Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2020

Ο Ρουφιάνος Τρικούπης, γιος και εγγονός πράκτορα, «κατάφερε να καλυτερεύσει, όσο ήταν δυνατόν, τους ατιμωτικούς όρους» της Συνθήκης του Λονδίνου

 

14 Νοεμβρίου 1863. Υπογράφηκε η Συνθήκη του Λονδίνου μεταξύ της Αγγλίας, της Ρωσίας, της Αυστρίας, της Γαλλίας, και της Πρωσίας, δια της οποίας η Αγγλία παραιτήθηκε της προστασίας των Ιονίων Νήσων, που παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα. «Η Συνθήκη παραχώρησης των Επτανήσων στην Ελλάδα. υπογράφηκε απόντος του Έλληνα εκπροσώπου Χαρίλαου Τρικούπη, που ταξίδευε για αυτό το σκοπό στο Λονδίνο. Η Συνθήκη περιείχε ταπεινωτικούς για την Ελλάδα όρους, υπαγορευμένους από την Αυστρία και την Αγγλία, που ακολουθούσαν φιλοτουρκική πολιτική. Ο Τρικούπης, μέσα σε στενά όρια κατάφερε εντούτοις, όταν έφτασε στο Λονδίνο να καλυτερεύσει, όσο ήταν δυνατόν, τους ατιμωτικούς όρους».

Σημασία δεν έχει το ποιος έγραψε το ως άνω «εγκυκλοπαιδικό» κείμενο. Σημασία έχει ότι ο Ρουφιάνος Τρικούπης, γιος και εγγονός πράκτορα, «κατάφερε να καλυτερεύσει, όσο ήταν δυνατόν, τους ατιμωτικούς όρους». Διότι ο ρουφιάνος Πράκτορας των Άγγλων, ήταν… «πατριώτης», σαν τον πράκτορα ρουφιάνο και τοκογλύφο Ρουφιανογιάννη, τον οποίο οι Κόρακες μας συνιστούν ως, «απλό οπλαρχηγό» αλλά «σπαγκοραμμένο».

Με την συνθήκη που υπογράφηκε στις 17/29 Μαρτίου 1864 ανάμεσα στις τρεις Δυνάμεις, την Αγγλία, τη Γαλλία και τη Ρωσία, και στο ελληνικό βασίλειο  και στις οποίας την σύνταξη μετείχε ο ρουφιανοπατριώτης Τρικπούπης επιβλήθηκε η διηνεκής ουδετερότητα της Κέρκυρας, και το ελληνικό κράτος αποδέχτηκε όλες τις υποχρεώσεις προς ξένες κυβερνήσεις, εταιρείες και ιδιώτες, οι οποίες απέρρεαν από συμβάσεις που είχαν συναφθεί από το Προτεκτοράτο  με τη Μεγάλη Βρετανία.H ρύθμιση αυτή αφορούσε το δημόσιο χρέος των Ιονίων, τα εμπορικά και ναυτιλιακά προνόμια αλλοδαπών και κυρίως το εκδοτικό δικαίωμα της Iονικής Τράπεζας.Tο ελληνικό κράτος αναλάμβανε επίσης να καταβάλει αποζημιώσεις και συντάξεις στους άγγλους υπαλλήλους που θα έχαναν τη θέση τους με την Ένωση. 

Αυτή ήταν η ...."βελτίωση".

Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2020

Ο Αντώνιος Καποδίστριας στην Βασιλεύουσα την 1η/13η Νοεμβρίου 1800

 

του Σπύρου Χατζάρα

 

Η 1η/13η Νοεμβρίου 1800, ήταν μια ημέρα ελληνικού μεγαλείου που οι Ρωμιοί της Κωνσταντινούπολης, μικροί και μεγάλοι, περίμεναν 347 χρόνια.

Οι μύθοι, οι προσευχές, και οι προφητείες γίνονταν πραγματικότητα. «Πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θα ΄ναι».

 Ειδοποιημένοι έγκαιρα οι Έλληνες, είχαν ξεχυθεί στους δρόμους, παρόλο που ηταν εργάσιμη μερα. Ηταν Πέμπτη. Στις 11 το πρωί, ο Κόμης Αντώνιος Καποδίστριας και ο Κόμης Νικόλαος Σιγούρος-Δεσύλας ,έφιπποι, διέσχιζαν τους δρόμους της Πόλης, πηγαίνοντας από τον Τοπχανέ, στο Σεράι, για να πάρουν από τον Βεζίρη, το φιρμάνι για την ίδρυση της Ιονίου Πολιτείας.

 Από την Άλωση της Πόλης το 1453, για πρώτη φορά, Έλληνες, διέσχιζαν έφιπποι τη βασιλεύουσα. Μπροστά από τον Καποδίστρια και τον Σιγούρο πήγαινε ουλαμός έφιππων γενιτσάρων και ακολουθούσαν ο διερμηνέας, οι γραμματείς της πρεσβείας της Ιονίου Πολιτείας και το προσωπικό.

Οι δύο πρέσβεις, όταν έφθασαν στο γιαλό, αφίππευσαν και μ’ ένα «μεγαλοπρεπές πλοίο», κατευθύνθηκαν προς το Σεράι. Δίπλα τους, έπλεαν όλα τα ελληνικά πλοία, ακόμα και οι βάρκες, με Νησιώτες και ομογενείς που γεμάτοι χαρά και συγκίνηση συνόδευαν τους δύο πρέσβεις.

Όταν έπιασαν στην αποβάθρα του Βαλσέ-καπί ,περίμεναν τους πρέσβεις πλουσιοστόλιστα άλογα «κεκοσμημένα χρυσοχαλίνοις και αργυρομένοις εφίπποις», όπως εγραφε ο Χιωτης στην περιγραφή του, τα οποία είχε στείλει η Υψηλή Πύλη.

Η συνοδεία τώρα ήταν 24 γενίτσαροι, Τζοχαδαραίοι και Τσασίσηδες.

 Πίσω τους ακολουθούσαν εκατοντάδες «Ρωμιοι». Όταν τελείωσε η τελετή στο Σεράι, οι πρέσβεις βγήκαν και ο χώρος μπροστά τους ήταν γεμάτος ασφυκτικά από Ρωμιούς που φώναζαν «ζήτω» για τη η Νέα Πολιτεία.

Ο νεαρός Αυγουστίνος Καποδίστριας, κατέβαινε τις σκάλες κρατώντας τη σημαία με τον Σταυρό, που επιτέλους κυμάτιζε ξανά στην πόλη των Βασιλέων . Η πομπή των πρέσβεων ξεκίνησε για το Πατριαρχείο.

Μπροστά πήγαινε έφιππος ένας Κεφαλλονίτης πλοίαρχος κρατώντας τη σημαία της Πολιτείας των Επτά Νήσων, που έφερε σε κυανό φόντο, τον πτερωτό λέοντα της πρώην κυριάρχου Βενετίας και επτά λόγχες που συμβόλιζαν τις επτά νήσους του Νεου Ελληνικού Κράτους.

Οι Εθνικιστές της Φιλογένειας, είχαν προτείνει για σημαία τον αναγεννώμενο Φοίνικα, ως σύμβολο εθνικής αναγεννήσεως και προάγγελο της μελλούσης αναστάσεως ολοκλήρου του Έθνους, αλλά η πρόταση απερρίφθη από τους Ιταλογενείς και το συντηρητικό αρχοντολόι , που θεωρούσαν τη Νέα Πολιτεία όχι το κύτταρο της απελευθέρωσης του Εθνους, αλλά συνέχεια της Βενετοκρατίας . Στο Πατριαρχείο, περίμενε τον Καποδίστρια και τον Σιγούρο, όλη η Σύνοδος και ο Πατριάρχης, κρατώντας τον σταυρό, και το Ευαγγέλιο .

Ο Πατριάρχης, όρθιος και δακρυσμένος ευλόγησε τη σημαία και το Σύνταγμα, τα οποία και ασπάσθηκε. Ακολούθησε δοξολογία και δέηση υπέρ της ευημερίας της νέας πολιτείας, και στο τέλος η εκκλησία αντήχησε από την κραυγή, «Ζήτω η νέα ελληνική πολιτεία !». Από το Πατριαρχείο, έφιπποι οι αντιπρόσωποι της Ιονίου Πολιτείας, πέρασαν απ όλη τη συνοικία του Φαναρίου , και ξαναμπήκαν στα πλοία για να διασχίσουν το στενό.

Όταν το πλοίο που μετέφερε τη σημαία και τους δύο πρέσβεις πέρασε μπροστά από τα βασιλικά πλοία της Ρωσίας και της Αγγλίας, που περίμεναν, χαιρετίστηκε με 21 κανονιοβολισμούς. Το πλοίο των πρέσβεων το συνόδευαν όλα τα ελληνικής ιδιοκτησίας, πλωτά μέσα ,που βρίσκονταν στην Πόλη.

Σαν έπιασε το πλοίο ξανά στον Τοπχανέ, η πρεσβεία έγινε δεκτή με κανονιοβολισμούς από το Φρούριο και από τα τούρκικα πλοία που ήσαν προσορμισμένα στον Ντολμά Βακσί. Αυτές , ήταν στιγμές μεγαλείου που προοιώνιζαν την Ανάσταση του Γένους.

Η δημιουργία του πρώτου ανεξάρτητου ελληνικού Κράτους πυρπόλησε τις ψυχές των Ελλήνων. Η Επτάνησος Πολιτεία, αναπτέρωσε τις ελπίδες του Πανελληνίου για εθνική αποκατάσταση.

 Η δημιουργία της Ιονίου Πολιτείας ήταν σχέδιο και επίτευγμα των Υψηλαντών, πατρός και υιού. Του Αλέξανδρου και του Κωνσταντίνου Υψηλάντη, ο οποίος το 1796 , σε ηλικία 36 ετών, είχε διοριστεί Μέγας Δραγουμάνος της Πύλης.

Αυτός συνέλαβε την μεγαλοφυή ιδέα της τριπλής συμμαχίας Αγγλίας, Ρωσσίας και Τουρκίας κατά του Ναπολέοντα, που εξυπηρετούσε ταυτόχρονα και την ασφάλεια της Τουρκίας αλλά και την Μεγάλη Ιδέα της Ανάστασης του ελληνικού Έθνους. Ο Κωνσταντίνος Υψηλάντης πρότεινε στους τρεις συμμάχους την κοινή κατάληψη των Επτανήσων, από Ρώσσους και Τούρκους και προκάλεσε την επιστολή του Πατριάρχη προς τον λαό των νησιών, με τη ρητή υπόσχεση της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας τους, και πέτυχε μετά την κατάληψη, σε συνεργασία με τον πληρεξούσιο πρέσβη του λαού της Επτανήσου Αντώνιο Καποδίστρια, να αποτραπούν τόσο η παραχώρηση των νησιών στον βασιλέα της Νεαπόλεως όσο και η μονομερής κατοχή τους, είτε από την Τουρκία, είτε από την Ρωσσία. Ο ανταγωνισμός των τριών Υπερδυνάμεων λειτούργησε υπέρ των Ελλήνων. Ο Κωνσταντίνος όμως δεν βρισκόταν στην Πόλη εκείνες τις Ιστορικές ώρες αφού τον Νοέμβριο του 1799 είχε διοριστεί ηγεμόνας της Μολδαβίας.

Το Κράτος των Επτανήσων θα ήταν η εστία της αναγέννησης του ελληνικού κράτους, που γύρο του θα συσπειρώνονταν όλο το Έθνος. Αυτή ήταν η Μεγάλη Ιδέα που έγινε πολιτικό πρόγραμμα από τούς Κωνσταντίνο και Αλέξανδρο Υψηλάντη και τον Αντώνιο Καποδίστρια. Παράλληλα η τριπλή συμμαχία ακύρωνε την μόνιμη Ρωσσική απειλή κατά της Τουρκίας, μείωνε την στρατιωτική πίεση , και ενίσχυε έτσι τις πιθανότητες εφαρμογής από τον Σελίμ Γ΄ των εκσυγχρονιστικών σχεδίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που του προωθούσε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ο πρεσβύτερος, που απέβλεπε στην εκμετάλλευση της παρακμής και των δομικών αδυναμιών του τουρκικού κράτους και στην τελική ,εξ εφόδου κατάληψη του, εκ των έσω.

Απόσπασμα από την Επανάσταση των Φιλογενών

1η Νοεμβρίου 1814. Η πρώτη επίσημη συνάντηση του Συνεδρίου της Βιέννης

 1814Πραγματοποιήθηκε η πρώτη επίσημη  συνάντηση του Συνεδρίου της Βιέννης  με την συμμετοχή των 5 μεγάλων με τη συμμετοχή του Τσάρου Αλεξάνδρου Α' της Ρωσίας, του Καγκελάριου Κλέμενς φον Μέτερνιχ της Αυστριακής Αυτοκρατορίας, του Ρόμπερτ Στιούαρτ, υποκόμη του Castlereagh της Αγγλίας, του Υπουργού Εξωτερικών της Γαλλίας, Σαρλ-Μωρίς ντε Ταλλεϋράν, πρίγκηπα του Περιγκόρ, και του Πρωσικού Βαρόνου Χάινριχ Φρίντριχ Καρλ. Συμφωνήθηκε να συνεχιστο΄’υν οι διαβουλεύσεις και οι εργασίες  της ολομέλειας  του Συνεδρίου να επαναληφθούν στις 7 Ιανουαρίου.