Τετάρτη 26 Αυγούστου 2020

Στις 26 Αυγούστου/7 Σεπτεμβρίου, έγινε η δεύτερη μάχη στα Στενά των Βασιλικών στη Φθιώτιδα.

1821 .Στις 26 Αυγούστου/7 Σεπτεμβρίου, έγινε η δεύτερη μάχη στα Στενά των Βασιλικών στη Φθιώτιδα. 
Ο Μπαϊράμ Πασάς με 8.000 πεζούς, και με πυροβολικό. κινήθηκε με όλο του τον στρατό για να διανοίξει τη στενή διάβαση των Βασιλικών, που κατέληγε στην Λιβαδειά.
 Η διαδρομή του περνούσε πίσω από τα σημερινά Καμμένα Βούρλα και τον Αγ. Κωνσταντίνο και στη συνέχεια στη δασώδη κοιλάδα, των βασιλικών,
Οι Δυοβουνιώτηδες, ο Πανουργιάς ο Γιαννάκης Γκούρας, ο Αντώνης Κοντοσόπουλος και ο Κωνσταντής Καλύβας με 1600 κράτησαν το πέρασμα. Ο Παπά-Ανδρέας Κοκοβιτσιανός τους επιτέθηκε από τα νώτα. 
Οι Τούρκοι με την δύση του ήλιου τράπηκαν προς την Πλατανιά, και την Λαμία, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης πάνω χίλιους νεκρούς . 
Μεταξύ των νεκρών βρίσκονταν και ο Μεμίς Πασάς, τον οποίο σκότωσε ο Γκούρας. Επίσης άφησαν 2 πυροβόλα και 18 σημαίες. 
Από τους Έλληνες σκοτώθηκαν δέκα και τραυματίστηκαν 30, μεταξύ των οποίων και ο οπλαρχηγός Κοντοστόπουλος.

Σάββατο 1 Αυγούστου 2020

ο πραξικόπημα των «δυσαρεστημένων», Πρακτόρων της Αγγλίας κατά του Καποδίστρια και οι αρχιπραξικοπηματίες Μιαούλ ή Μπούκας και Ρουφιανογιάννης


Του Σπύρου Χατζάρα
Η συνωμοσία των «συνταγματικών» του Λονδίνου,  για την ανατροπή της εθνικής κυβέρνησης και του Καποδίστρια προετοιμαζόταν από το 1828,  και η πολιτική προσπάθεια που γινόταν  δεν ήταν κρυφή.

Ο Καποδίστριας είχε προσπαθήσει να μιλήσει για απευθείας με τις « κεφαλές» και να τους συγκρατήσει, για να αποτρέψει την νέα συμμαχία των Υδραίων με τον Μαυροκορδάτο, τον οποίο προόριζε για πρεσβευτή στο Παρίσι.
 Στον Κουντουριώτη  από τον Πόρο έγραφε στις 2/14 Νοεμβρίου 1828: « σας εξήγησα και προφορικά σας επαναλαμβάνω και γραπτά τις οδυνηρές αναφορές που λαμβάνω από παντού σχετικά με τη στάση κάποιων προσώπων που εστάλησαν στην Πελοπόννησο για να συλλέξουν στατιστικά στοιχεία από τους συναδέλφους σας στο Πανελλήνιον. Στους νομούς Αργολίδας, Αχαΐας, Κάτω Μεσσηνίας, οι επίτροποι ούτοι αντί να συλλέγουν στατιστικά στοιχεία συγκεντρώνονταν τις δημογεροντίες και  αφού τους όρκιζαν να κρατήσουν μυστικές τις πατριωτικές αποκαλύψεις που θα τους έκαναν, έλεγαν ότι η κυβέρνηση είναι Δεσποτική και ότι έχει στόχο να αποστέρηση τον λαό και τους Προύχοντες από τα δικαιώματά και τα προνόμια τους, και πρότειναν στους δημογέροντες να ζητούν πλήρη φορολογική απαλλαγή των περιοχών τους, ενώ διέδιδαν ότι τα στατιστικά στοιχεία θα αξιοποιούντο για να διατεθεί η γη προς όφελος των ξένων. δεν θέλω να πιστέψω ότι οι επίτροποι πήραν εντολές για να εκτελέσουν αυτές τις εγκληματικές παραγγελίες».
 Οι πολιτικές αυτές ίντριγκες γινόντουσαν  την ίδια ώρα που ο Δ. Υψηλάντης συνέχιζε να μάχεται στη Στερεά για την διασφάλιση την συνοριακής γραμμής Αμβρακικού-Παγασητικού.
Βασικός παράγων της συνομωσίας ήταν 
ο Μακρυγιάννης που είχε τοποθετηθεί  το 1829,από τον Καποδίστρια Γενικός Αρχηγός της Εκτελεστικής Δύναμης της Πελοποννήσου, με έδρα το Άργος.
Η τελική έφοδος για την «έξωση» του Κυβερνήτη εξαπολύθηκε τον Μάιο του 1831, όταν οριστικοποιήθηκε  η πολιτική απόφαση του Ιωάννη Καποδίστρια, να προχωρήσει στη διανομή των «Εθνικών Γαιών» στους ακτήμονες, για την τόνωση της οικονομίας , που έπληττε καίρια τα  συμφέροντα των ιουδαίων τραπεζιτών , που είχαν πάρει ενέχυρο την εθνική γη για τα  «δάνεια της υποτέλειας», και τα συμφέροντα των «μεγάλων οικογενειών» του Μοριά, που είχαν μέσω των Τούρκων την εκμετάλλευση της γης.
Η αγγλική  «φατρία της Υδρας»,τον Μάιο του 1831 εξαγόρασε τον Τζάμη Καρατάσο, και του έδωσαν χρήματα για να φύγει απ΄ το Ναύπλιο να μεταβεί στη Ρούμελη και να ξεσηκώσει τη Στερεά Ελλάδα, κατά του Κυβερνήτη. Αυτός με  επτά συντρόφους του ,πήγαν  στη Σαλαμίνα και από εκεί απέστειλαν επιστολές στο Λάζαρο και τον Γεώργιο Κουντουριώτη στην Ύδρα και σε διάφορους οπλαρχηγούς της Ρούμελης. Ο Καρατάσος έγραψε  και στον στρατηγό Νότη Μπότσαρη  του ανήγγειλε την αποστολή του στη Ρούμελη και τον προέτρεπε να μιμηθεί τους Υδραίους Το σώμα που συγκρότησε ο Καρατάσος συγκεντρώθηκε στην Κάντζα και επετέθη στη Θήβα. Εκεί κατάργησε την αστυνομία και εξέδωσε προκηρύξεις τις οποίες υπέγραφε με συμβολικά στοιχεία. 
Όταν εμφανίστηκαν οι κυβερνητικοί στρατιώτες το σώμα Καρατάσου κατέφυγε στις κατεχόμενες από τους Οθωμανούς περιοχές απ’ όπου έστειλαν τον Μ. Γρίβα στην Ύδρα ζητώντας βοήθεια. Επανελθόντες περικυκλώθηκαν στη θέση Κουδούνα όπου το σώμα διελύθη ο δε Καρατάσος διέφυγε στην Ύδρα.

Οι πράκτορες του Λονδίνου με την καθοδήγηση του Αρμοστή Φρεντερίκ Άνταμ του συμπολεμιστή στο Βατερλώ του Ουέλλιγκτον από τον οποίο έπαιρνε απευθείας εντολές είχαν οργανώσει  εξέγερση των «δυσαρεστημένων» κατά του Εθνικό Κυβερνήτη.     

Με προτροπή των Άγγλων, εγκαταστάθηκε  στην Ύδρα,
 ο πολιτικός εγκέφαλος της  «συνταγματικής Αντιπολίτευσης», και διεκδικητής της εξουσίας, Αλ. Μαυροκορδάτος, που συγκρότησε μια «παράλληλη αυτόνομη εξουσία», που την  αποτελούσαν 
ο «μεγαλονοικοκύρης» της Ύδρας Λάζαρος Κουντουριώτης, το δεξί χέρι του Μαυροκορδάτου, και ο μεγαλοαπατεώνας Ιωάννης Ορλάντο, που υπέγραψε τα δάνεια της Αγγλίας,  ο Δημήτριος Βούλγαρης υιός του  επί τουρκοκρατίας διοικητή της Ύδρας, Γ. Βούλγαρη, ο Ιωάννης Κριεζής και ο Ιωάννης Μπουδούρης. 

Ο Ζαΐμης και ο Μαυροκορδάτος «καθοδηγούσαν» πολιτικά τις ενέργειες της επιτροπής. Η εξαγωγή της εξέγερσης έγινε με τα Υδραίικα, πλοία που έκαναν καταδρομές στα νησιά του Αιγαίου  για να εξασφαλίσουν την προσχώρηση τους στο κίνημα .

Οι  Μαυροκορδάτος και Κόμπανυ ,  κατά την τετραήμερη παραμονή τους στο Ναύπλιο στις αρχές Ιουνίου 1831, πού έγινε για να συναντηθούν με τους τρείς αντιπρέσβεις , φρόντισαν να εξαγοράσουν την φρουρά του Παλαμηδίου. 

Ο Μιαούλης, έστειλε τον Μακρυγιάννη και προσκάλεσε τον φρούραρχο του Παλαμηδίου  Αναστάσιο Ροδίτη  στο σπίτι που διέμενε, και εκεί, παρουσία του Μακρυγιάννη  και του Κωνσταντίνου Δούκα, του προσέφερε τρεις χιλιάδες ισπανικά δίστηλα για να παραδώσει το Παλαμήδι στους Υδραίους, δεχόμενος  στη φρουρά οκτώ Υδραίους πυροβολητές.
 Ό Ροδίτης, ανέφερε την πρόταση στον συντοπίτη του υπουργό στρατιωτικών, Παναγιώτη Ρόδιο, που τον παρουσίασε στο Καποδίστρια. 
Ο Κυβερνήτης και ο υπουργός είπαν στον φρούραρχο  να πάρει τα χρήματα  να δεχθεί εντός του Παλαμηδίου τούς Υδραίους ,και να τους συλλάβει κατόπιν.
Ο Μακρυγιάννης,   ομολογεί  στα απομνημονεύματα του ότι η κατάληψη του Παλαμηδιού ήταν μέρος του σχεδίου των «συνταγματικών», που είχαν προσκαλέσει τους  πληρεξούσιους της  Τετάρτης Εθνοσυνέλευσης στην Ύδρα.
Οι συνωμότες παράλληλα, προσπάθησαν να προκαλέσουν   εξέγερση του τακτικού τάγματος που στάθμευε στο Ναύπλιο. 
Ο Πολυζωίδης έγραψε επιστολή προς τον διοικητή του τακτικού τάγματος Π. Διαμαντίδη και ο  Φαρμακίδης προς τους αξιωματικούς Μαμάκη, Καμπότη και Γενοβέλη για να κινήσουν σε αποστασία το τάγμα τους στο Ναύπλιο. Το εγχείρημα απέτυχε και μόνο ο Γενοβέλης αυτομόλησε στην Ύδρα.

Με τα κλεμμένα χρήματα των δανείων, ο Μαυροκορδάτος, οι Κουντουρώτες, οι Δεληγιανναίοι, οι Ζαίμηδες, και οι  Λόντοι χρηματοδοτούσαν την «αντίδραση», εξαγόραζαν ανθρώπους και διέδιδαν  την προπαγάνδα τους, με την φυλλάδα  ο «ΑΠΟΛΛΩΝ» του Αναστ. Πολυζωΐδη που διανέμονταν στην  ελεύθερη Ελλάδα με τα Υδραίικα πλοία. Στην εφημερίδα αυτή, δημοσιεύθηκαν ψεύδη, ύβρεις και συκοφαντίες κατά του αρχηγού του έθνους  και καλούσαν   το κοινό σε απείθεια στους νόμους, περιφρόνηση της κυβέρνησης και αποστασία.
Τα πράγματα έφτασαν σε κρίσιμο σημείο, στο τέλος Ιουνίου , όταν οι συνωμότες της Ύδρας,  αποφάσισαν με πρόταση του  Μαυροκορδάτου, την αιφνιδιαστική κατάληψη του ναυστάθμου του Πόρου,  με την αποστολή την νύχτα  της 14/26  Ιουλίου  του Κριεζή  με 70 ένοπλους ναύτες, οι οποίοι κατέλαβαν το μεγαλύτερο  πλοίο  του εθνικού  στόλου, τη φρεγάτα «ΕΛΛΑΣ», με 64 πυροβόλα.
Η επιχείρηση είχε    την βοήθεια του επιόρκου  στρατιωτικού διοικητή  του Πόρου Χριστόδουλου  Μέξη , τον οποίον  δωροδόκησαν , και  φρόντισε ώστε άνδρες της φρουράς να βοηθήσουν τους στασιαστές. Στο λιμάνι του Πόρου ήταν ακόμη παροπλισμένες οι κορβέτες «Υδρα» και «Νήσος των Σπετσών» με κυβερνήτη τον  Κανάρη, τα ατμόπλοια «Αστιγξ» και «Καλαβρία» καθώς και άλλα   μικρότερα, ανάμεσά τους και ο  θρυλικός « Αγαμέμνων », της μακαρίτισσας Μπουμπουλίνας που τον είχε δωρίσει στο έθνος.
Οι «επαναστάτες», δωροδόκησαν και την φρουρά  στο Μπούρτζι του Πόρου και  ο Ιταλός   διοικητής Γκιουζέπε Αμπάτι  το παρέδωσε στους στασιαστές αμαχητί.

Στις 16 /28 Ιουλίου, έφθασε στον Πόρο, ο προδότης Μιαούλης  με άλλους 200 ναύτες, συνέλαβε τον Κανάρη και τον φυλάκισε στην φρεγάτα ΕΛΛΑΣ, αλλά ο Κανάρης,  κατάφερε  να ξεφύγει,  και έσπευσε  στην Αίγινα, με τον κεφαλλονίτη Δημήτριο  Ορλώφ  και ενεργοποίησαν , τα μπρίκια του Στόλου ΗΡΑΚΛΗΣ και ΑΘΗΝΑ. 
Με την άφιξη του Μιαούλη προσχώρησαν στην προδοσία ο διοικητής του Ναυστάθμου Γ. Σαχτούρης, ο ιουδαίος  Γ. Σαχίνης της κορβέτας ΥΔΡΑ και ο  Υδραίος Ι. Φαλάγκας.

Στις  18/30 Ιουλίου  κατέφθασε στον Πόρο η Ρωσική μοίρα υπό τον ναύαρχο Ρίκορντ, με 4 πλοία μάχης και απέκλεισε το βόρειο στενό, ενώ στον Γαλατά στρατοπέδευσαν οι κυβερνητικές δυνάμεις με μία ίλη ιππικού υπό τον συνταγματάρχη Δ. Καλλέργη, και 1200 πεζούς με διοικητή τον Νικηταρά.
Το βράδυ της 18ης/30ης  Ιουλίου έγινε  η πρώτη συνάντηση του Ρώσου ναυάρχου Ρίκορντ με τον Μιαούλη στην παραλία του Πόρου, μια και ο Μιαούλης φοβήθηκε να πάει στη ρωσική ναυαρχίδα. Ο Μιαούλης  εκφράζοντας το πραξικόπημα, είπε πως μέχρι τη σύγκληση της Εθνοσυνέλευσης στη ΥΔΡΑ,  αναγνωρίζει ως αρχή μόνο τη Δημογεροντία της Ύδρας, και κάλεσε τον Ρίκορντ να μην ανακατεύεται στα Ελληνικά πράγματα, όπως έκαναν  και οι Αγγλογάλλοι.
Ο Μαυροκορδάτος γνωρίζοντας την επικείμενη άφιξη στις 23 Ιουλίου/4 Αυγούστου της Αγγλικής φρεγάτας ΜΑΔΑΓΑΣΚΑΡΗ και της Γαλλικής ΚΑΛΥΨΩ, έσπευσε στον Πόρο για να ηγηθεί των διαπραγματεύσεων. Στις 28 Ιουλίου / 9 Αυγούστου  ο Νικηταράς με εξακόσιους  στρατιώτες πέρασε επάνω στον Πόρο . Στις 29 Ιουλίου/10 Αυγούστου,  η φατρία της Ύδρας έστειλε στο Κρανίδι τον Παπαθανασόπουλο για να ξεσηκώσει τους κατοίκους και να επιτεθούν μαζί με τους Υδραίους στον ΝΙκηταρα , αλλά εκδιώχθηκε, και οι αποκλεισμένοι  στον Πόρο, Υδραίοι ναύτες, ανατίναξαν την κορβέτα ΝΗΣΟΣ ΣΠΕΤΣΩΝ,  και τον ΑΓΑΜΕΜΝΩΝΑ της Μπουμπουλίνας και κατέφυγαν   στο Μπούρτζι.
Ο Μιαούλης περίμενε μέχρι την 31 Ιουλίου / 12 Αυγούστου την επιστροφή από το Ναύπλιο, των αγγλογάλλων «συμμάχων», αλλά επειδή λιποτακτούσαν οι άνδρες του, εδωσε την εντολή παγίδευσης των πλοίων, και την 1/13 Αυγούστου,  δραπέτευσε και αυτός για να σώσει το τομάρι του, ανατινάζοντας την  κορβέτα ΥΔΡΑ πρώτα, και την φρεγάτα ΕΛΛΑΣ , ενώ αμέσως μετά, ο Γκ. Αμπάτι ανατίναξε το φρούριο του Ναυστάθμου.
 Ο Μιαούλης με τον Ιωάννη Κριεζή  διέφυγαν με βάρκα στην Ύδρα.
Η ΚΑΡΤΕΡΙΑ και το παλαιό δίκροτο ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ  σώθηκαν επειδή  ο Μυκονιάτης ναύτης Γιώργος Γαλασίδης κι ένας στρατιώτης,  κολυμπώντας πρόλαβαν την τελευταία στιγμή να αποκόψουν τα φυτίλια.
Ο Κανάρης, αμέσως μετά την ανατίναξη των ΕΘΙΚΩΝ  ΠΛΟΙΩΝ, ανέφερε από τον Πόρο στον Κυβερνήτη : «Ὁ Μιαούλης παρέδωκεν εἰς τάς φλόγας τήν Ἑλλάδα καί τήν κορβέτα Ὓδρα˙ εἴθε νά παραδωθῆ τό ὄνομα τοῦ αὐτουργοῦ τοιαύτης πράξεως βαρβαροτάτης εἰς αιώνιον ανάθεμα».

Το πραξικόπημα στο Ναύπλιο περιέγραψε  λεπτομερώς  στα απομνημονεύματα του ο Μακρυγιάννης.

«Τότε βρίσκω έναν ανιψιόν του Δεσπότη Ησαΐα. Αυτός ήταν φρούραρχος εις το Παλαμήδι. Τον Κυβερνήτη τον φοβέριζαν πολλοί να τον σκοτώσουνε, ότι έκαμεν εξορίαν όλους τους σημαντικούς της πατρίδας άλλους εις τη Νύδρα κι᾿ άλλους αλλού, κ᾿ ο καθείς από αυτούς είχε το κόμμα του και συγγενείς του, και κιντύνευε. Εγώ εις τον Κυβερνήτη είχα μίαν συμπάθεια, ότι έλπιζα να μετανοήση και να ᾿ρθη εις τον καλόν δρόμον. Και τον ᾿παινούσα κι᾿ ας με πείραζε αδίκως -δεν μου κακοφαίνεταν. Τότε δια να μην του γένη κάνα δυστύχημα αυτεινού και κιντυνέψη η πατρίδα, μίλησα μ᾿ εκείνον οπού ήταν φρούραρχος του Παλαμηδιού να μας δώση το Παλαμήδι και να του δώσουμεν δυο χιλιάδες τάλλαρα. Συνφωνήσαμεν ᾿σ αυτό και πούθε να μας μπάση και να λάβωμεν τις αναγκαίες τάμπιες. Με πήρε πήγαμεν οι δυο μας εις το Παλαμήδι είδα τις θέσες, τα πολεμοφόδια, όλα. Τότε ορκίζομαι και με τον Μήτρο Ντεληγιώργη, στενό μου φίλον, τίμιον αγωνιστή, συνάζομεν ανθρώπους μυστικά τους είχαμεν εις την Νεόπολη, τους δώσαμεν και χαρτζιλίκι, ξοδιάσαμεν καμμιά τετρακοσιαριά τάλλαρα και τους λέγαμεν των ανθρώπων ότι θα πάμεν κλέφτες. Τότε είχαμεν χαζίρι αυτούς κι᾿ ανθρώπους πιστούς να στείλωμεν συνχρόνως εις Ρούμελην, εις Πελοπόννησο και νησιά να γένουν οι πληρεξούσιοι  θα ᾿ρχονταν οι ίδιγοι οπού ᾿ταν εις την Τετάρτη Συνέλεψη».
Στη συνέχεια μετά την αποτυχία του πραξικοπήματος ο τοκογλύφος Ρουφιανογιάννης ζητούσε πίσω τα χρήματα του δαπάνησε και στα απομνημόνευμα γραφει:
«λέγω του Μιαούλη να πάγη εις τη Νύδρα και ειπή του Μαυροκορδάτου, των Κουντουργιωταίων και του Ζαΐμη να του δώσουνε τις δυο χιλιάδες  τάλλαρα . Του είπα να πάρη και καμπόσους Νυδραίγους να γνωρίζουν από κανόνια και εις την Πρόνοια ανταμωνόμαστε. Πήγε ο Μιαούλης το λέγει αυτεινών. «Πες του Μακρυγιάννη, λένε του Μιαούλη, να τραβήξη χέρι από αυτό και θα γένη διαφορετικό το πράμα». Τότε διαλύσαμεν τους ανθρώπους χάσαμεν και τα χρήματά μας».

Μέσα από τα, «του είπα να πάει», «του λέγω», με τα οποία προσωποποιεί   και υποκαθιστά την επικοινωνία του με τους στασιαστές , στον Πόρο και την Υδρα, όπως κάνουν συχνά οι αγράμματοι , αποκάλυψε όλη τη συνωμοσία, της οποίας ήταν μέρος.
Η «Φατρία της  Ύδρας», σχεδίασε την δολοφονία του Καποδίστρια. Ο Μακρυγιάννης, αφού παρέμβαλε την ιστορία για τους Μαυρομιχαλαίους , (προς τους οποίους επίσης είχε δανείσει με τόκο 300 γρόσια), κατέληξε. «Αποφάσισαν να σκοτώσουνε τον Κυβερνήτη». Ο συνωμότης και  τοκογλύφος Ι. Μακρυγιάννης που ήταν ρουφιάνος των «Συνταγματικών» στο Καποδιστριακό Ναύπλιο, μας  άφησε στα απομνημονεύματα του,  το κλειδί, για την αναζήτηση των δολοφόνων του Καποδίστρια. Ήταν το μήνυμα που του έστειλαν από την Ύδρα, τον Αύγουστο του 1831, όταν απέτυχε η κατάληψη του Παλαμηδιού. «Άσε θα γένει αλλιώς το πράγμα».  



1η Αυγούστους 1789. Η μάχη της Φωξάνης και το σχέδιο για την απελευθέρωση των Ελλήνων

Η Φωξάνη είναι η πρωτεύουσα Νομού Βράντσεα της Ρουμανίας, στις όχθες του Ποταμού Μίλκοβ, στην ιστορική Μολδαβίας. Είναι γνωστή για την μάχη που διεξήχθη εκεί στις 21 Ιουλίου/1η Αυγούστου 1789 και στην οποία 70000 Τούρκοι το έβαλαν στα πόδια μπροστά σε 7000 Ρώσους και 18000 Αυστριακούς. 
Στο πεδίο της μάχης οι Τούρκοι άφησαν 2000 νεκρούς , 2500 τραυματίες και τα 12 κανόνια τους. Οι Σύμμαχοι είχαν μόνο 400 νεκρούς και 400 τραυματίες. 
 Η μάχη της Φωξάνης απέδειξε ότι οι Τούρκοι δεν μπορούσαν πλέον αν αναμετρηθούν ισότιμα στο πεδίο της μάχης με σύγχρονους στρατούς.

Πως φθάσαμε στην Φωξάνη

Η Μεγάλη Αικατερίνη ξεκίνησε από την Αγία Πετρούπολη, τον Ιανουάριο του 1787. για μια εξάμηνη «θριαμβευτική περιοδεία» προς τη Νέα Ρωσία , για «να γνωρίσει από κοντά την ανορθωμένη οικονομική και αμυντική κατάσταση στα απελευθερωμένα εδάφη». Στην επίσημη συνοδεία της αυτοκράτειρας, συμμετείχαν ως προσκεκλημένοι, και οι διπλωματικοί εκπρόσωποι της Αγγλίας και της Γαλλίας , για να αναφέρουν στις κυβερνήσεις τους, την πολεμική ισχύ της Ρωσίας και την ετοιμότητα της, για τον αναμενόμενο πόλεμο με την Τουρκία . 
 Η «παράσταση», για την τη λατρεία και την αφοσίωση των Ελλήνων στην Αικατερίνη, από την οποία περίμεναν την λύτρωση των σκλάβων αδελφών τους, άρχισε από τη Νίζνα, όπου ενσωματώθηκε στην «αυλή» και ο Φιραρής, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. 
 Στην Κριμαία, όπου έφτασε στα τέλη Μαΐου , την ανέμεναν ο «πεφωτισμένος», αυτοκράτορας Ιωσήφ Β΄, (που συμμετείχε στην περιοδεία με το ψευδώνυμο «κόμης Φαλκενστάιν»), και ο βασιλιάς της Πολωνίας Στανισλάβ-Αύγουστος Πονιατόφσκι.
 Η Μ. Αικατερίνη και οι προσκεκλημένοι της, επιθεώρησαν τις οχυρώσεις και τις ναυτικές υποδομές της Σεβαστούπολης, και στις 24 Μαΐου/4 Ιουνίου, στον δρόμο προς την Μπαλακλάβα, στις εννέα το πρωί, συνάντησαν το πρώτο γυναικείο στρατιωτικό σώμα στη σύγχρονη ιστορία, τον λόχο των ελληνίδων αμαζόνων, που είχε δημιουργήσει ο Ποτέμκιν, με επικεφαλής την λοχαγό Ελένη Σαράντη, σύζυγο του Ιωάννη Σαράντη, αδελφού του αντισυνταγματάρχη του Τάγματος της Μπαλακλάβα Πάβελ Σαράντοβ .
 Στο σημείο αυτό συνενώθηκαν με τον «λόχο των Αμαζόνων» και οι Έλληνες πρόσφυγες των Ορλοφικών από τη Μπαλακλάβα. Στην τελετή της υποδοχής, πρωτοστατούσε ο Έλληνας ιερέας του Τάγματος της Μπαλακλάβα, Ανανίας. 
 Στο τέλος της περιοδείας, η Μεγάλη Αικατερίνη και ο «κόμης Φαλκενστάιν», εισήλθαν στη Χερσώνα περνώντας κάτω από κάτω μια αψίδα που έγραφε στα ελληνικά, «προς το Βυζάντιο», και έμειναν τρείς μέρες στην πόλη, που τότε ζούσε ο Ευγένιος Βούλγαρης, και ολοκλήρωσαν τις συμφωνίες για τον επικείμενο πόλεμο. Η ώρα της «χριστιανικής σταυροφορίας» στην Ανατολή πλησίαζε.
 Το σχέδιο για τον διαμελισμό της οθωμανικής αυτοκρατορίας, απορρίφθηκε από την Αγγλία. 
 Ο Ουίλιαμ Πιτ ο Νεότερος, που είχε γίνει Πρωθυπουργός το 1783 σε ηλικία 24 ετών , υποστήριζε ότι, «δεν πρέπει να επιτρέψουμε στη Ρωσία να μεγαλώσει και παράλληλα να αφήσουμε την Τουρκία ν’ αδυνατίσει.
 Η άρκτος του βορρά δεν πρέπει να κατέβει στο Αιγαίο. Αν η Ρωσία απωθήσει την Τουρκία από τη Βαλκανική, η Μεσόγειος θα γίνει ρωσική θάλασσα και ο δρόμος προς τις Ινδίες θα αποκοπεί.
 Η Ρωσική κατοχή στην Κωνσταντινούπολη θα σημάνει τον θάνατο των αγγλικών αποικιών της Ανατολής»
 Οι Τούρκοι, που είχαν μεταφέρει στα ρωσο-τουρκικά σύνορα 150.000 στρατιώτες, και είχαν συγκεντρώσει τον στόλο τους στον Εύξεινο, επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά στις 24 Αυγούστου/ 4 Σεπτεμβρίου. και διέταξαν τον Πατριάρχη Προκόπιο Α΄ να εκδώσει αφορισμό των Ρώσων. 

 «Στο πολεμικό «μανιφέστο» της Αικατερίνης, πού δόθηκε στην δημοσιότητα τον Σεπτέμβριο τού 1787, η Τσαρίνα, προσκαλούσε όλο τον χριστιανικό κόσμο να ενώσει «τις ευχές και τις δυνάμεις του, εναντίον τού εχθρού τής Χριστιανοσύνης», και καλούσε τον ορθόδοξο κλήρο και τον κάθε Έλληνα, «…να συμεθέξωσι προς την επιθυμίαν της, εις το να ελευθερώση την ορθόδοξον εκκλησίαν από τον θεοστηγή Τουρκικόν ζυγόνΝα λάβωσι τα όπλα και να υπάγωσι να αποδιώξωσι τους εχθρούς του χριστιανικού ονόματος εκ των τόπων, ους αδίκως αφήρπασαν, και να αναλάβωσιν οι Έλληνες την αρχαίαν των ελευθερίαν και εθνικήν ανεξαρτησίαν….».

Η διακήρυξη της Μ.Αικατερίνης , στην οποία γινόταν αναφορά στον φόνο του ηγεμόνα Γρηγορίου Γκίκα (το 1777) και υπογραμμιζόταν πώς και ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος «κινδύνευσε να έχει την ιδία τύχη, και γι’ αυτό «ζήτησε προστασία στους κόλπους της ορθοδόξου εκκλησίας μας , ή οποία και του ΄ρδωσε άσυλο, όπως είχε υποχρέωση», μοιράστηκε σε χιλιάδες αντίτυπα στην ηπειρωτική Ελλάδα και τα Επτάνησα, με ευθύνη των προξένων της Ρωσίας. 
 Οι επιχειρήσεις των Τούρκων άρχισαν στον Δνείστερο, στο «θέατρο» της Ουκρανίας, και στόχευαν στην ανακατάληψη της Κριμαίας. 
 Η Τουρκική επίθεση αποκρούστηκε τον Οκτώβριο από τον στρατηγό Σουβαρόφ.

 Στο μέτωπο του Δούναβη, η Αυστρία κήρυξε τον πόλεμο στην Τουρκία στις 9 Φεβρουαρίου 1788. 
 Ο Ιωσήφ Ιωσήφ Β΄ των Αψβούργων , ο μεγαλύτερος γιος της Μαρίας Θηρεσίας, και αδελφός της Μαρίας Αντουανέτας, βρισκόταν στο μέτωπο του Βελιγραδίου, και από το Σεμλίνο,(Ζέμουν), εξέδωσε την πολεμική του διακοίνωση, προς τις ευρωπαϊκές αυλές στην οποία ανέφερε : «Επέστη ό χρόνος, κατά τον οποίο , εμφανιζόμενος ως εκδικητής της ανθρωπότητος , αναλαμβάνω να αποζημιώσω την Ευρώπη δια όσα έπαθεν άλλοτε δεινά υπό των κανιβάλων Τούρκων και ελπίζω να αποκαθάρω τον κόσμο, φυλής βαρβάρου, που για τόσον χρόνο ήτο ή μάστιξ αυτού»

 Ανατολικότερα, ο ηγεμόνας της Μολδαβίας, από το 1786 , Αλέξανδρος Υψηλάντης, που το 1785 είχε υποβάλλει σχέδιο για την ανεξαρτητοποίηση της Ελλάδας στον Αυτοκράτορα Ιωσήφ Β΄ και στην Αικατερίνη Β΄ και βρισκόταν σε διαρκή επαφή με τη Βιέννη, και τη Ρωσία, «αιφνιδιάστηκε», και ο Βαρώνος Ερνστ Γκίντεον φον Λάουντον κατάλαβε το Ιάσιο, τον Απρίλιο του 1788, συλλαμβάνοντας τον Υψηλάντη αιχμάλωτο.
 Η Τουρκική αντεπίθεση, ανάγκασε τους Αυστριακούς να υποχωρήσουν και η Πύλη διόρισε, με την υποστήριξη του γηραιού Χασάν Τζαζαερλή Καπουδάν Πασά , ηγεμόνα και της Μολδαβίας, τον Νικόλαο Μαυρογένη, στον οποίο ανατέθηκε η αρχιστρατηγία των τουρκικών δυνάμεων στο μέτωπο του Δούναβη.

 Στις 16/28 Φεβρουαρίου 1788 ξεκίνησαν οι επιχειρήσεις του Λάμπρου Κατσώνη. Στον ηπειρωτικό ελληνικό χώρο, οι αρματολοί στη Δυτική Μακεδονία, πραγματοποίησαν το 1788 σειρά επιθέσεων κατά των Τούρκων στις περιοχές Κορεστίων - Περιστερίου – Μοριχόβου και οι Σουλιώτες εξαπέλυσαν σειρά επιδρομών. 
 Το «ντιβάνι», έδωσε άδεια στον 'Αλή Πασά, που είχε ακολουθήσει τα Σουλτανικά στρατεύματα στο μέτωπο του Δούναβη, να επανέλθει στο πασαλίκι του και να καταστείλει την ανταρσία. Επιστρέφοντας ο Αλής κατέστρεψε τη Μοσχόπολη.

 Οι Σουλιώτες, το Φεβρουάριο του 1789, εξαπέλυσαν νέα σειρά επιδρομών. 

 Στις 28 Μάιου/8 Ιουνίου 1789 απομακρύνθηκε ο Βεζύρης Κοτζά Γιουσούφ Πασά και ανέλαβε ο Χασάν Πασάς, που διέταξε επίθεση κατά των Αυστριακών που πολιορκούσαν το Βελιγράδι

 Η μάχη της Φωξάνης 

 Η ανακωχή της Ρωσίας με τους Τούρκους στα νότια σύνορα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας ήταν εύθραυστη. Την άνοιξη του 1789, ο Αλεξάντρ Βασίλιεβιτς Σουβαρόφ στάλθηκε για να διοικήσει την εμπροσθοφυλακή του τον στρατάρχη Ρουμιάντσεφ .
Το Σώμα Σουβόροφ πήρε θέσεις στη δεξιά πλευρά, στο έδαφος της σημερινής Μολδαβίας και είχε επαφή με την αριστερή πλευρά του αυστριακού στρατού υπό τη διοίκηση του πρίγκιπα Κόμπουργκ. 
 Τον Ιούλιο του 1789 ο Γιουσούφ Πασάς στρατοπέδευσε κοντά στη Φωξάνη με 70.000. Σκόπευε πρώτα να διαλύσει τα αυστριακά στρατεύματα και μετά να επιτεθεί στους Ρώσους. Ο πρίγκιπας του Κόμπουργκ στράφηκε στον Σουβαρόφ για βοήθεια.
 Το σώμα του Αλεξάντερ Βασίλιεβιτς αριθμούσε περίπου 5.000 στρατιώτες και βρισκόταν πενήντα χιλιόμετρα μακριά. Το ρωσικό  Σώμα τρέχοντας για 28 ώρες έφτασε στον ποταμό Σιρέτ την 17η /27 Ιουλίου.
Την επόμενη μέρα, 18/28 Ιουλίου, Ρώσοι άρχισαν να χτίζουν γέφυρες κατά μήκος του ποταμού. 
Το βράδυ της 20ης Ιουλίου οι τρεις γέφυρες ήταν έτοιμες .
 Ο Σουβαρόφ αποφάσισε στις τρεις το πρωί να επιτεθεί στον εχθρό σε δύο στήλες και έστειλε μια επιστολή ενημερώνοντας τον πρίγκιπα Κόμπουργκ. 
Στο μεταξύ είχαν φτάσει και 2000 Κοζάκοι. 

Οι Αυστριακοί, που την ίδια ώρα πολιορκούσαν το Βελιγράδι, ήσαν 18000. 6 συντάγματα πεζικού , 4 τάγματα επίλεκτων Γρεναδιέρων, 3 συντάγματα Ουσάρων (Ιππικό) και ένα ελαφρύ σύνταγμα (Αρναούτεν). 
 Ο Σουβαρόφ, είχε τρία συντάγματα Μουσκετοφόρων, τρία Συντάγματα Δραγώνων, 2 τάγματα επίλεκτων Γρεναδιέρων, ένα ελαφρό Σύνταγμα «Κυνηγών» και ένα σύνταγμα Κοζάκων. 
 Οι Οθωμανοί παρέταξαν περίπου 40.000 από τους 70000 στρατιώτες, με διοικητή τον Οσμάν Πασά. 

Η μάχη στη Φωξάνη έγινε στις 21 Ιουλίου 1789, με το ρωσικό ημερολόγιο αλλά οι Αυστριακοί ως καθολικοί είχαν 1η Αυγούστου. 

 Ο Σουβαρόφ και ο Ιωσίας Κόμπουρκ παρέταξαν τις δυνάμεις τους σε δύο γραμμές σε τετραγωνικούς σχηματισμούς. Σε προηγούμενες μάχες με τους Οθωμανούς, οι Ρώσοι διοικητές ανακάλυψαν ότι χρησιμοποιώντας γραμμική παράταξη εναντίον των Τούρκων υστερούσαν γιατί το τουρκικό Ιππικό διασπούσε την παράταξη. Έτσι ο Σουβαρόφ σχημάτισε τετράγωνα, με ακροβολιστές. 
 Οι Αυστριακοί παρατάχθηκαν κατά τον ίδιο τρόπο.
 Η μάχη ξεκίνησε περίπου στις 9:00 το πρωί της 1η Αυγούστου 1789, με το ρωσικό και το αυστριακό πυροβολικό να προσβάλει τις τουρκικές γραμμές και τις οχυρωμένες θέσεις του τουρκικού στρατοπέδου. 
 Γύρω στις 10, οι Τούρκοι εξαπέλυσαν επίθεση σε όλο το μήκος της γραμμής μάχης, αλλά το συμμαχικό πυροβολικό και οι μουσκετοφόροι τους απέκρουσαν και στην συνέχεια ο Σουβαρόφ έστειλε τους Κοζάκους από τα δεξιά.
 Το ρωσικό ιππικό απωθήθηκε , αλλά η έφοδος με εφ όπλου λόγχη του Ρωσικού πεζικού ήταν επιτυχής. Οι Τούρκοι υποχώρησαν πίσω στο στρατόπεδο τους και μετά την γενική έφοδο των Συμμάχων διαλύθηκαν. Στις 16.00 όλα είχαν τελειώσει.
 Στο πεδίο της μάχης οι Τούρκοι άφησαν 2000 νεκρούς , 2500 τραυματίες και τα 12 κανόνια τους. Οι Σύμμαχοι είχαν μόνο 400 νεκρούς και 400 τραυματίες.
Η μάχη της Φωξάνης απέδειξε ότι οι Τούρκοι δεν μπορούσαν πλέον να αναμετρηθούν με σύγχρονους στρατούς και ας είχαν την αριθμητική υπεροχή .
Ο Σουβόροφ και ο Ιωσίας Κόμπουρκ αποφάσισαν να μην καταδιώξουν τον Οσμάν Πασά. Άλλωστε το πολεμικό σχέδιο πρόβλεπε την προέλαση προς τη Θεσσαλονίκη, δια μέσου της Σερβίας. 
 Μετά τη νίκη, ο Πρίγκιπας Κόμπουργκ και ο Στρατηγός Σουβόροφ συναντήθηκαν και αγκαλιάστηκαν. Ο Ρώσος στρατηγός ήταν γενναιόδωρος με τους συμμάχους. Διέταξε να δοθούν ως λάφυρα στους Αυστριακούς όλα τα τουρκικά όπλα. 
Για την αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β', η νίκη στην Φωξάνη ήταν διπλωματική.. Νίκησε η για φιλία και αρμονία μεταξύ Ρωσίας και Αυστρίας. 

 Στη συνέχεια όμως, «ο ουρανός έπεσε στο κεφάλι» του δύστυχου Ιωσήφ, που κήρυξε τον πόλεμο κατά των «κανιβάλων Τούρκων», παρά την αντίθεση της «μητέρας του Κόσμου». Το εσωτερικό μέτωπο του κατέρρευσε. 
Η Στοά της Βιέννης πέρασε ανοιχτά στην αντιπολίτευση και τον κατήγγειλε ότι πρόδωσε τις αρχές της «πεφωτισμένης δεσποτείας». Οι τιμές των τροφίμων διπλασιάστηκαν και για πρώτη φορά στη Βιέννη, οι πεινασμένοι λεηλάτησαν αρτοποιεία , ενώ ο «φόβος» της υποχρεωτικής στράτευσης, οδήγησε πολλές αριστοκρατικές οικογένειες να εγκαταλείψουν τη Βιέννη. 

 Σπυρίδων Χατζάρας