
Ο Κοραής δεν ήθελε κυρίως να φορτωθεί στις πλάτες των Ελλήνων από τους « ξένους» ένας βασιλιάς . Ήταν δηλαδή αντίθετος με την Αγγλική πολιτική για την Ελλάδα και συμφωνούσε με την προσπάθεια του Καποδίστρια να μείνει η Ελλάδα δημοκρατία.
Η αντιφατική και παράξενη στάση του απέναντι στον Καποδίστρια μπορεί να εξηγηθεί μόνο αν δεχθούμε ότι με κάποιο τρόπο τον έπεισαν πως ο Καποδίστριας και η οικογένειά του προσπαθούσαν να γίνουν «βασιλιάδες στην Ελλάδα».
Ίσως να έπαιξαν κάποιο ρόλο οι δύο Σούτζοι, που σπούδαζαν στο Παρίσι μέχρι το 1827(6), ίσως και να του επεβλήθει αυτή η συμπεριφορά από τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει όταν «φωτίστηκε».
Η «επανάσταση», που προέβλεπε ο Σούτζος έγινε, για να ανατραπεί η πλειοψηφία, που προσπάθησε για μερικούς μήνες να διατηρηθεί στην εξουσία καλώντας ,την Ε΄ Εθνοσυνέλευση. Η κυβέρνηση του λαού, «έπεσε» από τις Στάσεις και την αναρχία πού εξαπέλυσαν ,τα «ερωτευμένα με την ελευθερία»,ενεργούμενα της αγγλικής πολιτικής, σε συνεργασία με τους «Αριστογείτονες νοικοκυραίους», της Τουρκοκρατίας, στο πλαίσιο της «αγγλογαλλικής» συνεργασίας για την κατοχή του «οικοπέδου» Ελλάδα. Θα ακολουθήσουν, δύο χρόνια χάους, μέχρι να φέρουν, τον βασιλιά τους, «οι συνταγματικοί», τον ‘Οτο ή ‘Οθωνα.

Παρά τη δολοφονία και το πραξικόπημα, η νέα εξουσία δεν αισθανόταν καθόλου ασφαλής. Αφού σκότωσαν τον Κυβερνήτη για να εδραιωθούν επετέθησαν στους Καποδιστριακούς , εξαπολύοντας κύμα τρομοκρατίας. Ο Κοραής συνέχιζε το «καθήκον», ως τα τελευταία του. Ξεψύχησε στις 6 Απριλίου 1833. Τον Γενάρη, είχε γράψει τον τελευταίο αντί-Καποδιστριακό διάλογο, για να χτυπήσει, τις «παραφυάδες και τους δελφίνους του Καποδίστρια, όλους εκείνους που ξεμύτισαν επί της θητείας του, η που πήραν θάρρος και ξεπετάχτηκαν και εδραιώθηκαν».(7) Η τόσο ξεκάθαρη περιγραφή του Κοραή, φωτογράφιζε άραγε ,την νέα πολιτική, διοικητική, και πνευματική ηγετική ομάδα, που προσπάθησε να συγκεντρώσει γύρω του ο Κυβερνήτης, από τους κυρίως λαϊκής καταγωγής, μορφωμένους νέους ;

Η τρομοκρατία πήρε μεγάλες διαστάσεις, με τον ερχομό των Βαυαρών που ακολούθησαν τις συμβουλές , τις υποδείξεις, τις κατηγορίες και τις συκοφαντίες των εντόπιων «φίλων» τους. Η εφημερίδα «Ήλιος» (8),που έβγαλε ο Σούτζος με λεφτά Βαυαρών για να υποστηρίξει το καθεστώς του Οθωνα ,τον Ιούνιο του 1833 έγραφε: «Άμετρος η διαφορά μεταξύ Όθωνος και Ιωάννη Καποδίστρια. Ο Καποδίστριας είχε σκοπό να μας υποδούλωση και να μας καταστήσει επιλήσμονας των προγόνων μας και ωνόμαζε ανοησίες τας αθανάτους πράξεις της επαναστάσεως μας». Η ίδια εφημερίδα λίγες μέρες πριν(9) χαρακτήριζε τον Καποδίστρια « Οθωμανό και Κερκυραίο Τύραννο»

Η βλακώδης και αναπόδεικτη, μαύρη προπαγάνδα ,«ο Καποδίστριας είχε σκοπό να μας υποδούλωση», θα επαναλαμβάνεται σταθερά και πανομοιότυπα, από τον Κοραή ,στον Πολυζωίδη, στον Σούτζο, στον Μακρυγιάννη ,στον Σπ. Τρικούπη , ως τον Τ. Βουρνά και άλλους «καλοθελητές» ως τις μέρες μας .
Αυτός , που εκλέχθηκε με τη λαϊκή βούληση θα παριστάνεται σαν δικτάτορας από αυτούς που πήραν την εξουσία με πραξικόπημα. Και ακόμα, θα γράφεται ότι, «ήθελε να μας καταστήσει επιλήσμονας των προγόνων μας»(8),αυτός που δούλεψε όσο έζησε για την αναγέννηση της ελληνικής συνείδησης και ταυτότητας , αλλά και οτι (11), «ωνόμαζε ανοησίες τας αθανάτους πράξεις της επαναστάσεως μας».
Σε αυτήν την κατηγορία όλα τα ψέματα πάνε μαζί .
Ουδέποτε ο Καποδίστριας ωνόμασε, «ανοησίες», «τας αθανάτους πράξεις της επαναστάσεως».
Ανοησία, και μάλιστα μεγάλη αποτελούσε το «μας», που έγραφε ο αμέτοχος βουτυρομπεμπές «αλά πολίτα», Σούτζος, λες και αγωνίστηκε στην πρώτη γραμμή του 21, και όχι στο μέτωπο « των Παρισίων».

Η μαύρη προπαγάνδα, το φως με το σκοτάδι, η προσβολή των προγόνων, το έπος της δικής μας και όχι της δικής του επανάστασης , απευθυνόταν στα θολά νερά και στα θολά μυαλά. Όποιον και όπου πιάσει. Και έπιανε καμιά φορά.
Ο αγράμματος αλλά και δόλιος μισθοφόρος του Μαυροκορδάτου, Μακρυγιάννης ήταν ένας από αυτούς που τα πίστευαν όλα, και τα απομνημονεύματά του είναι γεμάτα από τα τερατώδη ψέματα που διεδίδοντο. Δυστυχώς, ο απόηχος της προπαγάνδας, θα φθάσει ως στις μέρες μας μέσα από την σκόπιμη η την άνευ ορθής κρίσεως και παραπλανούμενη αναπαραγωγή.

Αλλά ας γυρίσουμε στο 1833,οπου αφήσαμε την τρομοκρατία εν εξελίξει. Ο Οθων έφθασε στο Ναύπλιο στις 30 Ιανουαρίου 1833.Το πογκρόμ, πού προετοίμαζαν με επιστράτευση μέχρι και του γερο-Κοραή, (σσ. αυτό και αν ήταν γενική επιστράτευση μέχρι 10ης Εφεδρείας. !!! «Πας δυνάμενος να φέρει όπλο.»), μόλις ξεκίναγε.
Συλλαμβάνουν τον Κολοκοτρώνη μαζί με άλλους αγωνιστές και τους φυλακίζουν στο Ιτς Καλέ (Ακροναυπλία).
Τα πρωτοπαλίκαρα των «συνταγματικών» ,μπήκαν σε επιτροπές απογραφής και τροφοδότησαν τους Βαυαρούς με μαύρες εκθέσεις για τα πάντα .
Όποιος άσκησε εξουσία επί Καποδίστρια ήταν ύποπτος.
Από τους γραφείς, τους στρατιώτες ,τους διευθυντές των σχολείων, ως τους στρατηγούς της επανάστασης ,και τον γενικό γραμματέα της Επικράτειας.
Η σχετικά ολιγομελής αντικαποδιστριακή παράταξη κατεδίωκε με μανία τους «καποδιστριακούς» σε όλα τα επίπεδα, αν και κάποια στιγμή , άρχισε η πολιτική «του κατευνασμού», όπως φαίνεται από την αντικαποδιστριακή αρθρογραφία ,της εφημερίδας « Αθηνά» (12) που έθετε το ερώτημα, « Τις έστι Καποδιστριακός μη υπάρχοντος το Καποδίστρια;».

Καθώς λοιπόν το πογκρόμ εντείνετο ,η εφημερίδα του Σούτζου ,«ο Ήλιος»,(13) επετέθη και στον Σπηλιάδη ,το δεξί χέρι του Καποδίστρια, ως τον δημιουργό μιας δημοκρατικής μυστικής εταιρίας το 1823 στο Άστρος, που είχε,«στόχο να εφαρμοσθεί στην Ελλάδα το αμερικάνικό σύστημα».
Τον κατηγορούσαν δηλαδή ενώπιον των Βαυαρών ως ύποπτο αντιμοναρχικό. Αν συνδυάσουμε την κατηγορία, με την επιστολή Καποδίστρια του 1821(14) που συμβούλευε τους επαναστάτες , «να έχετε εμπιστοσύνη μόνο στην Αμερική», βλέπουμε από ποια και πόσα φακελώματα έβγαιναν οι κατηγορίες.
Το «ξεκαθάρισμα», το 1834, εισέρχεται πια στην τελική φάση του. Οι αντίπαλοι του νεκρού Κυβερνήτη συμβουλεύουν και παροτρύνουν την αντιβασιλεία να εξοντώσει τους αντιπάλους τους.
Δικάζονται ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Δημήτριος Πλαπούτας με την κατηγορία της συνωμοσίας με τους Ρώσους κατά του βασιλέα Όθωνα και του «βαυαρικού καθεστώτος» και καταδικάζονται σε θάνατο στις 25 Μαΐου/5 Ιουνίου 1834, για να τρομοκρατηθούν οι Καποδιστριακοί, πού αντιστέκονται. Αυτή η δίκη ήταν η κολυμπήθρα του «σιλωάμ» για τον Πολυζωίδη που ίσως αναζητούσε εξιλέωση για το αίμα του Κυβερνήτη.
Σχεδόν ταυτόχρονα, η αντιβασιλεία διέλυσε τα σώματα των ατάκτων, ρίχνοντας στην πείνα τους στρατιώτες του Αγώνα, αυτούς στους οποίους είχε υποσχεθεί ο Καποδίστριας τη διανομή των εθνικών γαιών σαν ανταμοιβή εκ μέρους της πατρίδας, για το αίμα που έχυσαν.
Τον Ιούλιο του 1834, στην Μεσσηνία ξέσπασε κίνημα με αιτήματα, την αποφυλάκιση των αγωνιστών και την παραχώρηση συντάγματος.
Επικεφαλής ήταν ο Μητροπέτροβας (15)κι ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης(16), κι οι δυο πιστοί μέχρι θανάτου στον Κολοκοτρώνη, και μάλιστα ήταν συγκρατούμενοι του στην Ύδρα, ως το 1825, όταν αποφυλακίστηκαν μαζί του με την αμνηστία που δόθηκε, για να πολεμήσουν κατά του Ιμπραήμ . Στις 29 Ιουλίου του 1834, ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης και οι οπλαρχηγοί Γιώργος Μεγάλης, Κωνσταντίνος Μέλιος, Αντώνιος Ντάρας, Αναγνώστης Σαμπρής, Αντώνιος Συράκος, οι Μπουντουραίοι, και οι Πιπιλαίοι με τους άνδρες τους, κατέλαβαν την Κυπαρισσία και συνέλαβαν τις αρχές της πόλης. Την ίδια μέρα, ο Μητροπέτροβας με τούς δικούς του έσπευσαν να ενισχύσουν τον Αναστάσιο Τζαμαλή που μαχόταν εναντίον των κυβερνητικών δυνάμεων στον δρόμο για τη Μεσσήνη. Οι κυβερνητικοί υποχώρησαν, και οι Μητροπέτροβας και Τζαμαλής, κατέλαβαν την Μεσσήνη στις 30 Ιουλίου.
Η εξέγερση επεκτάθηκε στην Ανδρίτσαινα, την Γορτυνία, την Δημητσάνα και σε άλλες περιοχές της Αρκαδίας. Στην Μάνη προκλήθηκαν ταραχές λόγω της απόφασης των Βαυαρών να αφοπλίσουν 800 πύργους.
Η στάση πέρασε και στην Στερεά με τον ξεσηκωμό της Ακαρνανίας . Από τις 3 Αυγούστου έως τις 6 Σεπτεμβρίου έγιναν εκατοντάδες συλλήψεις πολιτικών και στρατιωτικών που υποτίθεται ότι οργάνωσαν την συνωμοσία κατά του νέου καθεστώτος.
Ο Ανδρέας Μεταξάς συνελήφθει στις 3 Αυγούστου, και εστάλη στην εξορία , ενώ την ίδια νύχτα συνέλαβαν τούς Δημήτριο Τσόκρη Δημήτριο Καλλέργη και πολλούς άλλους.
Ο Νικηταράς συνελήφθη την επόμενη νύχτα μαζί με άλλους δέκα. Στις 16 Αυγούστου του 1834, η κυβέρνηση Κωλέττη κήρυξε τον στρατιωτικό νόμο, και ο Βαυαρός στρατηγός Σμάλτς ανέλαβε να καταπνίξει το κίνημα.
Οι επαναστάτες νικήθηκαν έπειτα από σειρά πολύνεκρων μαχών. Το τελευταίο κύμα συλλήψεων εξαπολύθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου. Τότε πιάσανε και τον Σπηλιάδη.
Οι συλληφθέντες δικάστηκαν από στρατοδικείο στο Νεόκαστρο (Πύλος), με πρόεδρο τον Τόμας Γκόρντον και βασιλικό επίτροπο έναν άλλο Σούτζο τον Δημήτριο.
Ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης και ο Αναστάσιος Τζαμαλής καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν.
Σε θάνατο καταδικάστηκε και ο γέρο Μητροπέτροβας που ήταν πάνω απ’ τα 90, αλλά ο Όθωνας μετέτρεψε την ποινή του σε ισόβια. Αποφυλακίστηκε στις 25 Μαρτίου του 1835. Πολλοί άλλοι καταδικάστηκαν σε ισόβια, και μερικοί αθωώθηκαν. Ανάμεσα τους, και ο Σπηλιάδης.
Την ίδια εποχή άνοιξε και το μέτωπο με την εκκλησία. Διαλύθηκαν τα μοναστήρια, και δημιουργήθηκε η Αυτοκέφαλη ελληνική εκκλησία . Το 1835, πάντως, οι Βαυαροί προσπάθησαν να πείσουν τους «φίλους τους» να κατεβάσουν τους τόνους και άρχισε η εκτόνωση του πάθους.
Η εφημερίδα Αθηνά διευκρίνιζε, ότι «λέγοντες Ναπισμόν δεν εννοούμε τους ανθρώπους που απλώς υπηρέτησαν την κυβέρνηση Καποδίστριου»,(17) και έκανε διάκριση μεταξύ εκείνων ,που «απλώς υπηρέτησαν την κυβέρνηση Καποδιστρίου ως τίμιοι άνθρωποι και πιστοί υπάλληλοι» και των «ολίγων εκείνων αναίσχυντων αρχογλυπτών».
Ταυτόχρονα οι φιλοκυβερνητικές, εφημερίδες της αντικαποδιστριακής παράταξης, συνέχιζαν τις «κατάρες» κατά του νεκρού κυβερνήτη, γιατί « γέμισε με κατασκόπους την κοινωνία», γιατί «έκανε τους ανθρώπους να κρύβονται», και γιατί «προκάλεσε την εμφάνιση της ληστείας».
Ορισμένοι πάντως είχαν αρχίσει να γράφουν, ότι «Ο Καποδίστριας είχε παραπλανηθεί από τους συμβούλους του»,(18) μπαίνοντας στο πνεύμα της νέας εποχής. Ο «μετριοπαθής» κατατρεγμός, σταμάτησε μόνον αφού έληξε η Αντιβασιλεία και όταν ο Όθωνας, μετά το 1837, στράφηκε στο καποδιστριακό κόμμα συγκρουόμενος με τον Μαυροκορδάτο.
Η σύγκρουση του άλλωστε ,με την αγγλική παράταξη και η στάση του στον Κριμαϊκό Πόλεμο του κόστισαν τον θρόνο. Το έργο της κατασυκοφάντησης του Καπποδίστρια που άρχισαν στην Ελλάδα, οι προπαγανδιστές των δολοφόνων, συνέχισε το 1836, ο «φιλέλληνας» Άγγλος πράκτορας, Φίνλεϊ, που κατηγορούσε τον Καπποδίστρια ότι ήταν, « εχθρός της ελευθερίας της Ελλάδας» και ότι «η καρδιά του ανήκε στη Ρωσσία».(19) Ο «αντικειμενικός» Άγγλος πράκτορας, επικαλείτο την γνώμη «των συμπολιτών» του Κυβερνήτη για να γράψει ότι «θυσίασε τις μελλοντικές τους προοπτικές στην προσωπική του φιλοδοξία και στον στόχο του να ισχυροποιηθεί η οικογένεια του». Ο χαρακτηρισμός του «πράκτορα» που αποδίδω στον Φίνλευ δεν είναι «πολιτική» κατηγορία ή αυθαίρετο συμπέρασμα. Στηρίζομαι σε έγγραφα. Το 1828, όταν είχε αποχωρήσει από την Κωνσταντινούπολη ο πρέσβης S. Cannig έμεινε στην Κέρκυρα ο νεαρός τότε ακόλουθος Α. Μπιουκάναν που συνεργαζόταν με τον αρμοστή Αdams, και ενημέρωνε τον πρέσβη στο Λονδίνο. Σε υπόμνημα της 24-03-1828 το οποίο βρίσκεται στο αρχείο του Νότιγχαμ ενημέρωνε τον Cannig ότι «ο κύριος Φίνλευ που ζει στην Αίγινα μπορεί να παρέχει πληροφορίες στην πρεσβεία. Θα προσπαθήσει να αποκαλύψει το περιεχόμενο των γραμμάτων που στέλνονται στον κόμη Καποδίστρια.» .
Μετά τον Φίνλεϊ, το 1837 έτερος εκ των πρακτόρων ο Κόχραν, αναμάσησε τις ίδιες κατηγορίες. Από την διεθνή εκστρατεία διάψευσης της ελληνικής ιστορίας και κατασυκοφάντησης του Καπποδίστρια διαγράφεται ξεκάθαρα η ανάγκη της αγγλικής πολιτικής να απαλλαγεί από την πραγματική ιστορία, και να γράψει τη δική της. Άλλωστε η ιστορία γράφεται από τους νικητές όπως λέγεται.

Η Βαυαροκρατία που αντικατέστησε την Τουρκοκρατία, δεν ήταν νέα ξένη κατοχή , αν και σαν τέτοια την αντιλήφθηκε ο λαός.
Ήταν πρώτα και κύρια προϊόν της πολιτικής του εσωτερικού κατακτητή και καταπατητή της ελευθερίας των Ελλήνων.
Ήταν ένα καθεστώς «εκτάκτου ανάγκης», που εξέφραζε τον ετερόκλητο συνασπισμό των «Τούρκο-αριστοκρατών» του ραγιαδισμού, από τήν Πελοπόννησο και την Ύδρα, με τα στελέχη της αγγλόδουλης παράταξης, που λάμβανε οδηγίες από την Ζάκυνθο. Η συναλλαγή ήταν απλή.
Οι «Τούρκο-αριστοκράτες», διατηρούσαν τα προνόμια της «Κοτσαμπασοσύνης», αλλά αποδέχονταν τον απόλυτο πολιτικό και οικονομικό έλεγχο της Μεγάλης Βρετανίας.
Οι Βαυαροί ήταν απλά, ο προσωρινός «σιδηρούς βραχίονας» της αγγλοκρατίας, και « εισέπραξαν» το λαϊκό μίσος αντί των Άγγλων.
Οι Έλληνες, άρχισαν να αντιλαμβάνονται ότι βρέθηκαν και πάλι υπό Κατοχή. Οι «εραστές» της Ελευθερίας, οι «συνταγματικοί», αποκαλύφτηκαν τάχιστα, δείχνοντας αυτό πού πραγματικά ήταν. «Εραστές» της Εξουσίας, και «δικτατορικοί». Τα αιματηρά επεισόδια του Δήμου Βουφράδος το 1838 δείχνουν ανάγλυφα τις συνθήκες που επικρατούσαν. Οι κυβερνητικοί συνέλαβαν τον Γραμματέα του Δήμου, Βασίλη Μανιάτη ως «ένοχο αποστασίας», και οι χωρικοί επιτέθηκαν στους Χωροφύλακες και τους τον απέσπασαν. Η «εξέγερση», βρήκε αμέσως τη συμπαράσταση των κατοίκων των Δήμων Βουφράδος , Σκάρμιγκα , Βίαντος , Αιγάλεω , και Πηδάσου .Ο φιλοκυβερνητικός Δήμαρχος Tρίκκης ζήτησε την βοήθεια των«αρχών» και κινητοποιήθηκαν δύο φάλαγγες, Βαυαρών και εθελοντών Μανιατών, συνολικής δυνάμεως 600 - 700 ανδρών πρός καταστολήν της ανταρσίας των 600 περίπου χωρικών που κατεδιώχθησαν και τελικώς διελύθησαν. «Συνελήφθησαν 26 και εφονεύθησαν ή τραυματίσθηκαν 10 - 15 χωρικοί» ,όπως έγραφε με θριαμβευτικό ύφος ο φιλοβαυαρικός, « Ελληνικός Ταχυδρόμος»(20) των Αθηνών στις 7 Αυγούστου 1838. Οι γυναίκες και τα παιδιά, εγκατέλειψαν τα χωριά πού άδειασαν κυριολεκτικά . Οι 26 που πιάστηκαν ως ένοχοι, όλοι αγωνιστές της επανάστασης οδηγήθηκαν στο στρατοδικείο της Καλαμάτας, αλλά η απόφαση δεν σώθηκε για να την μάθουμε. Ο Κοραής βέβαια δεν ζούσε το 1838 για να ζητήσει συγνώμη. Για τα στερνά πολιτικά του κρίματα , θα απολογήθηκε στον άγιο Πέτρο, αν πήγε προς τα εκεί.
Σε συνθήκες γενικευμένου διωγμού, η αντισυσπείρωση είναι κοινωνικός νόμος. Το Καποδιστριακό κόμμα , έστω και χωρίς αρχηγό, έγινε η στέγη των κατατρεγμένων, ανασυντασσόταν και δυνάμωνε. Παρέμενε ζωντανό και ισχυροποιείτο , εκφράζοντας την πατριωτική τάση κατά της ξένης επικυριαρχίας.
Ο νεκρός Κυβερνήτης, ο οραματιστής της εθνικής αξιοπρέπειας και του μεγάλου Ελληνισμού, έγινε άγιος στην ψυχή του λαού. Η αγγλική κατοχή στα Επτάνησα και η μισητή βαυαροκρατία συνέβαλαν τόσο , ώστε στα μέσα της δεκαετίας του 1840, όπως έγραφε ο Τύπος της εποχής, αναπτύχθηκε στα πιο καθυστερημένα στρώματα του πληθυσμού η προσμονή για Ανάσταση του Καποδίστρια. Ο λαϊκός μύθος δηλαδή προσαρμόστηκε τάχιστα και από τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά πέρασε στον άγιο Κυβερνήτη που θα αναστηθεί για να σώσει την Ελλάδα και να οδηγήσει το έθνος στο πεπρωμένο του.

Η Πολιτική και η Ιστορία .

Μέσα στο οξύτατο κλίμα, που διαμορφώθηκε από την στάση των «συνταγματικών» και την δολοφονία τον Κυβερνήτη και ενώ διαρκούσε και εντείνετο το πογκρόμ κατά των «Καποδιστριακών», κυκλοφόρησε στο Ναύπλιο το 1834, λίγο μετά την άφιξη του Όθωνα, το «Ιστορικό Δοκίμιο περί της Φιλικής Εταιρίας» του Ιωάννη Φιλήμονα, επί του οποίου οικοδομήθηκε η «επίσημη» Ιστορία, για την οργάνωση της Ελληνικής Επαναστάσεως, παρά το ότι στο «δεύτερο δοκίμιο», του 1859 , ο Φιλήμων το χαρακτήριζε « πάντοτε ατελές και πολλαχού εσφαλμένον». Δύο χρόνια πριν είχε εκδοθεί στην Βιέννη το πολύτομο έργο του Κωνσταντίνου Κούμα « Ιστορίαι των Ανθρωπίνων Πράξεων», στο οποίο γινόταν η πρώτη αναφορά στην «Εταιρία των Φίλων» που διοργάνωσε την επανάσταση. «Μια εταιρεία, της οποίας η αρχή, μ’ όλον ότι επροσπάθησαν τινές να την ερμηνεύσωσι, μένει ακόμα αίνιγμα, ονομασθείσα εταιρεία των φίλων ήρχισε (δεν εξεύρει τις πότε) να ενεργή μυστικώς την επανάστασιν»(21) (σ.601)
Ο Ιωάννης Φιλήμων ήταν κυπριακής καταγωγής, αλλά γεννήθηκε στην Πόλη το 1798. Το πραγματικό του όνομα ήταν Ιωάννης Βασιλείου.Το «Φιλήμων», ήταν το επαναστατικό του ψευδώνυμο, σαν μέλος της « Εταιρείας» , και το κράτησε στη συνέχεια. Εργάσθηκε σαν δάσκαλος των ελληνικών στην Πόλη, και για ένα διάστημα ήταν γραφέας του Πατριαρχείου, ενώ απασχολήθηκε και στο Πατριαρχικό τυπογραφείο, όπου διδάχθηκε την τέχνη της τυπογραφίας.
Με την επανάσταση κατέβηκε στην Πελοπόννησο και έγινε γραμματέας του Δ.Υψηλάντη
. Δεν ήταν ούτε ιστορικός, ούτε Αίσωπος.
Ήξερε καλά Ελληνικά, και ήταν καλός χειριστής του λόγου. Αυτοχρίστηκε δημοσιογράφος , το 1833, εκδίδοντας στο Ναύπλιο την εφημερίδα «Χρόνος», για να υποστηρίξει τους «ακέφαλους» Καποδιστριακούς, και έτσι έγινε αντίπαλος , του αρχιμανδρίτη της ελληνικής δημοσιογραφίας Θεόκλητου Φαρμακίδη, που υπηρετούσε την «φατρία της Ύδρας», και του Πολυζωίδη που αναμφισβήτητα κατέκτησε τον θλιβερό τίτλο του «πάτερ Παντρόνε», του εν Ελλάδι κιτρινισμού, και της «Πατσαβουρογραφίας», με την εφημερίδα του τον «Απόλλωνα». Το 1838 στην Αθήνα ο Φιλήμων- Βασιλείου εξέδωσε την εφημερίδα «ο Αιών», πού εξελίχθη σε δημοσιογραφικό όργανο του «φιλορωσσικού κόμματος».
Στην εθνοσυνέλευση του 1843 εκλέχθηκε βουλευτής Αθηνών. Το 1859 εξέδωσε τους δύο πρώτους τόμους του «Ιστορικού δοκιμίου περί της Ελληνικής Επαναστάσεως»,και ακολούθησαν το 1860 ο τρίτος και το 1861 ο τέταρτος τόμος. Το «Ιστορικόν δοκίμιον περί της Ελληνικής Επαναστάσεως» ,έμεινε ημιτελές λόγω του θανάτου του,το1874.

Ο Φιλήμων-Βασιλείου, το 1834 απαντούσε στα « αινίγματα» που προσέκρουε ο Κούμας, αποκαλύπτοντας στους Έλληνες, το ποιοι και πότε, δημιούργησαν τήν « μυστική», εταιρία με τα χιλιάδες μέλη, της οποίας την ύπαρξη γνώριζαν μεν οι πάντες, αλλά που κανείς δεν ήξερε, τον αρχηγό.
Το «Δοκίμιο» παρουσίαζε στον λαό, τον βασιλιά, και τους πολιτικούς την εταιρία των Φιλικών, ως δημιούργημα τριών, άσημων Ελλήνων της Οδησσού, του Σκουφά , του Τσακάλωφ,και του Αναγνωστόπουλου. Αυτή η εκδοχή της ιστορίας δικαίωνε, όσους υποστήριζαν(22) μετά την αποκήρυξη του Αλέξανδρου Υψηλάντη από τον Τσάρο, ότι «η Εταιρία», ήταν έργο «αγυρτών», συμφωνούσε με την πολιτική «αποκήρυξη» των Ιακωβίνων και των Καρμπονάρων, και διέψευδε τις υποψίες του ελληνικού λαού και των διπλωματών της Ευρώπης ότι πίσω από την Ανωτάτη Αρχή της Εταιρίας βρισκόταν ο Καποδίστριας.
Η αποπροσανατολιστική θεωρία των « Αφανών» είχε καλλιεργηθεί , έτσι και αλλιώς, από τους πρώτους μήνες της επανάστασης, και οι «Φιλικοί»,οι «εμποροϋπάλληλοι», όπως τους ονόμαζε το 1826 ο Καποδίστριας ,στο υπόμνημα του προς τον Τσάρο Νικόλαο, είχαν γίνει οι αποδιοπομπαίοι τράγοι, για να ξεφορτωθεί η ελληνική επανάσταση, το βάρος του «Καρμποναρισμού» και του «Ιακωβινισμού».
Η ίδια θεωρία πιο γλαφυρά διατυπώθηκε από τον « ιστορικό» της αγγλικής παρατάξεως Σπ. Τρικούπη:
« Περί δε τα τέλη του 1814 Νικόλαος τις Σκουφάς ,εξ Άρτης, άνθρωπος τιμίου χαρακτήρος, πολύπειρος αλλ’ ολίγης παιδείας και μικράς σημασίας, υπάλληλος άλλοτε εμπορικού οίκου, συνέλαβε πρώτος εν Οδησσώ την ιδέαν συστάσεως πολιτικής εταιρίας, ήν ωνόμασεν «Εταιρίαν των Φιλικών» αρκεί δε μόνη η ονομασία αύτη ίνα δείξη ήν είχε μικράν γνώσιν και αυτής της μητρικής γλώσσης του. Ο ασήμαντος ούτος θεμελιωτής ασημάντους παρέλαβε συμπράκτορας. Η ύποπτος και επικίνδυνος εταιρία αύτη επιτηδείως συνεχέετο ενώπιον πολλών μετά της ανυπόπτου και ακινδύνου των Φιλομούσων».

Αν εξετάσουμε το « Δοκίμιο», με βάση το πολιτικό πλαίσιο που περιέβαλε την έκδοση του, πρέπει να αναρωτηθούμε, γιατί βιάστηκε ο συγγραφέας, να παρουσιάσει στην κοινή γνώμη, ένα τόσο ευαίσθητο ιστορικό έργο, σε μια περίεργη και ανώμαλη πολιτικά εποχή, όταν οι συνθήκες, από κάθε πλευρά, ησαν πολύ δύσκολες, και το «κλίμα» ήταν έντονα φορτισμένο .Γιατί εξέδωσε ένα υλικό που ο ίδιος, δεν είχε προλάβει καλά-καλά να το «χωνέψει», και να το επεξεργασθεί;

Η άφιξη του βασιλιά, ήταν ένα κίνητρο, όπως υποδηλώνει ο πρόλογος του «Δοκιμίου», (23) όπου η θεία πρόνοια, η ευεργετική χείρα των Χριστιανών Συμμάχων, ο σωτήρ βασιλεύς, ανακατεύονται για να φθάσουμε, στον «πρόδρομο της νέας ελληνικής Ιστορίας», δηλαδή στο «Δοκίμιο» ,το οποίο «προσφέρει εις την Αυτού Μεγαλειότητα την πλήρη ιδέα του μυστηρίου της ένδοξου επαναστάσεως», και «περιγράφει ολας τας μέχρι της ρήξεως του πολέμου σπουδαίας περιστάσεις και αναφέρει τους άνδρες εκείνους εις των οποίων την φρόνησιν, τους μεγάλους κόπους και τάς πατριωτικάς θυσίας οφείλεται εξαιρετικώς η προδιάθεσις της Μεταβολής του 1821».
Θα μπορούσε επομένως το «Δοκίμιο» να γράφθηκε, «εν τάχει»,για να «αναφέρει τους άνδρες εκείνους εις των οποίων την φρόνησιν, τους μεγάλους κόπους και τάς πατριωτικάς θυσίας» οφείλεται προετοιμασία της επαναστάσεως του 1821, αλλά και για να συνδέσει τον βασιλικό οίκο της Βαυαρίας με την επανάσταση. (24) «Συνιστώσιν οι Έλληνες την Φιλόμουσον περί της ηθικής προόδου των Εταιρία και πρώτος
επιδαψιλεύεται άσυλον ο πατρικός ένδοξος Οίκος της Υ.Μ». Απαντήσεις στις υποθέσεις θα μας δώσει το ίδιο το κείμενο του«Δοκιμίου».

Ο Φιλήμων άρχισε την αφήγηση των γεγονότων της Ελληνικής Επανάστασης χρησιμοποιώντας εκτενώς, κάποια από τα υπομνήματα «για την κατάσταση το ελληνικού έθνους» και την «κατάσταση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας» που θα είχε στην διάθεσή του, και περιέγραψε τα γεγονότα που οδήγησαν στην επανάσταση αρχίζοντας από τα «ορλοφικά», και συνεχίζοντας με την δράση του Λάμπρου Κατσώνη, τον Ρήγα Φεραίο, την ίδρυση της Ιονίου Πολιτείας, την σερβική επανάσταση, τον Ρώσσο-τουρκικό πόλεμο του 1806, την πολιτική δραστηριότητα του Κωνσταντίνου Υψηλάντη, την ειρήνη του Τιλσίτ, και τα κινήματα του Βλαχάβα και των Ολυμπίων.
Η « επιτομή» της ιστορίας 1759-1814 παρουσιάστηκε σε 126 σελίδες, και στηρίχθηκε σε πηγές και πρωτότυπα υλικά που ο ακόμα και σήμερα παραμένουν άγνωστα.
Οι πηγές των πληροφοριών του για τον Ρήγα, για παράδειγμα, παραμένουν και σήμερα ένα αίνιγμα, αφού αναφέρει στοιχεία τα οποία κανείς μετά από αυτόν δεν μπόρεσε να διασταυρώσει και να επιβεβαιώσει.
Τα πολιτικά σχόλια που παρεμβάλλονται σε αυτό το πρώτο μέρος είναι λίγα και ως επί το πολύ ακριβή, ενώ τα ιστορικά γεγονότα που περιγράφονται συμφωνούν με την νεότερη ιστορική έρευνα, γεγονός που μας υποχρεώνει να συνδέσουμε το σχόλιο για το «πολλαχού εσφαλμένον» δοκίμιο, με την εξιστόρηση της δημιουργίας της « Φιλικής Εταιρίας» που αρχίζει από το τρίτο κεφάλαιο.

Η ποιοτική διαφορά των δύο πρώτων κεφαλαίων με το τρίτο είναι τεράστια. Το πραγματικά ιστορικό μέρος των 126 σελίδων έχει ελάχιστα λάθη ημερομηνιών, ενώ με το που εισέρχεται στην παρουσίαση του «δικό του υλικού», οι ημερομηνίες χάνουν την σημασία τους, και εμφανίζονται οι πρώτες «αυθαίρετες» ερμηνείες. Η εισαγωγή στο τρίτο κεφάλαιο είναι πολύ προσεκτική, αν και ακατανόητη για όποιον δεν γνωρίζει τα πραγματικά δεδομένα στα οποία αναφέρεται:
«Αν η πολιτεία του Ρήγα και των προκατόχων του και των μεταγενέστερων δεν ετελεσφόρησε εις τους υψηλούς περί της Ελλάδος σκοπούς της, κατέστησε τους Έλληνας πλέον φρονίμους ως προς την εκλογήν των πιο πρόσφορων μέσων για την αποβολή του ζυγού των. Και μολονότι δεν πρέπει να παρατρέξωμεν τάς εκ νέου δοκιμασίας των ιδίων εις τους Παρισίους εν μέρει και την Βιέννη γενικώτερον ».
Ο λόγος που έκανε τον Φιλήμονα να παρακάμψει, αν και «δεν έπρεπε», την επαναστατική δραστηριότητα στο Παρίσι και την Βιέννη των «ιδίων», δηλαδή των απογόνων του Ρήγα, ήταν η πρόθεση του να διαψεύσει την άμεση σχέση των απογόνων με την «Εταιρία των Φιλικών»
. Από το σημείο αυτό η αφήγηση γίνεται συγκεκριμένη: «Εις τη Βιέννη το 1813 έγιναν επαφές μεταξύ λογίων και εμπόρων Ελλήνων και παρουσιάστηκε ένα υπόμνημα για την κατάσταση της Ελλάδος». Εδώ εμφανίζεται το πρώτο « χοντρό λάθος» και το πρώτο « πλαστό γεγονός».
Το 1813 δεν έγιναν οι αόριστες « επαφές», αλλά άρχισαν το 1811 όπως θα δούμε και αργότερα, ενώ το «υπόμνημα» παρουσιάστηκε το 1814, όπως γνωρίζουμε πια από άλλες πηγές, και όπως ανέφερε και ο Φιλήμων στο δοκίμιο του 1859.
«Όλοι απέθεταν πλέον μεγάλες ελπίδες στα πρόσωπο του Κόμητος Καποδίστρια. Αυτός όμως δεν επίθετο για να μπουν σε ενεργεία τα προτεινόμενα πιο δραστήρια μέτρα και αφού τόνιζε σε όλους ότι οι Έλληνες δεν πρέπει να ελπίζουν σε βοήθεια εκ μέρους της Ευρώπης παρατηρούσε : «Πρέπει πρώτον να μορφώσωμεν Έλληνας και έπειτα να κάμωμεν Ελλάδα». Εννοούσε δε ότι έπρεπε να διαδοθούν τα φώτα τουλάχιστον εις το περισσότερο μέρος των Ελλήνων και ότι από μόνην την εκπαίδευση δύναται να πηγάσει αναγκαστικά η ανάσταση του έθνους ως καρπός ώριμος και όχι άωρος» (25). Χωρίς καθυστέρηση, η αφήγηση στο τρίτο κεφάλαιο δείχνει τους προσανατολισμούς της. «Όλοι» ήθελαν, και ο Καποδίστριας αντιδρούσε, ενώ εμφανίζεται και η πρώτη αυθαίρετη ερμηνεία, καθώς δίνεται αποκλειστικά εκπαιδευτικό περιεχόμενο στην φράση, «Πρέπει πρώτον να μορφώσωμεν Έλληνας και έπειτα να κάμωμεν Ελλάδα», που σήμαινε κάτι εντελώς διαφορετικό όπως θα δούμε στη συνέχεια. Πριν προχωρήσει , ο Φιλήμων, για να ενισχύσει την θέση για τις « εκπαιδευτικές» απόψεις του Καποδίστρια, πλέκει σε υποσημείωση, το εγκώμιο των εκπαιδευτικών πρωτοβουλιών του στα Ιόνια νησιά , αλλά και του ρόλου του στην άμυνα της Λευκάδας, για να εξισορροπήσει κάπως την κρίση του.
Από την Βιέννη και την άρνηση του Καποδίστρια, η ιστορία περνάει στην Αθήνα:

« Οι Αθηναίοι με ευγενή φιλοτιμία άρχισαν την σύσταση κάποιας Σχολής, και έγραψαν στον Άνθιμο Γαζή για να τους εξασφαλίσει βοήθεια από τους Έλληνες της Ευρώπης, εκ των οποίων πολλοί είχαν συγκεντρωθεί στη Βιέννη την εποχή αυτή. Ο Γαζής και ο Ιγνάτιος παρουσίασαν τα γράμματα αυτά στον χρόνων Καποδίστρια και τους άλλους. Ο Καποδίστριας υιοθέτησε την υπόθεση αυτή ως ωφέλιμον και συνάδουσαν με το σχέδιον του , και με την χρηματική βοήθεια που εξασφάλισε , εκ μέρους των Βασιλέων και διαφόρων Πριγκίπων ενδυναμώθη η Φιλόμουσος Εταιρία», και αφού αναφέρει ότι «συνέπραξαν ο μητροπολίτης Ιγνάτιος, ο Στούρζας και διάφοροι μεγαλέμποροι» σημειώνει: «Πολιτικαί περιστάσεις του τόπου εκείνου υπαγόρευσαν την μετάθεσιν της εταιρίας αυτής εις το Μόναχον», και συνεχίζει, «η εταιρία αύτη γνωστή υπό το όνομά Φιλόμουσος εταιρία των Αθηνών, εύρεν όλην την φιλότιμον υποδοχήν εις το πνεύμα των Ελλήνων»
Εδώ πια οι ανακρίβειες συσκοτίζουν σοβαρά τα πραγματικά γεγονότα. Οι Αθηναίοι δεν ίδρυσαν καμία σχολή και κανείς δεν έγραψε στον Άνθιμο Γαζή. Ο Φιλήμων αποσιωπά, ότι η «Φιλόμουσος των Αθηνών» ήταν δημιούργημα των Άγγλων, και μπερδεύει την Φιλόμουσο Εταιρία της Βιέννης με την Φιλόμουσο των Αθηνών, υποστηρίζει ότι η μεταφορά από την Αθήνα στο Μόναχο έγινε για «πολιτικούς λόγους», εταιροχρονίζει σε υποσημείωση τις παρατηρήσεις του Λιμπέριου (Μ)Πενάκη που έγιναν προς τον Γαζή το 1817 για το επικίνδυνο της ίδρυσης Ακαδημίας στην Αθήνα, και αναφέρεται αόριστα στο « σχέδιο του Καποδίστρια», το οποίο προφανώς προσπαθεί να συνδέσει με καθαρά εκπαιδευτικούς στόχους. Στο δεύτερο «Δοκίμιο» 25 χρόνια μετά θα διορθώσει την παραχάραξη, αναφερόμενος σε « απελευθερωτικά σχέδια». Το ιστορικό «ανακάτεμα» της Φιλόμουσου εταιρίας των Αθηνών και εκείνης της Βιέννης ακολούθησε αρκετά χρόνια μετά και ο «μέγας ιστορικός» της αγγλικής παρατάξεως Σπυρίδων Τρικούπης.
Στη συνέχεια, εντελώς ξαφνικά, με ένα λογικό και ιστορικό άλμα, ο Φιλήμων ανέφερε : «Την εταιρίαν ταύτην, ακολουθεί εκείνη των Φιλικών. Ποιοι ήσαν οι δημιουργοί της;»
Το ιστορικό ανακάτεμα , οδηγούσε στην εταιρεία που δημιούργησαν οι Βρετανοί το 1813 και μετά από, «ολίγον» Καποδίστρια και έναν εσωτερικό διάλογο, που δεν μπορούμε να παρακολουθήσουμε , ο συγγραφέας , έθετε μόνος του το ερώτημα, ποιοι ήσαν οι δημιουργοί της εταιρίας των Φιλικών και αμέσως απαντούσε :

«Πολλοί υψιπέται πολιτικοί ηθέλησαν να πετάξουσι δια της φαντασίας των από τον Ανταρκτικόν στον Αρκτικόν Πόλον, υποπτεύοντες δια να μην είπωμεν πιστεύοντες, ως τοιούτους τον Υπουργόν Καποδίστριαν και τινάς άλλους».(25)
Ο «ιστορικός» Φιλήμων πριν καν απαντήσει στο δικό του ερώτημα , γίνεται «δημοσιογράφος», και αρχίζει τήν διάψευση των απόψεων και την πολεμική, κατά ορισμένων ουρανοβατούντων πολιτικών τους οποίους δεν προσδιορίζει, γιατί προφανώς τότε θα ήσαν πολύ γνωστοί .
Το στυλ του ,και τα επίθετα, αποδεικνύουν ότι για να ικανοποιηθούν οι εντολείς του ,έπρεπε επιπροσθέτως, να χλευαστούν οι πολιτικοί τους αντίπαλοι.
Όσοι επέμεναν ότι ο Καποδίστριας οργάνωσε την επανάσταση, ήταν «ανόητοι», «χαμένοι στα σύννεφα»,και «ταξίδευαν από το Νότιο στο Βόρειο Πόλο».

Με την φράση, «υψιπέται πολιτικοί», που είναι «δημοσιογραφική» διατύπωση πολιτικού χλευασμού , και που καμία θέση θα δεν μπορούσε να έχει σε ένα ψύχραιμο και αντικειμενικό ιστορικό δοκίμιο, ο Φιλήμων, μας υποχρεώνει να διαβάσουμε το τρίτο κεφάλαιο του «Δοκιμίου» του 1834 , περισσότερο σαν δημοσιογραφικό κείμενο, που στρεφόταν κατά των «υψιπετών, σαν μια «πολιτική μπροσούρα»,που εξυπηρετούσε έναν πολύ συγκεκριμένο πολιτικό στόχο, και λιγότερο σαν τμήμα ιστορικής εργασίας .
Να λοιπόν που βρήκαμε έναν ακόμα σοβαρό λόγο για την επίσπευση της έκδοσης. Την πολιτική ανάγκη. Μήπως η βιαστική έκδοση έγινε κατ΄επιταγήν;
Μήπως συνδυαζόταν η έκδοση του δοκιμίου με την διακοπή, ή την αναστολή έκδοσης της εφημερίδας του Φιλήμονα, ο «Χρόνος» ;
Μήπως μετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη και την ανατροπή της κυβερνήσεως του, ο Φιλήμων, πού προερχόταν από τη διωκόμενη παράταξη , σαν άνθρωπος του Δ.Υψηλάντη, που είχε πεθάνει το 1832 στο Ναύπλιο, βρέθηκε αδύναμος και εκτεθημένος, και έγινε υποχείριο της παράταξης πού επωφελήθηκε από την δολοφονία του Καποδίστρια;
Μια ανάλογη εικόνα έδωσε ο Φιλήμων, στο κείμενο αφιέρωσης του «δεύτερου δοκιμίου» στην κα Μαρία Υψηλάντη, όπου περιέγραφε τα όσα τράβηξε από τα αγγλογαλλικά αγήματα το 1854 : «Καθ’ ην εποχήν εγενόμην ανάρπαστος εκ των κόλπων της οικογένειάς μου, υπό των όπλων της εν Πειραιεί κατοχής, εστερήθην δε ανεπιστρεπτεί της εικοσαετούς τυπογραφίας μου, αρπαγήσης ωσαύτως, και εδεσμεύθην μάλιστα τάς χείρας απαγορευθείς του δημοσιογραφικού μου έργου, μια μόνη καρδιά ευγενής επείδεν επί τη λυπηρά καταστάσει μου εκείνη, μια μόνη χείρ γενναία ελάφρυνε τότε το μέγα της συνεπούς οικονομικής μου απορίας βάρος ».(26) Είκοσι χρόνια πριν στο Ναύπλιο ο Φιλήμων είχε επίσης στερηθεί το δικαίωμα να δημοσιογραφεί και τότε δεν υπήρχε κανείς Υψηλάντης να τον βοηθήσει.

Εξηγήσαμε προηγουμένως, ότι η δολοφονία του Κυβερνήτη μπορεί μεν να άνοιξε τον δρόμο προς την εξουσία, στους αντιπάλους του, δεν έλυσε όμως το πολιτικό πρόβλημα.
Αν διαβάσουμε το «Ιστορικόν Δοκίμιον περί της Φιλικής Εταιρείας», σαν κείμενο, που εντάσσετο στον σκληρό πολιτικό πόλεμο που ακολούθησε τη δολοφονία του Κυβερνήτη, γίνεται αμέσως αντιληπτό ότι γράφθηκε κατά παραγγελία , και ότι στην πραγματικότητα , ήταν μια εκτενής, κυβερνητική διάψευση της ιστορίας.
Η ταυτόσημη περιγραφή των γεγονότων από τον αγγλόφρονα Τρικούπη επιβεβαιώνει την ύπαρξη « πολιτικών προδιαγραφών» που έπρεπε να ακολουθήσει ο Φιλήμων κατά την σύνταξη το «.Δοκιμίου».
Τα πραγματικά πολιτικά δεδομένα της περιόδου 1833-34, στα οποία αναφερθήκαμε συνοπτικά, μας οδηγούν στο συμπέρασμα, ότι ο Φιλήμων επιλέχθηκε για να συντάξει μια εκτενή και εμπεριστατωμένη διάψευση, όσων γνώριζε, η πίστευε ο λαός, και όσων υποπτευόταν η ευρωπαϊκή διπλωματία, σχετικά με την οργάνωση της επανάστασης και για τον ρόλο του Ι. Καποδίστρια σ΄ αυτήν, δικαιώνοντας την άποψη «περί αγυρτών» που διέδιδαν οι τουρκοκοτσαμπασήδες σαν τον Κανέλλο Δεληγιάννη.
Έπρεπε δηλαδή, να ανασκευάσει και να διαψεύσει τον θρύλο του Κυβερνήτη, και να αποδείξει ,ότι δεν ήταν αυτός, ο ιθύνων νους της επανάστασης, επειδή, το νέο Καθεστώς, φοβόταν την δύναμη του θρύλου και την απήχησή του στον λαό και αισθανόταν, ότι η εμπεριστατωμένη διάψευση του, και μάλιστα από άνθρωπο του «ρωσικού» κόμματος, θα το ενδυνάμωνε αποφασιστικά.
Εξαπολύθηκε μια επιχείρηση παραπληροφόρησης και από-πληροφόρησης, στηριγμένη στην λεπτομερή ανασκευή, ανασύνθεση και ανάπλαση βήμα το βήμα, των ιστορικών γεγονότων που συνεδέοντο με την προετοιμασία της ελληνικής επανάστασης .Tο νέο ελληνικό κράτος, από τη βαυαροκρατία και πέρα, η πολιτική και η συγγενική της, πνευματική ηγεσία, απεδέχθησαν αμέσως και πλήρως, το «Δοκίμιο περί της Φιλικής Εταιρείας», και υιοθέτησαν ασυζητητί έναν συγκεκριμένο τρόπο ανάγνωσης του. Με τον τρόπο αυτό, με «προεδρικό διάταγμα»,μας επεβλήθει με πολιτική απόφαση ένα υποκατάστατο της πραγματικής Ιστορίας .
Ο Φιλήμων, δεν επιλέχθηκε όμως, μόνο για τις πολιτικές αντιλήψεις του. Ήταν ο πρώτος, που προσπάθησε, με τον ζήλο του ερασιτέχνη ιστορικού, και του περίεργου δημοσιογράφου, να μαζέψει στοιχεία, και να μάθει περισσότερα. Ο πρώτος, που προσπάθησε να ξεδιαλύνει κάπως τα πράγματα, και πού για πολλά χρόνια μετά αναζητούσε εξηγήσεις. Ήταν λοιπόν ο σωστός άνθρωπος ,στη σωστή στιγμή ,για κάνει τη δουλειά που έπρεπε. Οι πληροφορίες πού του έδωσαν ο Αναγνωστόπουλος και άλλοι, το υλικό που μάζεψε, για τον οργανισμό της Εταιρίας των Φιλικών ,την Κατήχηση, τον μυστικό Κώδικα επικοινωνίας, τα «Εφοδιαστικά» και τούς Όρκους, και οτι έμαθε κοντά στον Δ. Υψηλάντη ,ήταν η πρώτη ύλη ,στην οποία βασίστηκε για να γράψει το «Ιστορικόν Δοκίμιον Περί της Φιλικής Εταιρίας».

Η πραγματική ταυτότητα της « Εταιρίας» ήταν, για όσους γνώριζαν, το πιο απόρρητο « εθνικό μυστικό», δεδομένου ότι το «εθνικό πρόγραμμα» της Εταιρίας δεν είχε υλοποιηθεί, και συνέχισε την ύπαρξη της. Το καποδιστριακό κόμμα προσπάθησε να επανακτήσει την εξουσία με την οργάνωση της μυστικής «Φιλορθοδόξου Εταιρείας» η οποία όμως κατεδόθη στις βαυαρικές αρχές και εξαρθρώθηκε .Σύμφωνα με την αστυνομία των Βαυαρών επικεφαλής ήταν ο Νικηταράς (στρατηγός Νικήτας Σταματελόπουλος) και ο αδερφός του Κυβερνήτη, Γεώργιος. Στόχος της εταιρείας ήταν η απελευθέρωση της Θεσσαλίας της Ηπείρου και της Μακεδονίας. Ένας από τους μάρτυρες της αστυνομίας κατέθεσε ότι την 1η Ιανουαρίου 1840 σχεδίαζαν να συλλάβουν τον Όθωνα για να τον υποχρεώσουν να ασπαστεί την ορθοδοξία. Στην εταιρία αυτή
αναφέρθηκε και ο «παρατρεχάμενος» του αγγλικού κόμματος
Ι. Μακρυγιάννης. «Τα 1839 Δεκέμβριον μήνα ξεσκέπασαν μιαν εταιρίαν ολέθρια δια την πατρίδα και Βασιλέα. Δούλευε εδώ-μέσα εις το κράτος και έξω εις την Τουρκιά κ’ εδώ εις την πρωτεύουσα ήταν οι αρχηγοί της. Ένας από τους εταιρίστας έβαλε τον Τζάμη Καρατάσιο και πρόδωσε τα μυστήριά τους και τους πιάσαν τα ένγραφά τους και κατήχησές τους και βούλες τους. Η εταιρία αυτείνη ονομάζεται Φιλορθόδοξος. Αρχηγός αυτεινής πιάστη ο αδελφός του Καποδίστρια ονομαζόμενος Τζορτζέτος εκεί στο σπίτι του βρέθηκαν πολλά ένγραφα. Ήταν κι’ ο Νικήτας, ο Κολαντρούζος κι᾿ άλλοι αρχηγοί. Τους φυλάκωσαν, τον Τζορζέτο και Νικήτα κι᾿ άλλους. Στο μυστικόν ήταν κι’ ο υπουργός Γλαράκης, ο Οικονόμος, Μιχάλβοντας, Μεταξάς και η συντροφιά, στρατιωτικοί και πολιτικοί. Αγροικιώνταν παντού και την πρωτοχρονιά τ᾿ Αϊβασιλιού θα κάναν το κίνημά τους εις την εκκλησίαν να βαρέσουν τον Βασιλέα κι’ άλλους πολλούς και ν’ ακολουθήσουνε αυτό παντού».(27) Η «μυστική» δράση αντικατοπτρίζεται και στα γεγονότα στο ελληνικό μέτωπο κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου.

Είναι πολύ ενδιαφέρον , οτι ο ίδιος ο Φιλήμων, γνώριζε πως, η συνείδηση του εθνικού συμφέροντος, επέβαλε στους πρωταγωνιστές της επανάστασης την σιωπή, και σημείωνε στο «Δοκίμιο» : «Εσυμβούλευσαν τινές την παντελή περί της Εταιρίας και της Αρχής της αποσιώπησιν, ως επιζημίων και των δύο.»(28) Επομένως «ο δημοσιογράφος Φιλήμων», γνώριζε ότι κανείς δεν επρόκειτο να διαψεύσει την διάψευση, αν και διασώζεται ακόμη η «προφορική» πληροφορία ότι ο Κολοκοτρώνης τον χαστούκισε , όταν βγήκε από την φυλακή, για να τον
« επιβράβευση» για το «δοκίμιο» του.
Η όλη προσπάθεια διευκολύνθηκε από την « αποκλειστική» πρόσβαση του Φιλήμονα στα διαθέσιμα αρχεία της επαναστατικής προπαρασκευής , την άγνοια του κοινού , και το δεδομένο, ότι ο μεν Νικόλαος Σκουφάς πέθανε το 1818 και ο Αθανάσιος Τσακάλωφ εγκατέλειψε την Ελλάδα μετά το θάνατο του Κυβερνήτη, και πέθανε στην Ρωσσία το 1851 χωρίς να μιλήσει η να γράψει ποτέ για τα γεγονότα στα οποία πρωταγωνίστησε. Η τελευταία επικοινωνία του Τσακάλωφ που γνωρίζουμε, ήταν στις 8 Αυγούστου 1832, όταν έγραψε από την Οδησσό στον Ξάνθο που ζούσε στο Βουκουρέστι. Από το γράμμα αυτό μαθαίνουμε, ότι έφυγε το Πάσχα του 1832 απ’ το Ναύπλιο, για την Κωνσταντινούπολη και μετά πήγε στην Οδησσό. «Πως ανεχώρησα και δια που και ο ίδιος το αγνοώ. Έφυγα χωρίς να ηξεύρω που ηπάγω.» έγραψε στον Ξάνθο. «Μία φοράν από Τριέστη σοι έγραψα εις Αγκώνα κάποιας προβλέψεις μου περί της μελλούσης καταστάσεως της Ελλάδος. Δι’ ολίγον καιρόν ενόμισα ότι τότε είχα απατηθεί, αλλά όχι. Η δύναμις των πραγμάτων είναι πάντοτε η αυτή.» (28)Ο Ξάνθος βέβαια αυτή την επιστολή δεν την παρουσίασε ποτέ, και ούτε βρέθηκε στο αρχείο του ,που δημοσίευσε η Ιστορική και Εθνολογική Εταιρία. Ο Τσακάλωφ από την Οδησσό πήγε στην Μόσχα κοντά στον Κομιζόπουλο. Εκεί δημιούργησε οικογένεια και έζησε το υπόλοιπο της ζωής του. Ακόμα δεν έχει εντοπισθεί ούτε καν ο τάφος του .

Ο τρόπος που χειρίστηκε το υλικό του ο Φιλήμων, προσέδωσε στο «Δοκίμιο» ποικιλία χαρακτηριστικών. Μπορεί να διαβαστεί σαν ένα ρεπορτάζ-αποκάλυψη, του στυλ «μάθετε ότι δεν ξέρετε», με συνεντεύξεις των άγνωστων πρωταγωνιστών, μόνο που του λείπουν, και ο πεθαμένος Σκουφάς, και ο σιωπηλός Τσακάλωφ, ενώ ο Αναγνωστόπουλος μιλάει οφ –δη ρέκορντ. Το τρίτο κεφάλαιο είναι καθαρά μια « μπροσούρα». Τα συμπεράσματα του προσαρμόζονται στις ανάγκες της «εργολαβίας» αλλά ταυτόχρονα πίσω από τις γραμμές της «μπροσούρας», πίσω από την «διάψευση», ο Φιλήμων , προσπάθησε να κρύψει τις δικές του απόψεις και αμφιβολίες, και να χωρέσει, πληροφορίες και υλικό, που δεν τις είχε διασταυρώσει, και που δεν ήξερε πόσο σωστές ήταν, δείχνοντας το δημοσιογραφικό του ένστιχτο. Είναι επίσης πολύ πιθανό, ότι ο Φιλήμων, δεν είχε καμία πρόθεση να οδηγήσει την «δημοσιογραφική» και ιστορική του έρευνα βαθιά, μέχρι « το κόκκαλο», ακολουθώντας και αυτός τον «κανόνα της σιωπής». Άλλα έγραφε, άλλα έδειχνε να υπονοεί και άλλα τελικά εννοούσε. Μέσα στους λεκτικούς ακροβατισμούς του, έκρυβε όσα πραγματικά δεδομένα γνώριζε, και διαψεύδοντας, επιβεβαίωνε. Το αποτέλεσμα ήταν κάτι ανάμεσα, σε ιστορικό αφήγημα, σε άρθρο, και σε μυθιστόρημα και στο τέλος το βιβλίο που βγήκε για να αποκωδικοποιήσει τα μυστικά της εταιρίας των φιλικών έγινε το ίδιο «μυστικό», και απέκτησε τον δικό του κώδικα. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι ενώ διέψευδε αρκετές φορές την συμμετοχή το Καποδίστρια στην προπαρασκευή της επανάστασης σε υποσημείωση του τρίτου κεφαλαίου επεσήμανε: « Ο σχηματισμός ελληνικών σωμάτων μισθοδοτούμενων από την Επτάνησον χρεωστείται εις την προσπάθεια του Καποδίστρια. Διά μερικόν καιρόν διεύθυνε και την κοινή διοίκησιν τούτων συνδέσας με τους Έλληνας ανώτερους αξιωματικούς των, τας πλέον στενάς και τας πλέον ωφελίμους σχέσεις διά το μέλλον της Πατρίδος. Η οικία του ήτο το πανδοχείον όλων των εθελοντών και προσφύγων πολεμικών της Ρούμελης και της Πελοποννήσου. Τοιουτοτρόπως αποκαθίστατο η Επτάνησος η μόνη εστία όθεν έμελλε να ενεργηθή και ώριμος πόλεμος όλης της Ελλάδος. Μετά την συνθήκη του Τιλσίτ ο Καποδίστριας είδε ματαιουμένους ως προς τούτο το μέρος τους υψηλούς σκοπούς του». Και αμέσως μετά συμπλήρωνε: « (Ο Καποδίστριας) υπηρετούσε τη Ρωσσία αφωσιωμένος πάντοτε εις την Ελλάδα και εις την σωτηρία της .Ίσως δυνηθώμεν να εξηγήσωμεν άλλοτε, όσα ο μέγας ούτος νους εμελέτα περί της Ελλάδος μέτρα, χρονιώτερα μεν κατά μέρος, αλλά πλέον βάσιμα και εκτεταμένα» . Την ίδια στιγμή λοιπόν που εμφάνιζε τον Καποδίστρια σαν Κοραή, τον παρουσίαζε έτοιμο να αρχίσει το 1807 τον πόλεμο για την απελευθέρωση της Ελλάδας, και είχε το κουράγιο να διαφωνεί έστω και σε υποσημείωση με την κυβερνητική προπαγάνδα και να γράφει ότι, «ο Καποδίστριας ήταν αφοσιωμένος πάντοτε στην Ελλάδα». Η υπόσχεση του, να αναφερθεί « κάποτε» στα σχέδια του Καποδίστρια που γνώριζε, δεν τηρήθηκε ποτέ.
Η αποκωδικοποίηση των προθέσεων του Φιλήμονα-Βασιλείου μπορεί να γίνει μόνο με την προσεκτική ανάγνωση του δεύτερου και πιο συστηματικού «Δοκιμίου», του 1859 , όπου ο ίδιος, έδωσε ορισμένα κλειδιά, για το ανάποδο διάβασμα του έργου του ,και άφησε στον ιστορικό του μέλλοντος τη λύση των δικών του ερωτηματικών.

Η παραπληροφόρηση

Η «διόρθωση», της ιστορίας, άρχιζε από το εξώφυλλο του «Ιστορικού Δοκιμίου» αφού η οργάνωση της Οδησσού, ελέγετο , «Εταιρία των Φιλικών»,και όχι «Φιλική Εταιρία», όπως την βάπτισαν, «διορθώνοντας», τα γλωσσικά λάθη, των «παρακατιανών» ιδρυτών της, για τα οποία χλεύαζε τον Σκουφά ο Τρικούπης. Ας επιστρέψουμε όμως στην φράση κλειδί, που αποκαλύπτει , όπως είπαμε, το στοιχείο της πολιτικής «μπροσούρας» . «Πολλοί υψιπέται πολιτικοί ηθέλησαν να πετάξουσι δια της φαντασίας των από τον Ανταρκτικόν στον Αρκτικόν Πόλον, υποπτεύοντες δια να μην είπωμεν πιστεύοντες, ως τοιούτους τον Υπουργόν Καποδίστριαν και τινάς άλλους». Στη συνέχεια η διάψευση γινόταν πιο συγκεκριμένη : (23)«Ανέτρεξαν τινές, εις προγενεστέραν εποχήν, πλάττοντες συμφωνίες μεταξύ του Καποδίστρια, του Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου (του Φυραρή) και του Ροδοφοίνικος.». Εάν επομένως υπήρξε προγραμματισμός και σχεδιασμός με τη συμμετοχή του Καποδίστρια αυτό ήταν « πλάσμα της φαντασίας μερικών». Η παράγραφος αυτή ήταν συγκεκριμένη υποχρέωση διάψευσης πραγματικού γεγονότος ,γατί το 1811 ιδρύθηκε στη Μόσχα η στοά «Φοίνιξ» (24)με την παρουσία του Ιωάννη Καποδίστρια, του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου (Φυραρή) και του Διονυσίου Ρώμα ,και του ετέρου Έλληνα διπλωμάτη στην υπηρεσία του Τσάρου του Ροδοφοινίκη που ήταν διευθυντής ασιατικών υποθέσεων και είχε χρησιμοποιηθεί σαν πράκτορας- σύνδεσμος κατά την σερβική επανάσταση . Η «δημιουργική» φαντασία του Φιλήμονα , φρόντισε μόνον για την εξαφάνιση του Κόντε δε Ρώμα, και την αναβάθμιση του Κωνσταντίν Κωνσταντίνοβιτς Ροδοφοινίκη , που είχε στην επαναστατική Εταιρία, τον κωδικό, ο «Φρόνιμος», και τον οποίο ο κατάλογος των 692 πρωταγωνιστών της Εταιρίας που συνέταξε ο Φιλήμων το 1859 τον παραλείπε . Η διάψευση ωστόσο επιβεβαιώνει σε όσους γνώριζαν ασαφώς, την επαφή, την συμφωνία και τη συνάντηση του Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου με τον Καποδίστρια, και υποψιάζει αυτούς που δεν την γνώριζαν.

Επειδή όμως, ο Φιλήμων δεν είχε τρόπο να αποδείξει, ότι «επλάσθησαν οι συμφωνίες» και για να δώσει μια επίφαση αντικειμενικότητας έγραφε: «Και αν εκλάβομεν εναντίον πάσης πίστεως, ως πιθανόν, ότι εμελέτησαν ούτοι , την πέραν του Δουνάβεως μετάβασιν των ευρισκομένων εις την Ρωσσίαν Ελληνο-Βουλγάρων, τούτο δεν δύναται να έχει τι κοινόν μήτε ως προς τας αρχάς μήτε ως προς την φύσιν της Φιλικής Εταιρίας.» Έτσι μ’ έναν άτσαλο τρόπο, εμφάνιζε ένα περιεχόμενο συμφωνίας ανύπαρκτο ,που το σκέφθηκε μόνος του, την διάβαση του Δούναβη από τους Ελληνο-Βουλγάρους , το οποίο παρεπέμπε σε σχέδιο κατάληψης των ηγεμονιών, που θα εξυπηρετούσε τις φιλοδοξίες των φαναριώτικών οικογενειών ,τις οποίες είχαν εκθέσει στον Καποδίστρια το 1818 στο Κισινιέφ, ο Μαυροκορδάτος (ο νεότερος) και ο Πανταζόγλου ως απεσταλμένοι του Καρατζά και του Καλλιμάχη . Όμως, οι «πλάθοντες σχέδια» , ανεφέροντο σε σχέδιο για την ανεξαρτησία της Ελλάδας, και όχι σε επιχειρήσεις στη Μολδοβλαχία. Το καλύτερο βέβαια είναι η κατάληξη, γιατί εκεί βρίσκεται η ουσία. Οι συμφωνίες Καποδίστρια-Μαυροκορδάτου, και αν υπήρξαν δεν έχουν καμία σχέση με την Φιλική Εταιρία. Αυτός ήταν ο στόχος της διάψευσης. Ο «πολυμήχανος» Φιλήμων για να μην «καρφωθεί» την έβαλε σε υποσημείωση. Αν διαβάσουμε ανάποδα την διάψευση, μας λέει ότι υπήρχαν συμφωνίες Καποδίστρια- Μαυροκορδάτου που είχαν σχέση με την εταιρία των Φιλικών.
Η εργολαβική διάψευση όμως δεν μπορούσε να προσπεράσει τον Ρήγα: «Άλλοι υπέθεσαν τους οπαδούς του Ρήγα Φεραίου», σημείωνε, και με τόλμη σχολίαζε: «Αι υπολήψεις έχουσι δύναμιν σημαντικήν εις τα πνεύματα των ανθρώπων, αποκαθιστώσαι πιστευτά και τα πλέον ανύπαρκτα». Δηλαδή, ο θρύλος του Ρήγα, έκανε αυτούς τους «άλλους», να βλέπουν φαντάσματα. Από την πολεμική του Φιλήμονα , πρέπει να συγκρατήσουμε, ότι το 1834 στην ελεύθερη πια Ελλάδα, υπήρχαν εν ζωή πολλοί άνθρωποι που ησχολούντο με την πολιτική, και οι οποίοι απέδιδαν την προετοιμασία της Επανάστασης στον Καποδίστρια και «τινάς άλλους», και ότι συνέδεαν την υπόθεση με τους οπαδούς του Ρήγα Φεραίου.

Στο Δεύτερο δοκίμιο ,θα συνεχίσει τη διάψευση της σύνδεσης της ελληνικής επανάστασης με τα ευρωπαϊκά κινήματα. «Ερρέτωσαν ούτως όσοι υπέλαβον, ή από σκοπού εκήρυξαν, την Φιλικήν Eταιρίαν ως κλάδον των Ανθρακέων (Καρβονάρων), ή απομίμησιν των lακωβίνων» Αυτή η διάψευση όμως ήταν και «εθνική υπόθεση», από το ΄21 και μετά. Έτσι πάντως μας επιβεβαιώνε τη βαθειά ιακωβίνικη επιρροή στο ελληνικό κίνημα και την σχέση της «Αγίας Ελληνικής Επανάστασης» με τους «άθεους», και τους «σατανάδες», Ιακωβίνους και Καρμπονάρους.
Μετά από πολύ κόπο, αφού διέψευσε όλες τις λογικές εκδοχές για την προετοιμασία της επανάστασης, προ του λογικού και ιστορικού αδιεξόδου που τον οδηγούσαν οι διαψεύσεις, ο Φιλήμων, αναφώναξε Εύρηκα. Βρήκε τη λύση ,ως γνήσιος Διάου (25), στο μέγα ερώτημα , πως άρχισε η Επανάστασις , και με ενθουσιασμό απαντά. Ποιος Καποδίστριας; και ποιος Ρήγας Φεραίος; «Η φύσις» κύριοι!!! «Φαίνεται όμως άπορον πάρα πολύ ότι μέγα μέρος ανθρώπων ότι δε θέλησε να ρίψη και εν όμμα εις την μεγάλην οικογένειαν της Φύσεως. Ημείς θέλομεν ακολουθήσει εναντίον εκ διαμέτρου δρόμον και θαρούμεν, ότι θέλομεν πλησιάσει την αλήθειαν.». Νομίζω ότι η παράγραφος αυτή δίνει ένα ακόμα από τα κλειδιά για να διαβάσουμε ανάποδα την διάψευση της ιστορίας. Μόνος του δηλαδή ο Φιλήμων, μας δείχνει , «τον εκ διαμέτρου αντίθετο δρόμο»,που αν τον ακολουθήσουμε και εμείς, «θέλομεν πλησιάσει την αλήθειαν.». Ο Φιλήμων, χρειάστηκε μόνο, τρεις σελίδες, για να ανατρέψει και να διαψεύσει όλα τα πραγματικά γεγονότα και να θέσει τις βάσεις της παραμυθοστορίας, που « έπρεπε» να μας σερβίρει. Μετά τον δημοσιογράφο έπιασε δουλειά ο Αίσωπος, που απαλλαγμένος ,από τα γεγονότα , άρχισε το «κέντημα».

Μια φορά κι έναν καιρό, «κατά τα τέλη του 1813 διεχύθη εις την Οδησσόν η φήμη της δια του Καποδίστρια ενισχυθείσης Φιλομούσου εταιρείας εις την Βιέννη.» Βεβαίως, το ότι το 1813 ο Καποδίστριας ακολουθούσε τον Τσάρο στο μέτωπο και βρισκόταν στην Ελβετία, και το οτι δεν μπορούσε να «διεδόθη η φήμη» ,το 1813 στην Οδησσό ,αφού η Φιλόμουσος Εταιρεία ιδρύθηκε την 1-1-1815 είχαν μικράν σημασία, για τον «ιστορικό» μας και τους πελάτες του. Στη συνέχεια ο Φιλήμων ξόδεψε μια ολόκληρη σελίδα με αερολογίες και φλυαρίες για να τετραγωνίσει τον κύκλο , να τεκμηριώσει το αδύνατο και το παράλογο και να αποδείξει ότι τα άλογα είναι πράσινα . « Τα πνεύματα μερικών νεαρών Ελλήνων αναπολούσαν το ανυπόστατο», « η ενεργητική ιδέα περί της ελευθερίας κυοφορείται αυτομάτως», «τρεις άγνωστοι μεταξύ τους και έπειτα φίλοι»,
« άνθρωποί άπειροι που αγνοούσαν πώς να ζητήσουν αυτό που επιθυμούσαν» ,
ο Νικόλαος Σκουφάς, ο Αθανάσιος Τσακάλωφ και Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος συσκέπτονται χωρίς να αποφασίσουν τίποτε. Ο Σκουφάς όμως που «καίγεται» επανέρχεται με γραπτές παρατηρήσεις για την ελευθερία της Ελλάδας, που προκαλούν τα γέλια των άλλων δύο . Τα γέλια, κάθε σοβαρού μελετητή θα έπρεπε να προκαλέσει η απελπισμένη προσπάθεια του Φιλήμονα να εμφανίσει τρεις αγνώστους να έρχονται σε επαφή χωρίς να εξηγεί πότε και πώς, και να αρχίζουν τον σχεδιασμό μιας επαναστατικής οργάνωσης, οι άσχετοι και οι «ασήμαντοι» που έλεγε ο Τρικούπης, και όλα αυτά χωρίς ημερομηνίες αλλά με το «κάποτε στην Οδησσό το 1813» . «Η τοιαύτη κατάστασις των πραγμάτων διήρκεσεν ως τα μέσα του 1814». Αυτή ήταν η «θεωρία των δύο Φάσεων» . Μια προκαταρκτική-αναγνωριστική από το 1813 και πριν το συνέδριο της Βιέννης, όπως έγραφε, και μια ουσιαστική , που ακολούθησε την συγκρότηση από τον Καποδίστρια της Φιλομούσου Εταιρείας στη Βιέννη, την οποία όμως μπερδεύει σκόπιμα με την αγγλική εταιρία των Αθηνών. Η βάση χρονολόγησης των γεγονότων από τον Φιλήμονα , είναι οι δύο φάσεις, πριν και μετά , την ίδρυση της Φιλομούσου Εταιρείας , στη Βιέννη . Και αυτό δείχνει ότι έπρεπε -για κάποιο σπουδαίο λόγο - να τεκμηριώσει, το πώς , η πρωτοβουλία των τριών, (ανεξάρτητα από το ποιοι) ,προϋπήρξε της Φιλομούσου Εταιρείας. Η πρωτοβουλία, προΰπηρξε του Συνεδρίου της Βιέννης. Η θέση αυτή είναι, ένα τα θεμέλια της πλαστογραφίας. Έτσι έπλασε, τη συνάντηση το 1813 των τριών φίλων, στην Οδησσό , ανεξάρτητα απ' το γεγονός, όπως θα δούμε αργότερα, ότι ο Τσακάλωφ τότε βρισκόταν στο Παρίσι, οι οποίοι συζητούν, περί της δημιουργίας μίας επαναστατικής Εταιρείας και πού, όταν «μαθαίνουν» τα νέα από τη Βιέννη , ενθουσιάζονται και υλοποιούν τα σχέδιά τους . Μέσα από το ανακάτεμα ημερομηνιών και οργανώσεων όμως, προβάλλει το γεγονός ότι η επαναστατική προσπάθεια άρχισε στο συνέδριο της Βιέννης και συνδέεται , με την Φιλόμουσο Εταιρία που ίδρυσε ο Καποδίστριας. Το γεγονός αυτό μας το επιβεβαιώνει και μια άλλη πηγή, η Ρωξάνη Στρούτζα της οποίας τα απομνημονεύματά εξέδωσε η καθηγήτρια Ελένη Κούκου. Η Ρωξάνη, εγράφε για το πώς, της ανακοίνωσε ο Καποδίστριας στη Βιέννη, ότι δεν μπορούσε να την παντρευτεί, ενώ όλη η ρωσσική αυλή περίμενε τον γάμο των δύο Ελλήνων.«Πρέπει να προσφέρω τον εαυτό μου θυσία, στους Αγώνες για την πατρίδα μας, για την Ελλάδα και αυτόν τον δρόμο της θυσίας πρέπει να τον βαδίσω μόνος μου».(21) Στη συνέχεια θα μπορέσουμε να αποκωδικοποιήσουμε τη φράση αυτή.
Ολοκληρώνοντας τις σκέψεις του για το προκαταρκτικό στάδιο ο Φιλήμων διατύπωσε το ακόλουθο συμπέρασμα : «Εις την Βιέννην άρα ενισχύθη η Φιλόμουσος, εις δε την Οδησσόν εσυστήθη η Πολιτική Εταιρία της Ελλάδος». Το πως μπορεί να στηθεί ένας συλλογισμός που εξισώνει το «ενισχύθη» με το «εσυστήθη», μόνον η ανάγκη να παρουσιασθεί η οργάνωση της Οδησσού σαν Πολιτική Εταιρία, το δικαιολογεί.

Στη συνέχεια, πέντε χρόνια μετά, το 1839 ,άλλαξε, ή τον έπεισαν να αλλάξει, άποψη, υποβίβασε τον Αναγνωστόπουλο και λάνσαρε το «τρίδυμο», Ξάνθος-Τσακάλωφ-Σκουφάς, χωρίς να τροποποιήσει το «διφασικό» σύστημα. Το γιατί, το «σενάριο» απαιτούσε τρεις αρχηγούς και όχι δύο, έναν, ή τέσσερεις, πρέπει να το αποδώσουμε στο λογοτεχνικό τάλαντο του «δημιουργού» , και να το συνδέσουμε με τον «μαγικό» αριθμό 3 και με τον συμβολισμό της Αγίας Τριάδος, του τρισυπόστατου , που διευκόλυνε τους χριστιανούς ορθοδόξους, να «καταπιούν το χάπι».Οι πέντε πάντως αποκλείονταν γιατί τότε θα ήταν Καρμπονάροι.

Στην διορθωμένη παραλλαγή του 1839, με τον Ξάνθο, προστέθηκε και το καρύκευμα, της γνώσης από τον νέο πρωταγωνιστή , των «φοβερών τεκτονικών μυστικών»,τα οποία έμαθε… περνώντας από τη Λευκάδα. Το καρύκευμα είχε τόση επιτυχία , ώστε ο τέκτων καθηγητής της ιστορίας, στο πανεπιστήμιο Αθηνών Α.Π. Δασκαλάκης,(22) στην εισαγωγή του στα απομνημονεύματά του Ξάνθου, (την εποχή της χούντας), να σημειώνει :«Δεν είναι γνωστόν μέχρι ποιου βαθμού έφθασε, αλλά λαμβανομένου υπ’ όψιν του βραχυτάτου χρονικού διαστήματος, κατά το οποίον παρέμεινε εις Λευκάδα, και δεν αναφέρεται να χρημάτισε μέλος άλλης στοάς ,δεν θα προχώρησε πέραν του πρώτου βαθμού. Αλλ’ αυτή η απλή μύησις υπήρξεν αποφασιστική δια την περαιτέρω εθνικήν δραστηριότητα του ,διότι εκείθεν ενεπνεύσθει την ιδέαν της ιδρύσεως μιας μυστικής εταιρίας με σκοπόν την απελευθέρωση της Ελλάδος.» Να λοιπόν, που η Στοά έδωσε μια σπρωξιά στον Ξάνθο, για να μπει στην ιστορία από το παράθυρο. Γιατί η Στοά, διάλεξε από τους εκατοντάδες επιφανείς τέκτονες της επανάστασης τον Ξάνθο θα το αντιληφθούμε στη συνέχεια. Το γεγονός είναι ότι ο Ξάνθος αλληλογραφούσε με τον Ρώμα στο διάστημα Ιούνιος-Ιούλιος 1822, όταν αυτός βρισκόταν στην Βενετία, όπου είχε καταφύγει το 1820 για να αποφύγει την καταδίωξη του Μειτλάντ και τη φυλάκιση. Στο αρχείο του ΕΛΙΑ υπάρχουν επιστολές του Ξάνθου προς τον Ρώμα και από την « κρίσιμη» για την επανεμφάνιση του περίοδο, του 1835-39 . Ο Ρώμας του είχε γράψει στις 12/24 Ιουνίου 1822 την ακόλουθη υπόσχεση την οποία κράτησε: «Άμποτε η θεία πρόνοια να θεσπίση την ανάστασιν και ανεξαρτησίαν του ημετέρου γένους, και τότε δεν θέλει να μείνουν απλήρωτοι οι κόποι σας και άδοξαι αι θυσίαι σας προς το κοινόν όφελος». Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι τα «απομνημονεύματά» του Ξάνθου αποτελούν σε όλες τις παραλλαγές τους αντιγραφή, μερικές φορές κατά λέξη του κειμένου του «Δοκιμίου περί της Φιλικής Εταιρίας» , γεγονός που αποδεικνύει και την στενή τους συνεργασία αλλά και την « ιστορική» καθοδήγηση του Ξάνθου από τον Φιλήμονα. Το «Δοκίμιο», αναγόρευσε τον Φιλήμονα, στον «Γκουρού», τον κατεξοχήν δηλαδή, «ιστορικό» της ελληνικής επανάστασης, και είναι χαρακτηριστικό ότι τα πρώτα ιστορικά και αυτοβιογραφικά έργα που ακολούθησαν έκαναν παραπομπές σε αυτό. Πολλοί αγωνιστές μάλιστα που αναζητούσαν μια θέση στην Ιστορία του παρέδιδαν τα αρχεία και τα ντοκουμέντα τους . Ο μόνος που του έδωσε μεν « κάτι » αλλά άσκησε « έμμεση κριτική ήταν ο Χρ.Περραιβός, , ο οποίος στα «Πολεμικά Απομνημονεύματά », το 1836, έγραφε: « Περί δε της δευτέρας Εταιρίας ο κ. Ιωάννης Φιλήμων έγραψε κατά πλάτος και ανεκάλυψε και ικανά πράγματα, τα οποία ήσαν άγνωστα και ως εκ τούτου πιθανόν να ελησμονώντο παντάπασιν». Ο βουτηγμένος μέχρι το κόκκαλο στην επανάσταση Περραιβός, αναφερόταν στην «δεύτερη» Εταιρεία και το ποια θεωρούσε πρώτη είναι ακόμα και σήμερα ζήτημα πολλών αναλύσεων. Η επισήμανση του ,ότι ο Φιλήμων «ανακάλυψε πολλά», ήταν σαφέστατα ειρωνικός σχολιασμός , αφού ο ίδιος ο Περραιβός ήξερε πολύ περισσότερα, αλλά ακολούθησε τον « κανόνα της σιωπής» .

Ένα παράθυρο για την αλήθεια

Αρκετά χρόνια αργότερα, στο «Ιστορικό Δοκίμιο περί της ελληνικής Επαναστάσεως», πιο ώριμος, πιο σίγουρος, και με λιγότερες δεσμεύσεις, ο Φιλήμων θα προσπαθήσει να ανασκευάσει τον εαυτό του,

« ούτως εθεωρούμεν πάντοτε ατελές και πολλαχού εσφαλμένον το περί της Φιλικής Εταιρίας Δοκιμίον του 1834, εν ω οι πάντες εντελές και αδιαφιλονείκητον παρεδέχοντο, μη υπαρχούσης άλλης επί του αυτού αντικειμένου συγγραφής πλουσιοτέρας και ακριβεστέρας» , δίνοντας με αριστοτεχνικές διατυπώσεις ενδείξεις της πραγματικής ιστορίας, χωρίς όμως να ανατρέψει την αρχική του κατασκευή και χωρίς να ακυρώσει τον προσωπικό του πια μύθο, του ιστορικού της Ελληνικής Επαναστάσεως. Ας τον απολαύσουμε. Γράφει: «Έμποροι εν Μόσχα εκυοφόρησαν την προς επανάστασιν εθνικήν ενότητα, έμποροι εν Οδησσώ εμαιεύσαντο, και έμποροι εν Κωνσταντινουπόλει εθήλασαν ταύτην.» (26) Το παραμύθι των τριών της Οδησσού καταργείται. «Έμποροι εν Μόσχα εκυοφόρησαν» ,δηλαδή από εμπόρους στη Μόσχα, ξεκίνησε η οργάνωση. Εκεί έγινε η «σύλληψη και η κυοφορία. Επιβεβαιώνει, έτσι, ότι πριν την οργάνωση της Οδησσού, προΰπήρχε ένας πυρήνας στη Μόσχα. Μετά την κύηση, το δεύτερο φυσικό στάδιο, η γέννηση. «Εν Οδησσώ εμαιεύσαντο».Δικαιώνει επομένως στα 1859, τον Σπηλιάδη πού έγραφε το 1851, «οτε κατήλθεν ο Σκουφάς, Απόστολος». Άλλωστε ο Φιλήμονας έσπευσε πρώτος να χειροκροτήσει το ιστορικό έργο του Σπηλιάδη μόλις εκδόθηκε, , αν και από τις πρώτες σελίδες του, αναιρούσε το Δοκίμιο του. Ο Φιλήμων αξιοποιώντας στο σχήμα της περιγραφής του την σχέση των αδελφών Σέκερη με την οργάνωση μας έδωσε , ένα ακόμα κλειδί, για να διαβάσουμε σωστά τον κώδικα του. Πρώτα ο Γεώργιος στην Μόσχα ,μετά ο Αθανάσιος στην Οδησσό και τέλος ο Παναγιώτης στην Πόλη. Στην δεύτερη Ιστορία άλλαξε και το σενάριο των τριών ,που έγιναν οκτώ και άνω. «Η γενναία σύλληψις και η γενναιοτέρα έναρξις της εφαρμογής της ελληνικής ενότητος απέκειτο τή μέση τάξει τη εμπορική ιδίως. Νικόλαος Σκουφάς, Αθανάσιος Τσακάλωφ, Αθανάσιος Σέκερης, Εμμανουήλ Ν. Ξάνθος, Παναγιώτης . Αναγνωστόπουλος, Παναγιώτης Σέκερης Αντώνιος Κομιζόπουλος και οι τοιούτοι» .Ενώ στην Μπροσούρα του 1834 ,δεν μπόρεσε να «χωρέσει», έναν πολιτικό στόχο της επανάστασης στην δεύτερη εκδοχή έγραφε: «Κύριον είχεν αύτη σκοπόν … το όλον μεν περιλαμβάνουσαν των διαφόρων υπό το σύμβολον της Ορθοδοξίας ενουμένων εθνικοτήτων της πεπτωκυίας ελληνικής αυτοκρατορίας σημείον δέ κυριώτατον έχουσαν την καθέδραν ταύτης, την Κωνσταντινούπολιν»
Αυτός λοιπόν ήταν ο σκοπός της Επανάστασης. Η δημιουργία της Ελληνικής Αυτοκρατορίας και η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Αλλά ο σκοπός αυτός, θα πρέπει να αναχθεί στην «μήτρα»,πού «κυοφόρησε» την οργάνωση. Η χρησιμοποίηση της παραβολής της «σύλληψης», μας πάει υποχρεωτικά πιο μακριά. Για να γίνει η «σύλληψις», απαιτούνται δύο πόλοι. Ο αρσενικός και ο θηλυκός, και επομένως έτσι , μας δείχνει την ύπαρξη του πόλου ,του «κρίνου»,πού γονιμοποίησε την «μήτρα» της Μόσχας ,πού «κυοφόρησε» την Εταιρεία των Φιλικών. Στη συνέχεια διορθώνει ένα άλλο, πολύ μεγάλο λάθος του παραμυθιού της «Χαλιμάς» του 1834 . « Καταλλήλως οι δημιουργοί ωνόμασαν το σύστημα τούτο «Eταιρίαν των Φιλικών», εν τω πνεύματι της αγάπης και ουχί Εταιρίαν των Ελλήνων εν τω πνεύματι της ατομικότητος ως έσφαλον οι εν Μόσχα επί του 1820 οργανώσαντες επί τω αυτώ σκοπώ τήν «Φιλόμουσον και Φιλάνθρωπον Γραικικήν Εμπορικήν 'Εταιρίαν».

Επειδή, όταν έγραφε το παραμύθι του 1834 ,δεν ήξερε τι έγραφε το χαρτί πού υπέγραψε ο Υψηλάντης, στην Αγ.Πετρούπολη, άφησε μια τεράστια τρύπα στην ιστορία του, την οποία προσπαθεί να μπαλώσει, γνωρίζοντας ότι ο πολύς κόσμος δεν ήξερε το έγγραφο αυτό .Ο Υψηλάντης ανέλαβε έφορος μιας ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ, της οποίας τα ηγετικά στελέχη βρισκόταν στη Μόσχα . Αυτό , ο «ιστορικός» μας, το γνώριζε πια όταν έγραφε το δεύτερο δοκίμιο και αφού δεν μπορούσε να το διορθώσει, έκανε ότι και κάθε καλός δημοσιογράφος, όταν βρίσκεται σε δύσκολη θέση. Προσπαθεί να δημιουργήσει σύγχυση. Ανακατεύει την Ελληνική Εταιρία με τη νέα μετωπική οργάνωση «Φιλόμουσον καί Φιλάνθρωπον Γραικικήν Εμπορικήν 'Εταιρίαν», υπονοώντας ότι, ήταν «συνθηματικό» το κείμενο, και επομένως ,το γεγονός ότι, ο Υψηλάντης υπέγραψε έφορος της Ελληνικής Εταιρίας, παραπέμπει στην Εταιρία των Φιλικών. Μπορεί όμως απλά, να ήθελε να μας υποψιάσει για να βρούμε το πραγματικό όνομα της Εταιρίας. Ο Φιλήμων γνώριζε τότε βέβαια, όπως τώρα ξέρουμε και εμείς, ότι η Γραικική 'Εταιρία συνεστήθει ως προκάλυμμα των επαναστατικών δραστηριοτήτων ,μετά την ανάληψη της Γενικής Εφορίας από τον Υψηλάντη ,ο οποίος παρουσίασε το καταστατικό της στον Καποδίστρια. Αλλά αυτά για τον τολμηρό ιστοριογράφο θα είχαν ίσως σημασία στο μέλλον. Επιβεβαιώνει , ότι οι «έμποροι εις την Μόσχα», δημιούργησαν την « Γραικικήν 'Εταιρίαν», και μας αφήνει την πόρτα ανοιχτή ,προς αναζήτηση της αλήθειας.

Στην δεύτερη, «βελτιωμένη», έκδοση με αριστοτεχνικό τρόπο ο Φιλήμων εξήγησε, ότι η Εταιρία των Φιλικών ήταν απλά, μια μετωπική οργάνωση ,ένας μηχανισμός, για να διαδίδει το Κέντρο της Επανάστασης την πολιτική του, γιατί αυτό, το Κέντρο, προετοίμαζε τον πόλεμο. Μας πληροφόρησε έτσι , ότι η οργάνωση της Οδησσού δεν ήταν το Κέντρο που σχεδίασε την επανάσταση.
« η Φιλική Εταιρία συνεκροτήθη ουχί προς κατήχησιν, διότι κατηχήσεως ανάγκην δια την ελευθερίαν και ανεξαρτησίαν αυτού ούτε ο Έλλην, ούτε ο Βούλγαρος ή ο Σέρβος είχον, αλλά προς την μόρφωσιν ενός του γενικού πνεύματος του κέντρου, εις ο απέκειτο η προπαρασκευή προς τον πόλεμον· και, επειδή η τοιαύτη εργασία αδύνατος ην εν τω φανερώ, διό τούτο επήλθεν η υποχρεωτική προσφυγή εις μέτρα εν τω κρυπτώ».(27) Παράλληλα παρουσιάζοντας αναλυτικά, με έγγραφα, τη δραστηριότητα των Φιλικών επί της αρχηγίας Υψηλάντη, μας έδωσε το μέτρο σύγκρισης με το μετωπικό σχήμα που εμφανίστηκε στην Οδησσό.

Το καλύτερο και πιο αριστοτεχνικό εύρημα του, είναι η επεξήγηση του ρόλου της Φιλομούσου Εταιρίας πού ίδρυσε ο Καποδίστριας στη Βιέννη, χωρίς να αναφερθεί, καθόλου σ΄αυτόν, και χωρίς να διαψεύσει ταυτόχρονα τούς «αγγλο-Τρικούπηδες».«Μάλιστα δε, όπως εργάζηται η Φιλική Eταιρία ελευθερώτερον και επιτυχέστερον, διαφεύγουσα και της τουρκικής εξουσίας τας υπονοίας και της ευρωπαϊκής διπλωματίας τήν οξυδέρκειαν και την συστηματικήν προσοχήν, εκαλύπτετο υπό το πρόσχημα της ηθικής εργασίας υπέρ των γραμμάτων, μάλλον δε συνεχέετο προς το φαινόμενον μετά της Φιλομούσου των Αθηνών Εταιρίας.».

Δύο χρόνια μετά ,το 1861, ((28) στον τέταρτο τόμο της Ιστορίας του, δημοσίευσε τα έγγραφα του «Ελληνόγλωσσου Πανδοχείου» που του παρέδωσε ο Σκυλίτσης- Ομηρίδης. Έχει ιδιαίτερη σημασία το σχόλιο του Φιλήμονα που τα συνόδευε. «Επί τούτων στηρίζει ο συμπολίτης ημών Ομηρίδης την αρχική μόρφωσιν και εφαρμογήν της Φιλικής Εταιρίας πρώτον κατά το 1814 και ουχί κατά το 1816.». Από τη φράση αυτή βλέπουμε τη συμφωνία του Φιλήμονα με τον Σπηλιάδη για την εμφάνιση της εταιρίας των Φιλικών στην Οδησσό το 1816, και επομένως διαπιστώνουμε πως το 1861 είχε πια εγκαταλείψει την εκδοχή Οδησσός 1813-1814. Σημασία έχει και το αυτοσαρκαστικό σχόλιο του, για την όλη κατασκευή, του πρώτου δοκιμίου και για τους ήρωες «του μυθιστορήματος του». « Εάν παραδεχθούμε ως αδιαφιλονίκητα τα του φίλου Ομηρίδου, βλέπουμε ναυαγούντες , τους Σκουφά, Ξάνθο, Αναγνωστόπουλο και λοιπούς και από το ναυάγιο αυτό να σώζεται μόνον ένας, ο Τσακάλωφ. Επομένως αυτούς μπορούμε να τους θεωρούμε αναμορφωτές και όχι θεμελιωτές».

Επισημάναμε ήδη, τη φράση κλειδί, «Εσυμβούλευσαν τινές την παντελή περί της Εταιρίας και της Αρχής της αποσιώπησιν, ως επιζημίων και των δύο», με την οποία Ιωάννης εδώ μας εξηγεί πολλά. Εάν ,οι πρωταγωνιστές θεωρούσαν επιζήμια και για την Ελλάδα αλλά και για τους ίδιους την αποκάλυψη των μυστικών της ελληνικής επανάστασης, εξηγείται ο πέπλος σιωπής. Οι πραγματικοί ήρωες, οι επαναστάτες του ’21, δεν είχαν στο νου τους ούτε την ιστορική αποκατάσταση ούτε τον θρίαμβο στην κοινή γνώμη. Αλλά μόνο το εθνικό συμφέρον. Δεν έτρεχαν στα «κανάλια» για να δοξαστούν. Αντίθετα ο μόνος αυτογραφούμενος «εθνικός ηγέτης» ήταν ο Ξάνθος, που τύπωνε υπομνήματα και φώναζε «εγώ, ήμουν ο πρώτος αρχηγός».
Η Αρχή δεν έπρεπε να μαθευτεί. Ίσως αυτό το νόημα να έχει και η επιστολή που έστειλε στον Φιλήμωνα, όταν αυτός ανήγγειλε το 1834 την έκδοση του «ιστορικού δοκιμίου περί της Ελληνικής Επαναστάσεως», ο μεγάλος αδελφός του κυβερνήτη Βιάρος και στην οποία ανέφερε : «Εν μόνον σας παρακαλώ ιδίως, και δια το συμφέρον της πατρίδος, ίνα προφυλάξητε τον αδελφόν μου, Ιωάννην». Ο Φιλήμων δημοσίευσε στον πρόλογο του δεύτερου δοκιμίου, το 1859 ,μόνο αυτή τη φράση την οποία σχολίασε γράφοντας: «Τι μπορούσε να σημαίνει η παράκλησις του Βιάρου; Πώς εξηγείται η προσπάθεια του Καποδίστρια να συνδράμει τον Γαλάτη στη Μολδαβία και τη Βλαχία; Πώς εξηγούνται οι οδηγίες που απέστειλε με τον Μπενάκη στον Μαυρομιχάλη το 1818; Αλλά και οι εισηγήσεις του προς τον Υψηλάντη, σύμφωνα με τη μαρτυρία του ίδιου ». Κλείνοντας την εισαγωγή του δευτέρου δοκιμίου έγραφε : «Αλλά και αν έτσι έχουν τα πράγματα ποιος γνωρίζει αν εις στο μέλλον δεν αποκαλυφθούν πράγματα τα οποία σήμερα καλύπτει η επίδραση του παρόντος χρόνου. Πιστεύουμε, ότι αυτό είναι το πιο πιθανό δεδομένου ότι από αξιόπιστη πηγή μάθαμε ότι λίγο πριν την 27η Σεπτεμβρίου 1831 ο Ιωάννης Καποδίστριας έστειλε την προηγούμενη αλληλογραφία του, προς διαφύλαξη προς τον πιστό του φίλο, Αλέξανδρο Στούρτζα, που διέμενε τότε στην Οδησσό. Προείδε μήπως τον μέλλοντα βίαιο θάνατό του και πρόλαβε να εξασφαλίσει τα προηγούμενα ίσως δε και πολλά από τα επόμενα έγγραφά του για να μην περιέλθουν σε περίπτωση ανωμαλίας σε ξένα χέρια;»Η αναφορά, του Φιλήμονα, στα « ξένα χέρια», επιβεβαιώνει πάντως εμμέσως ότι μετά το θάνατο τον Κυβερνήτη πραγματοποιήθηκε επιχείρηση ανεύρεσης του αρχείου του.

Ο Στούρτζας πάντως φρόντισε να προστατεύσει πλήρως τον Καποδίστρια. Αυτός, που γνώριζε πολλά, έκαμε σωστή διαλογή των εγγράφων, έτσι ώστε τα πιο κρίσιμα να μείνουν εκτός της Ιστορίας . Ίσως και να τα κατέστρεψε .

Από το πρώτο κιόλας δοκίμιο(σ.137 ) ο Φιλήμων, « υψώνοντας τη φωνή του για να δικαιολογήσει την μυστηριότητα της εταιρίας», επεσήμανε, ότι «η τέχνη της υποκρισίας ήταν αναγκαία για να κατευθύνει τη σκέψη και τα πάθη των ανθρώπων στον μεγάλο σκοπό». Η τέχνη της υποκρισίας, είναι το τελικό κλειδί για όλες τις πόρτες. Για το δισυπόστατο των ανθρώπων που θα συναντήσουμε στην αφήγηση μας, και για την ερμηνεία των αμφίσημων λόγων και έργων τους.
Αλλά αφού βρήκαμε κάμποσα κλειδιά για να «σπάσουμε», τον «κώδικα του Ιωάννη», και πριν ανοίξουμε τις πόρτες της πραγματικής ιστορίας, ας επισημάνουμε μια ακόμα αμφίσημη αλλά και εύγλωττη σκέψη του Φιλήμονα. «Στοχαζομεθα, ότι η περί της Αρχής ιδέα, οποιαδήποτε και αν ήτον, έπρεπε να θριαμβεύσει και μετά τον πόλεμο μέχρι της συστάσεως Εθνοδιοικήσεως»
Η Αρχή όντως, εθριάμβευσε μετά την επανάσταση με την εκλογή του Καποδίστρια σαν Κυβερνήτη.
Συνήθως λέμε ότι το ψέμα έχει κοντά πόδια . Όμως, η πλαστή εκδοχή, για το πως οργανώθηκε, η Επανάσταση κατά του Οθωμανικού ζυγού, το 1821, η οποία άρχισε να πλάθεται, το 1834, είναι ακόμη, επίσημα αποδεκτή και αποτελεί το θεμέλιο της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας , παρά τη διαφορετική μαρτυρία των γεγονότων και τις δεκάδες διορθωτικές παρεμβάσεις των καλύτερων ιστορικών μας ,πού έπεσαν στο κενό. Τα λάθη ,οι ανακολουθίες , οι παραλείψεις , οι αποσιωπήσεις, και τα ψεύδη, που συνοδεύουν την κρατούσα εκδοχή , δεν οφείλονται επομένως, στην άγνοια ,ή σε παρερμηνείες ,ή την έλλειψη στοιχείων και αρχείων. Όσοι αντιμετώπισαν ,η αντιμετωπίζουν, το
« Ιστορικό Δοκιμίον περί της Φιλικής Εταιρείας» μόνο σαν ιστορικό έργο και σε χώρια από το δεύτερο «Δοκιμίον περί της Ελληνικής Επαναστάσεως» και του διευκόλυναν, την παράταξη πού κυριάρχησε μετά τη δολοφονία του Καπποδίστρια , να επιβάλει την ιστορία της ώστε να αποκρυβεί και να συσκοτισθεί ο ρόλος του, στον σχεδιασμό της Επανάστασης και στην υλοποίηση του οράματος της Απελευθέρωσης της Ελλάδας.