Πέμπτη 19 Απριλίου 2018
O Καποδίστριας δεν ήταν ποτέ καθολικός και δεν λεγόταν ποτέ Βιττόρι. Ήταν Έλληνας και ορθόδοξος. Οι συγγενείς του, που έμειναν στην Ιουστινιανούπολη αλλαξοπίστησαν, έγιναν Καθολικοί και οι Βενετοί μετέφρασαν το όνομά τους από Νικηταίοι σε Βιττόρι
O Καποδίστριας δεν ήταν ποτέ καθολικός και δεν λεγόταν ποτέ Βιττόρι. Ήταν Έλληνας και ορθόδοξος.
Οι συγγενείς του, που έμειναν στην Ιουστινιανούπολη αλλαξοπίστησαν, έγιναν Καθολικοί και οι Βενετοί μετέφρασαν το όνομά τους από Νικηταίοι σε Βιττόρι.
Όπου διαβάσετε γραμμένο το «Βιττόρι-Καποδίστρια», να ξέρετε ότι αυτοί που το γράφουν, είναι Καθάρματα . Είναι 1000% πράκτορες. Να ξέρετε ότι αυτοί που το γράφουν, είναι «πολύ κακοί» άνθρωποι. Παλιάνθρωποι. Άτιμοι και Ρουφιάνοι της Στοάς του Λονδίνου.
Η παλιά προσπάθεια της Στοάς του Λονδίνου να συκοφαντήσει τον νεκρό Εθνάρχη Καποδίστρια επανέρχεται.
του Σπύρου Χατζάρα
Η οικογένεια Καποδιστρίου είναι αρχαιοτάτη, αναγομένη μέχρις αυτού του ΙΓ' αιώνος μ. Χ.και οι ρίζες της ανιχνεύονται στο Δεσποτάτο της Ηπείρου. Ησαν συγγενείς των Νικηταίων της Κωνσταντινουπόλεως και αποτελούν , «βλαστούς του ημετέρου γένους», κατά την έκφραση του Ιωάννου Κομνηνού του Δουκός.
Το 1205, μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους , ένας κλάδος της οικογένειας των Νικηταίων κατέφυγε στον «δεύτερο Νώε», Μιχαήλ Α΄ Κομνηνό Δούκα, Άρτα που ίδρυσε το 1205 στην Άρτα, το Δεσποτάτο της Ηπείρου, που αποτέλεσε καταφύγιο για πολλούς πρόσφυγες από την Κωνσταντινούπολη. Οι Νικηταίοι εγκαταστάθηκε στην περιοχή του Αργυροκάστρου.
Η καταγωγή των Καποδίστρια επομένως, δεν ήταν «από το ακρωτήριο Ίστρια της Αδριατικής, (Capo d'Istria)», ούτε «από τη Βενετία», αλλά από την Κωνσταντινούπολη. Ορισμένα περί της βυζαντινής καταγωγής των Καποδίστρια.
Με βάση την έρευνά μου, το όνομα της Οικογένειας, στην Κωνσταντινούπολη μπορεί να ήταν είτε «Νικηταίοι» είτε «Νικηφορόπουλοι». Και οι δυο οικογένειες εμφανίζονται στα έγγραφα της Μακεδονικής Δυναστείας επί του Κωνσταντίνου του Η΄, στα οποία υπάρχουν ένας Πρωτοβεστιάριος Νικηφόρος και δυο Νικηταίοι. Ο ένας πέθανε ως Δούκας της Αντιόχειας και ο άλλος, διορίστηκε διοικητής της Πισιδίας. Η Γνώμη μου ήταν, και είναι, πιο κοντά στο «Νικήτας», λόγω της ιταλικής μετάφρασης σε «Vittori», και λόγω του ονόματος Βίκτωρ-Βιάρος.
Όλοι όσοι έχουν ασχοληθεί με τις «Βυζαντινές Αριστοκρατικές Οικογένειες» γνωρίζουν ότι υπήρχαν οι Νικηταίοι, αλλά η «δαμόκλειος σπάθη» του «Διευθυντηρίου» τους εξαφανίζει.
Ο Δεσπότης της Ηπείρου και Βασιλέας της Θεσσαλονίκης Θεόδωρος Κομνηνός Δούκας, συμμάχησε με τον Αυτοκράτορα Φρειδερίκο Χοχενστάουφεν, που τον είχε αφορίσει ο Πάπας, και έτσι πολλοί ευγενείς από την Ήπειρο, κυρίως τα δεύτερα και τρίτα αγόρια βρέθηκαν στον στρατό του Αυτοκράτορα στην Ιταλία. Κατά το 1250 μ.Χ , «πρόγονός τις», των Καποδίστρια, «ανδραγαθήσας παρά τω αυτοκράτορι της Γερμανίας Φρειδερίκω τω Β'» ,κατά την καταστρεπτική για τους Παπικούς μάχη της Τσίνγκολι στις 20 Αυγούστου 1250, έλαβε, «τον τίτλον και την κομητείαν της Ιουστινουπόλεως»,στο Παραθαλάσσιο Δουκάτο, (Herzogtum Meranien), που από το 1248 ειχε σπάσει σε μικρότερες ηγεμονίες.
Η περιοχή που δόθηκαν τα κτήματα και ο τίτλος στον πρόγονο των Καποδίστρια ήταν άκρως αμφισβητούμενη, καθώς την διεκδικούσαν το βασίλειο της Ουγγαρίας, το Δουκάτο της; Αυστρίας, ο Πατριάρχης της Ακυληίας, η Βενετία και η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Το παραθαλάσσιο Δουκάτο της Μεράνιεν της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας , είχε πάψει να υφίσταται τυπικά με τον θάνατο του Δούκα Όθωνα Β’ Βίτελσμπαχ, που είχε ταχθεί με το μέρος του Πάπα Γρηγορίου και εκδιώχθηκε από τον Φρειδερίκο το 1247, αλλά το διεκδικούσε ο Πατριάρχης της Ακυληίας Μπερτόλδος φον Μεράνιεν, γιός του Δούκα της Μεράνιεν και αδελφός της Γετρούδης Μεράνιεν Βασίλισσας της Ουγγαρίας.
Στο μεταξύ ο Μπέλλα της Ουγγαρίας που είχε παραχωρήσει τα δικαιώματα του στον Φρειδερίκο της Αυστρίας τον νίκησε το 1246 και είχε επανέλθει στο προσκήνιο, ενώ ο Αυτοκράτορας είχε παραχωρήσει την υψηλή κυριότητα του Δουκάτου, από το 1245 στον Heinrich II von Schowenberg. Μετά τη δολοφονία του Φρειδερίκου τον Δεκέμβριο του 1250, η περιοχή της Μεράνια έγινε πεδίο μάχης ανάμεσα σε Γουέλφους και Γιβελίνους, και διαρκούς ανταγωνισμού ανάμεσα στην Βενετία και τον Πατριάρχη της Ακυιλίας.
Ο Πατριάρχης της Ακυιλίας που πήρε την εξουσία στο Κόπερ τον 13ο αιώνα το έκανε πρωτεύουσα της χερσόνησου της Ίστριας, και τη μετονόμασε σε Καπούτ Ιστριε (Caput Histriae), από όπου προέρχεται το όνομά Καποδίστριας. Το 1291 η δυτική ακτή της Ίστρια περιήλθε στην Βενετία. Η τοπική μεγάλη οικογένεια των Γουέλφων ήσαν οι Βέρτζι με τους οποίους βρίσκονταν σε διαρκή σύγκρουση οι Καποδίστριες.
Οι Μαύροι Γουέλφοι, εκπροσωπούσαν κυρίως τα συμφέροντα των πλουσιότερων οικογενειών και τω Ιουδαίων τραπεζιτών και ήσαν στενά συνδεδεμένοι με τον πάπα. Οι Καποδίστριες που ήσαν οικογένεια Γιβελίνων, έλπιζαν στην επάνοδο του αυτοκράτορα και μέχρι τον θάνατο του Κοράδου, (1254), και του Μανφρέδου, (1266), οι τίτλοι τους, επί της Ιουστινιανουπόλεως είχαν Αυτοκρατορική νομιμότητα. Η τελευταία αναλαμπή , ήταν ο Ερρίκος Ζ΄ που ταξίδεψε στη Ρώμη για να στεφθεί αυτοκράτορας, στη θέση του Φρειδερίκου Β΄.
Η ενθρόνισή του, έγινε στις 29 Ιουνίου 1312. Κατά τη σύντομη περίοδο της βασιλείας του, αναζωογόνησε την αυτοκρατορική επιρροή στην Ιταλία , επανέφερε υπό την αυτοκρατορική εξουσία τμήματα της βόρειας Ιταλίας, αντιμαχόμενος τους Γουέλφους της Φλωρεντίας. Ο Ερρίκος πέθανε στις 24 Αυγούστου 1313 στο Μπουονκονβέντο κοντά στη Σιένα. Επειδή οι πρόγονοι των Καποδίστρια ήσαν προσκείμενοι πολιτικά στον Φρειδερίκο ανήκαν στους «Γιβελίνους» και ως Γιβελίνοι αντιμετώπισαν τους διωγμούς των Παπικών Γουέλφων. «Καταδιωκόμενοι παρά του υπερισχύσαντος εν τη πόλει Καποντίστρια κόμματος του Πατριάρχου της Ακυληίας, ούτινος επί κεφαλής ίστατο η κραταιά οικογένεια Γουέρκη», οι αδελφοί Νικηφόρος, (Βίκτωρ), και Νικόλαος Καποδίστριαι, «αφίκοντο τω 1329 εις Κέρκυραν», που βρισκόταν ακόμα στην επικράτεια του βασιλείου της Νεαπόλεως .
«Εν Κερκύρα αποκαταστάντων των δύο τούτων αδελφών, ο Βίκτωρ ενυμφεύθη την μονογενή θυγατέρα του πλουσίου και ευγενούς Κερκυραίου κόμητος Κονδόκαλη και εκ του γάμου τούτου έλκει το γένος η οικογένεια του Καποδιστρίου».
Η Κέρκυρα είχε παραχωρηθεί το 1224, από το Δεσπότη της Ρωμανίας και Δούκα της Πελοποννήσου Εμανουήλ Κομνηνό, στον Ιωάννη Κομνηνό ,του οποίου εγγονός ήταν ο Γεώργιος Μαρμοράς, «βλάστημα του ημετέρου Γένους», προς τον οποίο είχε παραχωρηθεί ως φέουδο το νησί. Επομένως όταν το 1259 η Κέρκυρα δόθηκε ως προίκα στην Ελένη Αγγελίνα οι Μαρμοράδες έγιναν βασάλοι, των Χοχενστάουφεν και επομένως Γιβελίνοι.
Προς αυτούς κατέφυγαν για προστασία από τους παπικούς Γουέλφους, το 1329 , οι αδελφοί Νικόλαος και Νικήτας, (Βίκτωρ), Καποδίστριες, οι έλκοντες την Καταγωγή από το Βυζαντινό Γένος των Νικηταίων.
Οι Καποδίστριες εγκαταστάθηκαν στην Κέρκυρα το 1329, πριν την κατάληψη της από τη Βενετία, και το 1386 συμμετείχαν στις μάχες για την κατάληψη των φρουρίων των Κορυφών, του Αγγελόκαστρου και της Κασσιόπης από τους Ανδεγαυούς, και για αυτό συμμετείχαν εξ αρχής στο «Συμβούλιο της Κοινότητας». Οι αδελφοί Καποδίστρια, πέρασαν στην Κέρκυρα το 1329 τη χρονιά που οι Ενετοί κατέγραψαν τους Βιττόρι. Επομένως οι Καποδίστριες δεν είχαν ποτέ το όνομα Βιττόρι που έλαβαν ΄΄οσοι έμειναν πίσω και έγιναν καθολικοί.
Και επειδή έγιναν καθολικοί οι άλλοι οι ορθόδοξοι τους ….διέγραψαν.
Η οικογένεια των Καποδιστρίων ανήκε στους «nobili» από το 1386, και επομένως είναι εντελώς εσφαλμένο το ότι «προεγράφησαν μεταξύ των ευγενών οικογενειών της Κερκύραςτο 1477» και ότι δήθεν, «η οικογένεια Καποδίστρια στα αρχεία των ευγενών της Κέρκυρας το 1477 αναφερόταν ως καθολική».
Άλλωστε δεν υφίσταται ούτε έχει δημοσιευτεί και δεν υπάρχει απολύτως κανένα έγγραφο «του 1477», στο οποίο αναφέρονται οι Καποδίστριες ως «Καθολικοί» , ενώ το λεγόμενo «Libro d' Oro», αποφασίστηκε να συνταχθεί το 1572.
Η οικογένεια χωρίστηκε νωρίς σε τέσσερις κλάδους. Αρχηγέτης του κλάδου στον οποίο εντάσσεται ο κυβερνήτης αναφέρεται ο Ιερώνυμος Καποδίστριας, δευτερότοκος γιός του Βίκτωρα Καποδίστρια. Ο Βιάρος Καποδίστριας ήταν εγγονός του Ιερώνυμου.
Οι Καποδίστριες πολέμησαν στην άμυνα κατά των γενοβέζων το 1403 και στις μάχες για την απόκρουση το Τούρκων το 1431, το 1537, το 1571, και το 1573, και επειδή, ήσαν συγγενείς του Χριστόφορου Κονδόκαλη απέκτησαν γη και στο Εξαμίλιο όπως και η οικογένεια Κονδόκαλη, αλλά και στο Βουθρωτό και , ένας από τους Καποδίστριες βρισκόταν στη γαλέρα του Κοντόκαλη στη ναυμαχία του Ακτίου.
Ο Καρλ Μέντελσον-Μπαρτόλντι που έγραψε τη βιογραφία του Καποδίστρια αναφέρει ότι, «στην οικογένεια του υπήρχαν άνδρες που διακρίθηκαν πολεμώντας γενναία εναντίον των Τούρκων», και ως πλέον ενδόξους ονόμασε τον Αλοίζο, τον Στέλιο, τον Φραγκίσκο και τον Νικόλαο, οι οποίοι, «μνημονεύονται με δόξα στα χρονικά της πατρίδας τους».
Στο πρακτικό εκλογής του Συμβουλίου των 150 του 1560 , αναφέρεται ως εκλεγμένο μέλος του Συμβουλίου ο Νικόλαος Καποδίστριας. Το 1571, ο Αλεβίζος Καποδίστριας , ηγήθηκε της άμυνας των Χειμμαριωτών κατά των Τούρκων, και σχεδόν 100 χρόνια μετά, το 1669 , ο γιος του Βιάρου Καποδίστρια , Νικόλαος , τον οποίο είχαν εξορίσει από την Κέρκυρα λόγω μιας μονομαχίας με κάποιον από τους Κατσαΐτες, και ο οποίος είχε εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη, ασχολούμενος με το εμπόριο, δαπάνησε μεγάλα ποσά, για την απελευθέρωση Χριστιανών αιχμαλώτων από την πτώση του Χάνδακα.
Σε εκείνον δόθηκε ο τίτλος του Κόμη και απόγονος του ήταν ο Ιωάννης Καποδίστριας. Το 1690 ο Γεώργιος, ο Φραγκίσκος και ο Σταύρος Καποδίστριες συγκρότησαν ιδία δαπάνη σώμα Χειμαρριωτών, και συμμετείχαν στην υπεράσπιση της περιοχής από τη νέα επίθεση των Τούρκων, και λίγο αργότερα το 1716, ο Φραγκίσκος και ο Βίκτωρ, (Νικήτας) Καποδίστριες διακρίθηκαν μαχόμενοι κατά την πολιορκία της Κερκύρας. Αυτοί ήταν και οι τελευταίοι «στρατιωτικοί» της οικογένειας διότι η πολιτική της Βενετίας μετά το 1700 δεν επέτρεπε πλέον στους Έλληνες ευγενείς να εξελίσσονται στον στρατό για να μην καθίστανται επικίνδυνοι. Ο Κωνσταντίνος Σάθας αναφέρει επίσης τον Αντώνιο Καποδίστρια, αδελφό του Νικολάου και προπάππου του Ιωάννη, που στάλθηκε στην Πελοπόννησο το 1700 για να συγχαρεί τον Μοροζίνη για τις νίκες του κατά των Τούρκων ως έκτακτος απεσταλμένος της πόλεως της Κερκύρας.
Επίσης, αναφέρεται ο Άγγελος Καποδίστριας που ήταν μέλος της Κερκυραϊκής συγκλήτου το 1681 και ο Σπυρίδωνας Καποδίστριας, «Καντζελάριος της Πόλης της Κέρκυρας», που είναι ο συντάκτης του χειρόγραφου σημειώματος του 1754 σχετικά με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των μελών του Συμβουλίου των 150.
Κυριακή 15 Απριλίου 2018
Η Άνωθεν λογοκρισία, ο Ιωάννης Καποδίστριας και η εξαφάνιση των Νικηταίων από τη «Βικιπαιδεία»
Έχω υποστηρίξει την βυζαντινή καταγωγή του Ιωάννη Καποδίστρια, και έχω γράψει , με βάση την έρευνά μου, ότι το όνομα της Οικογένειας, μπορεί να ήταν είτε
"Νικηταίοι" είτε "Νικηφορόπουλοι," οι οποίο ακολούθησαν τον νόθο Μιχαήλ Άγγελο στην Άρτα.
Και οι δυο οικογένειες εμφανίζονται στα έγγραφα της Μακεδονικής Δυναστείας επί του Κωνσταντίνου του Η΄.
Υπάρχουν ένας Πρωτοβεστιάριος Νικηφόρος και δυο Νικηταίοι. Ο ένας πέθανε ως Δούκας της Αντιόχειας και ο
άλλος, διορίστηκε διοικητής της Πισιδίας.
Η Γνώμη μου ήταν, και είναι, πιο κοντά στο «Νικήτας», λόγω της ιταλικής μετάφρασης σε «Vittori», και λόγω του ονόματος Βίκτωρ-Βιάρος.
Όταν πρωτοεμφανίστηκε το λήμμα «Βυζαντινές Αριστοκρατικές Οικογένειες» στην Βικιπαιδεία υπήρχαν οι Νικηταίοι.
Μετά, παρέμβηκε η δαμόκλειος σπάθη και εξαφανίστηκαν. Εξαφανίστηκαν και από τα αγγλικά και τα γερμανικά.
Υπάρχει και μια « Εταιρεία Μελετών Βυζαντινής γενεαλογίας», που δεν νομίζω ότι ενδιαφέρεται και πολύ.
Σπυρίδων Χατζάρας
ΥΓ. Διαπιστώνω ότι κάποιοι ρουφιάνοι της Στοάς στο διαδίκτυο λανσάρουν το όνομα Βιττόρι –Καποδίστρια.
Αυτοί είναι 1000% πράκτορες.
"Νικηταίοι" είτε "Νικηφορόπουλοι," οι οποίο ακολούθησαν τον νόθο Μιχαήλ Άγγελο στην Άρτα.
Και οι δυο οικογένειες εμφανίζονται στα έγγραφα της Μακεδονικής Δυναστείας επί του Κωνσταντίνου του Η΄.
Υπάρχουν ένας Πρωτοβεστιάριος Νικηφόρος και δυο Νικηταίοι. Ο ένας πέθανε ως Δούκας της Αντιόχειας και ο
άλλος, διορίστηκε διοικητής της Πισιδίας.
Η Γνώμη μου ήταν, και είναι, πιο κοντά στο «Νικήτας», λόγω της ιταλικής μετάφρασης σε «Vittori», και λόγω του ονόματος Βίκτωρ-Βιάρος.
Όταν πρωτοεμφανίστηκε το λήμμα «Βυζαντινές Αριστοκρατικές Οικογένειες» στην Βικιπαιδεία υπήρχαν οι Νικηταίοι.
Μετά, παρέμβηκε η δαμόκλειος σπάθη και εξαφανίστηκαν. Εξαφανίστηκαν και από τα αγγλικά και τα γερμανικά.
Υπάρχει και μια « Εταιρεία Μελετών Βυζαντινής γενεαλογίας», που δεν νομίζω ότι ενδιαφέρεται και πολύ.
Σπυρίδων Χατζάρας
ΥΓ. Διαπιστώνω ότι κάποιοι ρουφιάνοι της Στοάς στο διαδίκτυο λανσάρουν το όνομα Βιττόρι –Καποδίστρια.
Αυτοί είναι 1000% πράκτορες.
Πέμπτη 12 Απριλίου 2018
Ο Ψευταράκος μπακαλόγατος Ξάνθος ,τα Αυτοκρατορικά ψέματα της Στοάς του Λονδίνου, και η Φιλογενικη Κάσσα
Γράφει ο Σπύρος Χατζάρας
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στις
31 Μαρτίου/12 Απριλίου 1820, στην αγία Πετρούπολη, υπέγραψε το ακόλουθο απέριττο πρωτόκολλο , με το οποίο αναγνωρίστηκε ως Γενικός Έφορος της «Ελληνικής Εταιρίας», το οποίο σώζεται στον κατάλογο χειρογράφων της «Φιλικής Εταιρίας», με τον αριθμό 642.
«Κατά την άπαξ εγκριθείσα γνώμη, συνελθόντα τα μέλη της Ελληνικής Εταιρίας και συσκεφθέντα μετά ακριβούς ερεύνης και εξετάσεως, εγνώρισαν Έφορον Γενικόν της Ελληνικής Εταιρίας τον εκλαμπρότατον Πρίγκιπα κύριον Αλέξανδρον Υψηλάντην, ίνα εφορεύει και επιστατεί εν πάσιν, όσα κρίνονται άξια, ωφέλιμα και πρέποντα τη Ελληνική Εταιρία. Εις ασφάλειαν δε και βεβαίωσιν των εγκριθέντων βεβαιούται τη υπογραφή των εκάστου των μελών. Εν Πετρουπόλι τη 12 Απριλίου 1820. Αλέξανδρος Υψηλάντης, Ιωάννης Μάνος, Εμμανουήλ Ξάνθος».
Επομένως, όπως προκύπτει από τις υπογραφές , οι παρόντες , ήσαν τουλάχιστον τρεις. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ο Ιωάννης Μάνος και ο Εμμανουήλ Ξάνθος .
Το έγγραφο, δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1859, από τον Ιωάννη Φιλήμονα , ως το «ντοκουμέντο» ανάθεσης δήθεν της αρχηγίας της Εταιρίας των Φιλικών. Όμως πρόκειται για καθαρή λαθροχειρία.
Ο Υψηλάντης ανέλαβε Γενικός Έφορος της «Φιλομούσου και Φιλανθρώπου Γραικικής Εμπορικής Εταιρίας», που ήταν «το ταμείο της Επανάστασης» και της οποίας το καταστατικό μετέφερε στον Υψηλάντη ο Ξάνθος. Ο Εμμ. Γ. Πρωτοψάλτης, το 1964 έγραφε, ότι μετά από συνεννόηση του Υψηλάντη, με τα μέλη της Εταιρίας στη Μόσχα, «ετέθη σε λειτουργία η «Φιλόμουσος και Φιλάνθρωπος Γραικική Εμπορική Εταιρία», δια της οποίας ηλπίζετο να συγκεντρωθούν πολλά εκατομμύρια για την Εθνικήν Κάσσαν», την οποία ο Υψηλάντης σε επιστολή του τον Ιούλιο του 1820, ονόμαζε «φιλογενική Κάσσαν», γράφοντας: «Εντιμότατοι και ευγενέστατοι κύριοι Επίτροποι της εν Μόσχα Φιλογενικής Κάσσας».
Από το «πρακτικό ανάθεσης» , προκύπτουν αυτομάτως μια σειρά από σοβαρά ερωτήματα. 1)Γιατί αναφερόταν η Ελληνική Εταιρία και γιατί πουθενά δεν αναφερόταν η «Φιλική Εταιρεία»; 2) Ποιος ήταν ο Ιωάννης Μάνος, που «εισέβαλε» με την υπογραφή του στην ιστορία της ελληνικής επανάστασης; 3) Ποια ήσαν «τα μέλη», που συσκέφθηκαν, και μετά από έρευνα, αναγνώρισαν τον Αλέξανδρο Υψηλάντη ως Γενικό Έφορο της Ελληνικής Εταιρίας; 4) Που και πότε έγινε η σύσκεψη των μελών; Και τέλος τι ακριβώς σημαίνει, η φράση,«εις ασφάλειαν δε και βεβαίωσιν των εγκριθέντων βεβαιούται τη υπογραφή των εκάστου των μελών»;
Ο ένας από τους τρεις, που υπέγραψαν το πρωτόκολλο, ο Ξάνθος, περιέγραψε στα ψευδή απομνημονεύματά μια διαδικασία ανάθεσης της αρχηγίας στον Υψηλάντη, λέγοντας ότι, απελπισμένος από την άρνηση του Καποδίστρια, «έστρεψε τον στοχασμό του στον Αλέξανδρο Υψηλάντη και πήγε εις επίσκεψιν του». Αφού , παρέθετε έναν « θεατρικό» διάλογο, με τον Πρίγκιπα που, «τον υπεδέχθη ευμενώς », ο οποίος υποτίθεται ότι ήταν χαραγμένος στην μνήμη του, και τον θυμόταν στα 1845, είκοσι πέντε χρόνια μετά, έγραφε με δραματικό τόνο: « Τότε εγερθείς ο Ξάνθος με συγκίνησιν ψυχής είπε: Δός μοι, Πρίγκιψ, την χείρα σας εις βεβαίωσιν των όσων εκφράσθητε», και μόνον κατόπιν της χειραψίας, ομολόγησε στον Υψηλάντη, ότι η επίσκεψη του στην Αγία Πετρούπολη έγινε «για άλλην σοβαρότερη αιτία», την οποία θα του την εξηγούσε, την επόμενη μέρα. «ο Πρίγκιψ ανυπομόνως εζήτησε τότε να μάθη, αλλ’ ο Ξάνθος τον παρεκάλεσε να λάβη υπομονήν μέχρι της αύριον, και ούτως ετελείωσεν η πρώτη συνέντευξις. Την επιούσαν ο Ξάνθος επήγεν εις αυτόν τω εφανέρωσε τα πάντα, και εκείνος μετά προθυμίας και ενθουσιασμού εδέχθη να αφιερωθή εις την υπηρεσίαν των ομογενών με πάσαν θυσίαν του, και δούς εις τον Ξάνθο ένορκον και έγγραφον ομολογίαν περί της πίστεως και αφοσιώσεως του ( την οποία ο Ξάνθος έστειλεν εις τους εν Μόσχα συναδελφούς του παρ’ οις και ευρίσκεται) , ανεδέχθη τον τίτλον του Γενικού Επιτρόπου της Αρχής , έλαβε δε και το όνομα Καλός, και τα στοιχεία δια να υπογράφηται Α.Ρ, και ούτως εκατορθώθη δι’αυτού ο σκοπός της Εταιρίας».
Σύμφωνα με την «κατάθεση» του ψευδομάρτυρα Ξάνθου η διαδικασία, ανάθεσης της αρχηγίας στον Αλέξανδρο Υψηλάντη, κράτησε δύο μέρες.
Η πρώτη επαφή έγινε την Κυριακή 11 Απριλίου/ 30 Μαρτίου 1820, όταν πήγε και «χτύπησε την πόρτα» του Υψηλάντη, και η «μύηση» άρχισε και ολοκληρώθηκε στις 12 Απριλίου. Η περιγραφή του όμως, είναι πολύ παράξενη. Θυμόταν με λεπτομέρειες τον πρώτο διάλογο που είχε με τον Υψηλάντη αλλά είχε ξεχάσει την παρουσία του Ιωάννη Μάνου, και δεν θυμόταν αν μεσολάβησε κάποιος για να τον δεχθεί ο Υψηλάντης, και κυρίως παρέκαμψε με το σχήμα «απελπίστηκε- στράφηκε», τρεις ολόκληρους μήνες, από τις αρχές Ιανουαρίου, που ισχυρίστηκε ψευδώς ότι συνάντησε τον Καποδίστρια ως τις 11 Απριλίου.
Ο Ξάνθος , αναφερόταν, σε «έγγραφο ομολογία περί της πίστεως και αφοσιώσεως», την οποία έστειλε στους «εν Μόσχα συναδελφούς», ωστόσο, οι «εν Μόσχα», παρέδωσαν το έγγραφο αυτό αργότερα, στα αρχεία του ελληνικού κράτους, και το ίδιο το κείμενο τον διαψεύδει, αφού είναι ένα λιτό, «επαγγελματικό» κείμενο ανάθεσης και αποδοχής, μία «απόδειξη», χωρίς όρκους, και το οποίο είναι αρκούντως αμφίσημο.
Η τύχη του πρωτοκόλλου περιγραφόταν κάπως διαφορετικά δύο χρόνια πριν τα απομνημονεύματα, στο υπόμνημά που υπέβαλε προς την Εθνική Συνέλευση , στις 15 Δεκεμβρίου 1843. «Ούτος, (ο Υψηλάντης), αποδεχθής μετά προθυμίας και ενθουσιασμού, ητοιμάσθη εις την εκπλήρωσιν του σκοπού, αφού πρότερον υπέγραψε έν ύποσχετικόν έγγραφο, το οποίο παρακατέθεσα εις τους κυρίους Νικόλαο Πατσιμάδη και Αντώνιο Κομιζόπουλο».
Το έστειλε η το «παρακατέθεσε»; Μέσα σε δύο χρόνια τα λέει διαφορετικά , και ήταν «ύποσχετικόν έγγραφο»(1843), ή «ένορκος βεβαίωση»(1845).
Μπορεί βέβαια και να μη θυμόταν. Θυμόταν όμως, τις «ατάκες», του θεατρικού διαλόγου.
Οι αντιφάσεις των ψευδών «καταθέσεων» του Ξάνθου, είναι κραυγαλέες.
Το 1843 έγραφε ότι ο Υψηλάντης «υπέγραψε έν ύποσχετικόν έγγραφο», αλλά το «πρακτικό ανάθεσης» που βρίσκεται στα αρχεία του ελληνικού Κράτους, δεν είναι «υποσχετικό έγγραφο», κατά κανένα τρόπο.
Η «παραλλαγή», του 1845 , «και δούς εις τον Ξάνθο ένορκον και έγγραφον ομολογίαν», δεν στηρίζεται πουθενά. Η ορκωμοσία, που αναφέρει ο Ξάνθος, για την είσοδο του Υψηλάντη, στην «εταιρία των Φιλικών», δεν έγινε, παρουσία του, και άλλωστε ο Ξάνθος δεν είχε να μας παρουσιάσει το «αφιερωτικό γράμμα» του αρχηγού, αλλά και ούτε ποτέ κατατέθηκε ένα τέτοιο έγγραφο, αργότερα, από άλλον, στα Αρχεία του κράτους όπως έγινε με το «πρακτικό» του Γενικού Εφόρου.
Τα γεγονότα , περί την «μύηση» του Υψηλάντη στην «Εταιρία» και την ανάληψη της αρχηγίας του Αγώνα, τα περιέγραψε διαφορετικά στην αυτοβιογραφία της η κόμισσα Λούλου Τύρχαϊμ , όπως τα άκουσε από τον ίδιο .
«Τον χειμώνα του 1819-20 όταν εμείς βρισκόμαστε στη Ρωσία, ήρθε ο Υψηλάντης στην Πετρούπολη με μόνο σκοπό να μας δει. Αν δεν βρισκόμαστε τότε στη Ρωσία, θα είχε ζητήσει άδεια για να κάνει ταξίδι στη Γερμανία και τη Γαλλία.Στην Πετρούπολη ο Υψηλάντης ασθένησε για πολλές εβδομάδες. Τότε τον επισκέπτονταν συχνά ορισμένα επίσημα πρόσωπα της Εταιρίας, και του ανακοίνωσαν ότι στην Οδησσό είχαν συνενωθεί πολλοί Έλληνες έμποροι, καθώς και πολλοί στην Πελοπόννησο για να αγωνιστούν για την ανάσταση του έθνους των. Τα πρόσωπα αυτά μιλούσαν όλο και πιο ελεύθερα για τους πολιτικούς σκοπούς της οργανώσεως αυτής που, υπό το όνομα «Εταιρία», γινόταν, έλεγαν, ισχυρότερη συνεχώς, και ότι συνδεόταν μυστικά με τους Έλληνες του Μωρία και της Πόλης για να αποτινάξουν επιτέλους τον μισητό τουρκικό ζυγό.Του έλεγαν ακόμα ότι είχαν στη διάθεσή τους μεγάλα ποσά, ότι ο Αλή Πασάς είχε καταστεί ανεξάρτητος από την Πύλη κι ότι προσέφερε την σύμπραξη του στους Έλληνες του Μωριά. Στις συνομιλίες αυτές πίστευαν ότι η Ρωσία θα υπεστήριζε τις προσπάθειες των ομοδόξων της, ή τουλάχιστον δε θα τους εμπόδιζε στις ενέργειές των. Οι πιθανότητες, η υποδουλωμένη και πάσχουσα πατρίδα των να γίνει και πάλι ελευθέρα ήταν μεγαλύτερες από ότι στην εποχή της Αικατερίνης της Β. Αυτές οι συζητήσεις ξυπνούσαν στην καρδιά του Υψηλάντη σιγά- σιγά τη σκέψη να δώσει νέα ζωή στην πατρίδα του με την οποία τον συνέδεαν τα πιο ευγενικά του όνειρα από τα παιδικά του χρόνια. Είχε εγκαταλειφθεί στην διάθεση της πατρίδας του με όλο του το είναι. Με λίγα λόγια λοιπόν, εκείνοι που του ξύπνησαν τις ελπίδες αυτές για ένα αισιόδοξο μέλλον, του ανέθεσαν χωρίς πολλές διατυπώσεις την αρχηγία του τόσον ενδόξου όσον και επικινδύνου εγχειρήματος. Του έδειξαν τους καταλόγους με τα ονόματα των μεμυημένων και τον εβεβαίωσαν ότι σαν γόνος ενός Έλληνος που είχε αφιερωθεί εξ ολοκλήρου στην υπόθεση της Ελλάδος και σαν Ρώσος αξιωματικός θα ήταν εγγύηση για το έθνος του και θέλγητρο για την υποστήριξη της επανάστασης. Ο Υψηλάντης τους παρακάλεσε να του δώσουν τρεις μέρες καιρό για να σκεφθεί την υπόθεση και να μιλήσει με τον Καποδίστρια για να εξακριβώσει σε τι θα συμφωνούσε ο υπουργός χωρίς καμιά επιφύλαξη. Ο Καποδίστριας που ήταν πληροφορημένος για όλα, επιδοκίμασε με ενθουσιώδη λόγια την πατριωτική επιθυμία του νεαρού φίλο του και του επανέλαβε αυτό που είχε πει πολλές φορές τους συμπατριώτες του, ότι ακόμα και αν η ευρωπαϊκή πολιτική δεν θα επέτρεπε στον Τσάρο Αλέξανδρο να κηρυχθεί ανοιχτά υπέρ της ελληνικής υπόθεσης η καρδιά του θα ήταν πέρα ως πέρα με το μέρος της Ελλάδας».****
Η περιγραφή της Λούλου Τύρχαϊμ, είναι εντελώς διαφορετική από αυτήν του Ξάνθου. Η διαδικασίας «μύησης», και παράλληλα η διαπραγμάτευση κράτησε αρκετές εβδομάδες , σύμφωνα με όσα της έλεγε ο Υψηλάντης, ενώ ο Ξάνθος υποστηρίζει, ότι όλα έγιναν σε δύο μέρες.
Για την εξέλιξη της μύησης του Υψηλάντη, όπως έγραφε η Τύρχαϊμ ενημερωνόταν ο Καποδίστριας που ήταν, «πληροφορημένος για όλα», ενώ «στο τέλος της διαδικασίας, αφού ολοκληρώθηκε η μύηση, έδειξαν στον Υψηλάντη τους καταλόγους» με τα ονόματα των μυημένων.
«Τα επίσημα πρόσωπα» της Εταιρίας, υποστήριζε η Τύρχαϊμ, μίλησαν στον Υψηλάντη, για την ανάπτυξη του κινήματος στην Πελοπόννησο, την Κωνσταντινούπολη και την Οδησσό, και του έλεγαν ότι είχαν στη διάθεσή τους μεγάλα ποσά, ότι ο Αλή Πασάς είχε καταστεί ανεξάρτητος από την Πύλη κι ότι προσέφερε την σύμπραξη του στους Έλληνες του Μωριά, και σιγά-σιγά
ο Υψηλάντης, «είχε εγκαταλειφθεί στην διάθεση της πατρίδας του με όλο του το είναι». Ο Ξάνθος αντίθετα, θυμόταν ότι όλα έγιναν με ενθουσιασμό και σχεδόν ακαριαία: «Την επιούσαν, ο Ξάνθος, επήγεν εις αυτόν, του εφανέρωσε τα πάντα, και εκείνος μετά προθυμίας και ενθουσιασμού εδέχθη να αφιερωθή εις την υπηρεσίαν των ομογενών»(!!).
****Λούλου Τυρχάϊμ. Lulu Thürheim. Mein Leben. Erinnerungen aus Österreichs grosser Welt. 1788-1819.(μετάφραση από τα γερμανικά του Καθηγητή Π.Κ.Ενεπεκίδη). Περισσότερα στο Βιβλίο μου
«η Επανάσταση των Φιλογενών»
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στις
31 Μαρτίου/12 Απριλίου 1820, στην αγία Πετρούπολη, υπέγραψε το ακόλουθο απέριττο πρωτόκολλο , με το οποίο αναγνωρίστηκε ως Γενικός Έφορος της «Ελληνικής Εταιρίας», το οποίο σώζεται στον κατάλογο χειρογράφων της «Φιλικής Εταιρίας», με τον αριθμό 642.
«Κατά την άπαξ εγκριθείσα γνώμη, συνελθόντα τα μέλη της Ελληνικής Εταιρίας και συσκεφθέντα μετά ακριβούς ερεύνης και εξετάσεως, εγνώρισαν Έφορον Γενικόν της Ελληνικής Εταιρίας τον εκλαμπρότατον Πρίγκιπα κύριον Αλέξανδρον Υψηλάντην, ίνα εφορεύει και επιστατεί εν πάσιν, όσα κρίνονται άξια, ωφέλιμα και πρέποντα τη Ελληνική Εταιρία. Εις ασφάλειαν δε και βεβαίωσιν των εγκριθέντων βεβαιούται τη υπογραφή των εκάστου των μελών. Εν Πετρουπόλι τη 12 Απριλίου 1820. Αλέξανδρος Υψηλάντης, Ιωάννης Μάνος, Εμμανουήλ Ξάνθος».
Επομένως, όπως προκύπτει από τις υπογραφές , οι παρόντες , ήσαν τουλάχιστον τρεις. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ο Ιωάννης Μάνος και ο Εμμανουήλ Ξάνθος .
Το έγγραφο, δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1859, από τον Ιωάννη Φιλήμονα , ως το «ντοκουμέντο» ανάθεσης δήθεν της αρχηγίας της Εταιρίας των Φιλικών. Όμως πρόκειται για καθαρή λαθροχειρία.
Ο Υψηλάντης ανέλαβε Γενικός Έφορος της «Φιλομούσου και Φιλανθρώπου Γραικικής Εμπορικής Εταιρίας», που ήταν «το ταμείο της Επανάστασης» και της οποίας το καταστατικό μετέφερε στον Υψηλάντη ο Ξάνθος. Ο Εμμ. Γ. Πρωτοψάλτης, το 1964 έγραφε, ότι μετά από συνεννόηση του Υψηλάντη, με τα μέλη της Εταιρίας στη Μόσχα, «ετέθη σε λειτουργία η «Φιλόμουσος και Φιλάνθρωπος Γραικική Εμπορική Εταιρία», δια της οποίας ηλπίζετο να συγκεντρωθούν πολλά εκατομμύρια για την Εθνικήν Κάσσαν», την οποία ο Υψηλάντης σε επιστολή του τον Ιούλιο του 1820, ονόμαζε «φιλογενική Κάσσαν», γράφοντας: «Εντιμότατοι και ευγενέστατοι κύριοι Επίτροποι της εν Μόσχα Φιλογενικής Κάσσας».
Από το «πρακτικό ανάθεσης» , προκύπτουν αυτομάτως μια σειρά από σοβαρά ερωτήματα. 1)Γιατί αναφερόταν η Ελληνική Εταιρία και γιατί πουθενά δεν αναφερόταν η «Φιλική Εταιρεία»; 2) Ποιος ήταν ο Ιωάννης Μάνος, που «εισέβαλε» με την υπογραφή του στην ιστορία της ελληνικής επανάστασης; 3) Ποια ήσαν «τα μέλη», που συσκέφθηκαν, και μετά από έρευνα, αναγνώρισαν τον Αλέξανδρο Υψηλάντη ως Γενικό Έφορο της Ελληνικής Εταιρίας; 4) Που και πότε έγινε η σύσκεψη των μελών; Και τέλος τι ακριβώς σημαίνει, η φράση,«εις ασφάλειαν δε και βεβαίωσιν των εγκριθέντων βεβαιούται τη υπογραφή των εκάστου των μελών»;
Ο ένας από τους τρεις, που υπέγραψαν το πρωτόκολλο, ο Ξάνθος, περιέγραψε στα ψευδή απομνημονεύματά μια διαδικασία ανάθεσης της αρχηγίας στον Υψηλάντη, λέγοντας ότι, απελπισμένος από την άρνηση του Καποδίστρια, «έστρεψε τον στοχασμό του στον Αλέξανδρο Υψηλάντη και πήγε εις επίσκεψιν του». Αφού , παρέθετε έναν « θεατρικό» διάλογο, με τον Πρίγκιπα που, «τον υπεδέχθη ευμενώς », ο οποίος υποτίθεται ότι ήταν χαραγμένος στην μνήμη του, και τον θυμόταν στα 1845, είκοσι πέντε χρόνια μετά, έγραφε με δραματικό τόνο: « Τότε εγερθείς ο Ξάνθος με συγκίνησιν ψυχής είπε: Δός μοι, Πρίγκιψ, την χείρα σας εις βεβαίωσιν των όσων εκφράσθητε», και μόνον κατόπιν της χειραψίας, ομολόγησε στον Υψηλάντη, ότι η επίσκεψη του στην Αγία Πετρούπολη έγινε «για άλλην σοβαρότερη αιτία», την οποία θα του την εξηγούσε, την επόμενη μέρα. «ο Πρίγκιψ ανυπομόνως εζήτησε τότε να μάθη, αλλ’ ο Ξάνθος τον παρεκάλεσε να λάβη υπομονήν μέχρι της αύριον, και ούτως ετελείωσεν η πρώτη συνέντευξις. Την επιούσαν ο Ξάνθος επήγεν εις αυτόν τω εφανέρωσε τα πάντα, και εκείνος μετά προθυμίας και ενθουσιασμού εδέχθη να αφιερωθή εις την υπηρεσίαν των ομογενών με πάσαν θυσίαν του, και δούς εις τον Ξάνθο ένορκον και έγγραφον ομολογίαν περί της πίστεως και αφοσιώσεως του ( την οποία ο Ξάνθος έστειλεν εις τους εν Μόσχα συναδελφούς του παρ’ οις και ευρίσκεται) , ανεδέχθη τον τίτλον του Γενικού Επιτρόπου της Αρχής , έλαβε δε και το όνομα Καλός, και τα στοιχεία δια να υπογράφηται Α.Ρ, και ούτως εκατορθώθη δι’αυτού ο σκοπός της Εταιρίας».
Σύμφωνα με την «κατάθεση» του ψευδομάρτυρα Ξάνθου η διαδικασία, ανάθεσης της αρχηγίας στον Αλέξανδρο Υψηλάντη, κράτησε δύο μέρες.
Η πρώτη επαφή έγινε την Κυριακή 11 Απριλίου/ 30 Μαρτίου 1820, όταν πήγε και «χτύπησε την πόρτα» του Υψηλάντη, και η «μύηση» άρχισε και ολοκληρώθηκε στις 12 Απριλίου. Η περιγραφή του όμως, είναι πολύ παράξενη. Θυμόταν με λεπτομέρειες τον πρώτο διάλογο που είχε με τον Υψηλάντη αλλά είχε ξεχάσει την παρουσία του Ιωάννη Μάνου, και δεν θυμόταν αν μεσολάβησε κάποιος για να τον δεχθεί ο Υψηλάντης, και κυρίως παρέκαμψε με το σχήμα «απελπίστηκε- στράφηκε», τρεις ολόκληρους μήνες, από τις αρχές Ιανουαρίου, που ισχυρίστηκε ψευδώς ότι συνάντησε τον Καποδίστρια ως τις 11 Απριλίου.
Ο Ξάνθος , αναφερόταν, σε «έγγραφο ομολογία περί της πίστεως και αφοσιώσεως», την οποία έστειλε στους «εν Μόσχα συναδελφούς», ωστόσο, οι «εν Μόσχα», παρέδωσαν το έγγραφο αυτό αργότερα, στα αρχεία του ελληνικού κράτους, και το ίδιο το κείμενο τον διαψεύδει, αφού είναι ένα λιτό, «επαγγελματικό» κείμενο ανάθεσης και αποδοχής, μία «απόδειξη», χωρίς όρκους, και το οποίο είναι αρκούντως αμφίσημο.
Η τύχη του πρωτοκόλλου περιγραφόταν κάπως διαφορετικά δύο χρόνια πριν τα απομνημονεύματα, στο υπόμνημά που υπέβαλε προς την Εθνική Συνέλευση , στις 15 Δεκεμβρίου 1843. «Ούτος, (ο Υψηλάντης), αποδεχθής μετά προθυμίας και ενθουσιασμού, ητοιμάσθη εις την εκπλήρωσιν του σκοπού, αφού πρότερον υπέγραψε έν ύποσχετικόν έγγραφο, το οποίο παρακατέθεσα εις τους κυρίους Νικόλαο Πατσιμάδη και Αντώνιο Κομιζόπουλο».
Το έστειλε η το «παρακατέθεσε»; Μέσα σε δύο χρόνια τα λέει διαφορετικά , και ήταν «ύποσχετικόν έγγραφο»(1843), ή «ένορκος βεβαίωση»(1845).
Μπορεί βέβαια και να μη θυμόταν. Θυμόταν όμως, τις «ατάκες», του θεατρικού διαλόγου.
Οι αντιφάσεις των ψευδών «καταθέσεων» του Ξάνθου, είναι κραυγαλέες.
Το 1843 έγραφε ότι ο Υψηλάντης «υπέγραψε έν ύποσχετικόν έγγραφο», αλλά το «πρακτικό ανάθεσης» που βρίσκεται στα αρχεία του ελληνικού Κράτους, δεν είναι «υποσχετικό έγγραφο», κατά κανένα τρόπο.
Η «παραλλαγή», του 1845 , «και δούς εις τον Ξάνθο ένορκον και έγγραφον ομολογίαν», δεν στηρίζεται πουθενά. Η ορκωμοσία, που αναφέρει ο Ξάνθος, για την είσοδο του Υψηλάντη, στην «εταιρία των Φιλικών», δεν έγινε, παρουσία του, και άλλωστε ο Ξάνθος δεν είχε να μας παρουσιάσει το «αφιερωτικό γράμμα» του αρχηγού, αλλά και ούτε ποτέ κατατέθηκε ένα τέτοιο έγγραφο, αργότερα, από άλλον, στα Αρχεία του κράτους όπως έγινε με το «πρακτικό» του Γενικού Εφόρου.
Τα γεγονότα , περί την «μύηση» του Υψηλάντη στην «Εταιρία» και την ανάληψη της αρχηγίας του Αγώνα, τα περιέγραψε διαφορετικά στην αυτοβιογραφία της η κόμισσα Λούλου Τύρχαϊμ , όπως τα άκουσε από τον ίδιο .
«Τον χειμώνα του 1819-20 όταν εμείς βρισκόμαστε στη Ρωσία, ήρθε ο Υψηλάντης στην Πετρούπολη με μόνο σκοπό να μας δει. Αν δεν βρισκόμαστε τότε στη Ρωσία, θα είχε ζητήσει άδεια για να κάνει ταξίδι στη Γερμανία και τη Γαλλία.Στην Πετρούπολη ο Υψηλάντης ασθένησε για πολλές εβδομάδες. Τότε τον επισκέπτονταν συχνά ορισμένα επίσημα πρόσωπα της Εταιρίας, και του ανακοίνωσαν ότι στην Οδησσό είχαν συνενωθεί πολλοί Έλληνες έμποροι, καθώς και πολλοί στην Πελοπόννησο για να αγωνιστούν για την ανάσταση του έθνους των. Τα πρόσωπα αυτά μιλούσαν όλο και πιο ελεύθερα για τους πολιτικούς σκοπούς της οργανώσεως αυτής που, υπό το όνομα «Εταιρία», γινόταν, έλεγαν, ισχυρότερη συνεχώς, και ότι συνδεόταν μυστικά με τους Έλληνες του Μωρία και της Πόλης για να αποτινάξουν επιτέλους τον μισητό τουρκικό ζυγό.Του έλεγαν ακόμα ότι είχαν στη διάθεσή τους μεγάλα ποσά, ότι ο Αλή Πασάς είχε καταστεί ανεξάρτητος από την Πύλη κι ότι προσέφερε την σύμπραξη του στους Έλληνες του Μωριά. Στις συνομιλίες αυτές πίστευαν ότι η Ρωσία θα υπεστήριζε τις προσπάθειες των ομοδόξων της, ή τουλάχιστον δε θα τους εμπόδιζε στις ενέργειές των. Οι πιθανότητες, η υποδουλωμένη και πάσχουσα πατρίδα των να γίνει και πάλι ελευθέρα ήταν μεγαλύτερες από ότι στην εποχή της Αικατερίνης της Β. Αυτές οι συζητήσεις ξυπνούσαν στην καρδιά του Υψηλάντη σιγά- σιγά τη σκέψη να δώσει νέα ζωή στην πατρίδα του με την οποία τον συνέδεαν τα πιο ευγενικά του όνειρα από τα παιδικά του χρόνια. Είχε εγκαταλειφθεί στην διάθεση της πατρίδας του με όλο του το είναι. Με λίγα λόγια λοιπόν, εκείνοι που του ξύπνησαν τις ελπίδες αυτές για ένα αισιόδοξο μέλλον, του ανέθεσαν χωρίς πολλές διατυπώσεις την αρχηγία του τόσον ενδόξου όσον και επικινδύνου εγχειρήματος. Του έδειξαν τους καταλόγους με τα ονόματα των μεμυημένων και τον εβεβαίωσαν ότι σαν γόνος ενός Έλληνος που είχε αφιερωθεί εξ ολοκλήρου στην υπόθεση της Ελλάδος και σαν Ρώσος αξιωματικός θα ήταν εγγύηση για το έθνος του και θέλγητρο για την υποστήριξη της επανάστασης. Ο Υψηλάντης τους παρακάλεσε να του δώσουν τρεις μέρες καιρό για να σκεφθεί την υπόθεση και να μιλήσει με τον Καποδίστρια για να εξακριβώσει σε τι θα συμφωνούσε ο υπουργός χωρίς καμιά επιφύλαξη. Ο Καποδίστριας που ήταν πληροφορημένος για όλα, επιδοκίμασε με ενθουσιώδη λόγια την πατριωτική επιθυμία του νεαρού φίλο του και του επανέλαβε αυτό που είχε πει πολλές φορές τους συμπατριώτες του, ότι ακόμα και αν η ευρωπαϊκή πολιτική δεν θα επέτρεπε στον Τσάρο Αλέξανδρο να κηρυχθεί ανοιχτά υπέρ της ελληνικής υπόθεσης η καρδιά του θα ήταν πέρα ως πέρα με το μέρος της Ελλάδας».****
Η περιγραφή της Λούλου Τύρχαϊμ, είναι εντελώς διαφορετική από αυτήν του Ξάνθου. Η διαδικασίας «μύησης», και παράλληλα η διαπραγμάτευση κράτησε αρκετές εβδομάδες , σύμφωνα με όσα της έλεγε ο Υψηλάντης, ενώ ο Ξάνθος υποστηρίζει, ότι όλα έγιναν σε δύο μέρες.
Για την εξέλιξη της μύησης του Υψηλάντη, όπως έγραφε η Τύρχαϊμ ενημερωνόταν ο Καποδίστριας που ήταν, «πληροφορημένος για όλα», ενώ «στο τέλος της διαδικασίας, αφού ολοκληρώθηκε η μύηση, έδειξαν στον Υψηλάντη τους καταλόγους» με τα ονόματα των μυημένων.
«Τα επίσημα πρόσωπα» της Εταιρίας, υποστήριζε η Τύρχαϊμ, μίλησαν στον Υψηλάντη, για την ανάπτυξη του κινήματος στην Πελοπόννησο, την Κωνσταντινούπολη και την Οδησσό, και του έλεγαν ότι είχαν στη διάθεσή τους μεγάλα ποσά, ότι ο Αλή Πασάς είχε καταστεί ανεξάρτητος από την Πύλη κι ότι προσέφερε την σύμπραξη του στους Έλληνες του Μωριά, και σιγά-σιγά
ο Υψηλάντης, «είχε εγκαταλειφθεί στην διάθεση της πατρίδας του με όλο του το είναι». Ο Ξάνθος αντίθετα, θυμόταν ότι όλα έγιναν με ενθουσιασμό και σχεδόν ακαριαία: «Την επιούσαν, ο Ξάνθος, επήγεν εις αυτόν, του εφανέρωσε τα πάντα, και εκείνος μετά προθυμίας και ενθουσιασμού εδέχθη να αφιερωθή εις την υπηρεσίαν των ομογενών»(!!).
****Λούλου Τυρχάϊμ. Lulu Thürheim. Mein Leben. Erinnerungen aus Österreichs grosser Welt. 1788-1819.(μετάφραση από τα γερμανικά του Καθηγητή Π.Κ.Ενεπεκίδη). Περισσότερα στο Βιβλίο μου
«η Επανάσταση των Φιλογενών»
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)