Του Σπύρου Χατζάρα
Η συνωμοσία
των «συνταγματικών» του Λονδίνου, για
την ανατροπή της εθνικής κυβέρνησης και του Καποδίστρια προετοιμαζόταν από το
1828, και η πολιτική προσπάθεια που
γινόταν δεν ήταν κρυφή.
Ο
Καποδίστριας είχε προσπαθήσει να μιλήσει για απευθείας με τις « κεφαλές» και να
τους συγκρατήσει, για να αποτρέψει την νέα συμμαχία των Υδραίων με τον
Μαυροκορδάτο, τον οποίο προόριζε για πρεσβευτή στο Παρίσι.
Στον Κουντουριώτη από τον Πόρο έγραφε στις 2/14 Νοεμβρίου 1828:
« σας εξήγησα και προφορικά σας
επαναλαμβάνω και γραπτά τις οδυνηρές αναφορές που λαμβάνω από παντού σχετικά με
τη στάση κάποιων προσώπων που εστάλησαν στην Πελοπόννησο για να συλλέξουν
στατιστικά στοιχεία από τους συναδέλφους σας στο Πανελλήνιον. Στους νομούς Αργολίδας,
Αχαΐας, Κάτω Μεσσηνίας, οι επίτροποι ούτοι αντί να συλλέγουν στατιστικά
στοιχεία συγκεντρώνονταν τις δημογεροντίες και
αφού τους όρκιζαν να κρατήσουν μυστικές τις πατριωτικές αποκαλύψεις που
θα τους έκαναν, έλεγαν ότι η κυβέρνηση είναι Δεσποτική και ότι έχει στόχο να
αποστέρηση τον λαό και τους Προύχοντες από τα δικαιώματά και τα προνόμια τους,
και πρότειναν στους δημογέροντες να ζητούν πλήρη φορολογική απαλλαγή των
περιοχών τους, ενώ διέδιδαν ότι τα στατιστικά στοιχεία θα αξιοποιούντο για να
διατεθεί η γη προς όφελος των ξένων. δεν θέλω να πιστέψω ότι οι επίτροποι πήραν
εντολές για να εκτελέσουν αυτές τις εγκληματικές παραγγελίες».
Οι πολιτικές αυτές ίντριγκες γινόντουσαν την ίδια ώρα που ο Δ. Υψηλάντης συνέχιζε να
μάχεται στη Στερεά για την διασφάλιση την συνοριακής γραμμής
Αμβρακικού-Παγασητικού.
Βασικός παράγων
της συνομωσίας ήταν
ο Μακρυγιάννης που είχε τοποθετηθεί το 1829,από τον Καποδίστρια Γενικός Αρχηγός
της Εκτελεστικής Δύναμης της Πελοποννήσου, με έδρα το Άργος.
Η τελική
έφοδος για την «έξωση» του Κυβερνήτη εξαπολύθηκε τον Μάιο του 1831, όταν οριστικοποιήθηκε η πολιτική απόφαση του Ιωάννη Καποδίστρια, να
προχωρήσει στη διανομή των «Εθνικών Γαιών» στους ακτήμονες, για την τόνωση της
οικονομίας , που έπληττε καίρια τα συμφέροντα
των ιουδαίων τραπεζιτών , που είχαν πάρει ενέχυρο την εθνική γη για τα «δάνεια της υποτέλειας», και τα συμφέροντα
των «μεγάλων οικογενειών» του Μοριά, που είχαν μέσω των Τούρκων την
εκμετάλλευση της γης.
Η
αγγλική «φατρία της Υδρας»,τον Μάιο του
1831 εξαγόρασε τον Τζάμη Καρατάσο, και του έδωσαν χρήματα για να φύγει απ΄ το
Ναύπλιο να μεταβεί στη Ρούμελη και να ξεσηκώσει τη Στερεά Ελλάδα, κατά του
Κυβερνήτη. Αυτός με επτά συντρόφους του
,πήγαν στη Σαλαμίνα και από εκεί
απέστειλαν επιστολές στο Λάζαρο και τον Γεώργιο Κουντουριώτη στην Ύδρα και σε
διάφορους οπλαρχηγούς της Ρούμελης. Ο Καρατάσος έγραψε και στον στρατηγό Νότη Μπότσαρη του ανήγγειλε την αποστολή του στη Ρούμελη
και τον προέτρεπε να μιμηθεί τους Υδραίους Το σώμα που συγκρότησε ο Καρατάσος
συγκεντρώθηκε στην Κάντζα και επετέθη στη Θήβα. Εκεί κατάργησε την αστυνομία
και εξέδωσε προκηρύξεις τις οποίες υπέγραφε με συμβολικά στοιχεία.
Όταν
εμφανίστηκαν οι κυβερνητικοί στρατιώτες το σώμα Καρατάσου κατέφυγε στις
κατεχόμενες από τους Οθωμανούς περιοχές απ’ όπου έστειλαν τον Μ. Γρίβα στην
Ύδρα ζητώντας βοήθεια. Επανελθόντες περικυκλώθηκαν στη θέση Κουδούνα όπου το
σώμα διελύθη ο δε Καρατάσος διέφυγε στην Ύδρα.
Οι πράκτορες του Λονδίνου
με την καθοδήγηση του Αρμοστή Φρεντερίκ Άνταμ του συμπολεμιστή στο Βατερλώ του Ουέλλιγκτον
από τον οποίο έπαιρνε απευθείας εντολές είχαν οργανώσει εξέγερση των «δυσαρεστημένων» κατά του Εθνικό Κυβερνήτη.
Με προτροπή
των Άγγλων, εγκαταστάθηκε στην Ύδρα,
ο
πολιτικός εγκέφαλος της «συνταγματικής
Αντιπολίτευσης», και διεκδικητής της εξουσίας, Αλ. Μαυροκορδάτος, που
συγκρότησε μια «παράλληλη αυτόνομη εξουσία», που την αποτελούσαν
ο «μεγαλονοικοκύρης» της Ύδρας
Λάζαρος Κουντουριώτης, το δεξί χέρι του Μαυροκορδάτου, και ο μεγαλοαπατεώνας
Ιωάννης Ορλάντο, που υπέγραψε τα δάνεια της Αγγλίας, ο Δημήτριος Βούλγαρης υιός του επί τουρκοκρατίας διοικητή της Ύδρας, Γ.
Βούλγαρη, ο Ιωάννης Κριεζής και ο Ιωάννης Μπουδούρης.
Ο Ζαΐμης και ο
Μαυροκορδάτος «καθοδηγούσαν» πολιτικά τις ενέργειες της επιτροπής. Η εξαγωγή
της εξέγερσης έγινε με τα Υδραίικα, πλοία που έκαναν καταδρομές στα νησιά του
Αιγαίου για να εξασφαλίσουν την
προσχώρηση τους στο κίνημα .
Οι Μαυροκορδάτος και Κόμπανυ , κατά την τετραήμερη παραμονή τους στο Ναύπλιο
στις αρχές Ιουνίου 1831, πού έγινε για να συναντηθούν με τους τρείς
αντιπρέσβεις , φρόντισαν να εξαγοράσουν την φρουρά του Παλαμηδίου.
Ο Μιαούλης,
έστειλε τον Μακρυγιάννη και προσκάλεσε τον φρούραρχο του Παλαμηδίου Αναστάσιο Ροδίτη στο σπίτι που διέμενε, και εκεί, παρουσία του
Μακρυγιάννη και του Κωνσταντίνου Δούκα,
του προσέφερε τρεις χιλιάδες ισπανικά δίστηλα για να παραδώσει το Παλαμήδι
στους Υδραίους, δεχόμενος στη φρουρά
οκτώ Υδραίους πυροβολητές.
Ό Ροδίτης, ανέφερε την πρόταση στον συντοπίτη
του υπουργό στρατιωτικών, Παναγιώτη Ρόδιο, που τον παρουσίασε στο Καποδίστρια.
Ο Κυβερνήτης και ο υπουργός είπαν στον φρούραρχο να πάρει τα χρήματα να δεχθεί εντός του Παλαμηδίου τούς Υδραίους
,και να τους συλλάβει κατόπιν.
Ο
Μακρυγιάννης, ομολογεί στα απομνημονεύματα του ότι η κατάληψη του
Παλαμηδιού ήταν μέρος του σχεδίου των «συνταγματικών», που είχαν προσκαλέσει
τους πληρεξούσιους της Τετάρτης Εθνοσυνέλευσης στην Ύδρα.
Οι
συνωμότες παράλληλα, προσπάθησαν να προκαλέσουν εξέγερση του τακτικού τάγματος που στάθμευε
στο Ναύπλιο.
Ο Πολυζωίδης έγραψε επιστολή προς τον διοικητή του τακτικού
τάγματος Π. Διαμαντίδη και ο Φαρμακίδης
προς τους αξιωματικούς Μαμάκη, Καμπότη και Γενοβέλη για να κινήσουν σε
αποστασία το τάγμα τους στο Ναύπλιο. Το εγχείρημα απέτυχε και μόνο ο Γενοβέλης
αυτομόλησε στην Ύδρα.
Με τα
κλεμμένα χρήματα των δανείων, ο Μαυροκορδάτος, οι Κουντουρώτες, οι
Δεληγιανναίοι, οι Ζαίμηδες, και οι
Λόντοι χρηματοδοτούσαν την «αντίδραση», εξαγόραζαν ανθρώπους και
διέδιδαν την προπαγάνδα τους, με την
φυλλάδα ο «ΑΠΟΛΛΩΝ» του Αναστ. Πολυζωΐδη
που διανέμονταν στην ελεύθερη Ελλάδα με
τα Υδραίικα πλοία. Στην εφημερίδα αυτή, δημοσιεύθηκαν ψεύδη, ύβρεις και
συκοφαντίες κατά του αρχηγού του έθνους
και καλούσαν το κοινό σε
απείθεια στους νόμους, περιφρόνηση της κυβέρνησης και αποστασία.
Τα πράγματα
έφτασαν σε κρίσιμο σημείο, στο τέλος Ιουνίου , όταν οι συνωμότες της
Ύδρας, αποφάσισαν με πρόταση του Μαυροκορδάτου, την αιφνιδιαστική κατάληψη του
ναυστάθμου του Πόρου, με την αποστολή
την νύχτα της 14/26 Ιουλίου
του Κριεζή με 70 ένοπλους ναύτες,
οι οποίοι κατέλαβαν το μεγαλύτερο
πλοίο του εθνικού στόλου, τη φρεγάτα «ΕΛΛΑΣ», με 64 πυροβόλα.
Η
επιχείρηση είχε την βοήθεια του
επιόρκου στρατιωτικού διοικητή του Πόρου Χριστόδουλου Μέξη , τον οποίον δωροδόκησαν , και φρόντισε ώστε άνδρες της φρουράς να βοηθήσουν
τους στασιαστές. Στο λιμάνι του Πόρου ήταν ακόμη παροπλισμένες οι κορβέτες
«Υδρα» και «Νήσος των Σπετσών» με κυβερνήτη τον
Κανάρη, τα ατμόπλοια «Αστιγξ» και «Καλαβρία» καθώς και άλλα μικρότερα, ανάμεσά τους και ο θρυλικός « Αγαμέμνων », της μακαρίτισσας
Μπουμπουλίνας που τον είχε δωρίσει στο έθνος.
Οι
«επαναστάτες», δωροδόκησαν και την φρουρά
στο Μπούρτζι του Πόρου και ο
Ιταλός διοικητής Γκιουζέπε Αμπάτι το παρέδωσε στους στασιαστές αμαχητί.
Στις 16 /28
Ιουλίου, έφθασε στον Πόρο, ο προδότης Μιαούλης
με άλλους 200 ναύτες, συνέλαβε τον Κανάρη και τον φυλάκισε στην φρεγάτα
ΕΛΛΑΣ, αλλά ο Κανάρης, κατάφερε να ξεφύγει,
και έσπευσε στην Αίγινα, με τον
κεφαλλονίτη Δημήτριο Ορλώφ και ενεργοποίησαν , τα μπρίκια του Στόλου ΗΡΑΚΛΗΣ
και ΑΘΗΝΑ.
Με την
άφιξη του Μιαούλη προσχώρησαν στην προδοσία ο διοικητής του Ναυστάθμου Γ.
Σαχτούρης, ο ιουδαίος Γ. Σαχίνης της
κορβέτας ΥΔΡΑ και ο Υδραίος Ι. Φαλάγκας.
Στις 18/30 Ιουλίου
κατέφθασε στον Πόρο η Ρωσική μοίρα υπό τον ναύαρχο Ρίκορντ, με 4 πλοία
μάχης και απέκλεισε το βόρειο στενό, ενώ στον Γαλατά στρατοπέδευσαν οι
κυβερνητικές δυνάμεις με μία ίλη ιππικού υπό τον συνταγματάρχη Δ. Καλλέργη, και
1200 πεζούς με διοικητή τον Νικηταρά.
Το βράδυ
της 18ης/30ης Ιουλίου έγινε
η πρώτη συνάντηση του Ρώσου ναυάρχου Ρίκορντ με τον Μιαούλη στην παραλία
του Πόρου, μια και ο Μιαούλης φοβήθηκε να πάει στη ρωσική ναυαρχίδα. Ο Μιαούλης
εκφράζοντας το πραξικόπημα, είπε πως
μέχρι τη σύγκληση της Εθνοσυνέλευσης στη ΥΔΡΑ, αναγνωρίζει ως αρχή μόνο τη Δημογεροντία της
Ύδρας, και κάλεσε τον Ρίκορντ να μην ανακατεύεται στα Ελληνικά πράγματα, όπως
έκαναν και οι Αγγλογάλλοι.
Ο Μαυροκορδάτος γνωρίζοντας την επικείμενη άφιξη στις 23
Ιουλίου/4 Αυγούστου της Αγγλικής φρεγάτας ΜΑΔΑΓΑΣΚΑΡΗ και της Γαλλικής ΚΑΛΥΨΩ,
έσπευσε στον Πόρο για να ηγηθεί των διαπραγματεύσεων. Στις
28 Ιουλίου / 9 Αυγούστου ο
Νικηταράς με εξακόσιους στρατιώτες
πέρασε επάνω στον Πόρο . Στις 29 Ιουλίου/10 Αυγούστου, η φατρία της Ύδρας έστειλε στο Κρανίδι τον
Παπαθανασόπουλο για να ξεσηκώσει τους κατοίκους και να επιτεθούν μαζί με τους
Υδραίους στον ΝΙκηταρα , αλλά εκδιώχθηκε, και οι αποκλεισμένοι στον Πόρο, Υδραίοι ναύτες, ανατίναξαν την
κορβέτα ΝΗΣΟΣ ΣΠΕΤΣΩΝ, και τον
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝΑ της Μπουμπουλίνας και κατέφυγαν
στο Μπούρτζι.
Ο Μιαούλης περίμενε μέχρι την 31 Ιουλίου / 12 Αυγούστου την
επιστροφή από το Ναύπλιο, των αγγλογάλλων «συμμάχων», αλλά επειδή λιποτακτούσαν
οι άνδρες του, εδωσε την εντολή παγίδευσης των πλοίων, και την 1/13
Αυγούστου, δραπέτευσε και αυτός για να
σώσει το τομάρι του, ανατινάζοντας την
κορβέτα ΥΔΡΑ πρώτα, και την φρεγάτα ΕΛΛΑΣ , ενώ αμέσως μετά, ο Γκ.
Αμπάτι ανατίναξε το φρούριο του Ναυστάθμου.
Ο Μιαούλης με τον Ιωάννη
Κριεζή διέφυγαν με βάρκα στην Ύδρα.
Η ΚΑΡΤΕΡΙΑ
και το παλαιό δίκροτο ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ σώθηκαν
επειδή ο Μυκονιάτης ναύτης Γιώργος
Γαλασίδης κι ένας στρατιώτης,
κολυμπώντας πρόλαβαν την τελευταία στιγμή να αποκόψουν τα φυτίλια.
Ο Κανάρης, αμέσως
μετά την ανατίναξη των ΕΘΙΚΩΝ ΠΛΟΙΩΝ, ανέφερε
από τον Πόρο στον Κυβερνήτη : «Ὁ Μιαούλης
παρέδωκεν εἰς τάς φλόγας τήν Ἑλλάδα καί τήν κορβέτα Ὓδρα˙ εἴθε νά παραδωθῆ τό
ὄνομα τοῦ αὐτουργοῦ τοιαύτης πράξεως βαρβαροτάτης εἰς αιώνιον ανάθεμα».
Το
πραξικόπημα στο Ναύπλιο περιέγραψε
λεπτομερώς στα απομνημονεύματα
του ο Μακρυγιάννης.
«Τότε βρίσκω έναν ανιψιόν του
Δεσπότη Ησαΐα. Αυτός ήταν φρούραρχος εις το
Παλαμήδι. Τον Κυβερνήτη τον φοβέριζαν πολλοί να τον σκοτώσουνε, ότι έκαμεν
εξορίαν όλους τους σημαντικούς της πατρίδας άλλους εις τη Νύδρα κι᾿ άλλους
αλλού, κ᾿ ο καθείς από αυτούς είχε το κόμμα του και συγγενείς του, και
κιντύνευε. Εγώ εις τον Κυβερνήτη είχα μίαν συμπάθεια, ότι έλπιζα να μετανοήση
και να ᾿ρθη εις τον καλόν δρόμον. Και τον ᾿παινούσα κι᾿ ας με πείραζε αδίκως
-δεν μου κακοφαίνεταν. Τότε δια να μην του γένη κάνα δυστύχημα αυτεινού και
κιντυνέψη η πατρίδα, μίλησα μ᾿ εκείνον οπού ήταν φρούραρχος του Παλαμηδιού να
μας δώση το Παλαμήδι και να του δώσουμεν δυο χιλιάδες τάλλαρα. Συνφωνήσαμεν ᾿σ
αυτό και πούθε να μας μπάση και να λάβωμεν τις αναγκαίες τάμπιες. Με πήρε
πήγαμεν οι δυο μας εις το Παλαμήδι είδα τις θέσες, τα πολεμοφόδια, όλα. Τότε
ορκίζομαι και με τον Μήτρο Ντεληγιώργη, στενό μου φίλον, τίμιον αγωνιστή,
συνάζομεν ανθρώπους μυστικά τους είχαμεν εις την Νεόπολη, τους δώσαμεν και
χαρτζιλίκι, ξοδιάσαμεν καμμιά τετρακοσιαριά τάλλαρα και τους λέγαμεν των
ανθρώπων ότι θα πάμεν κλέφτες. Τότε είχαμεν χαζίρι αυτούς κι᾿ ανθρώπους πιστούς
να στείλωμεν συνχρόνως εις Ρούμελην, εις Πελοπόννησο και νησιά να γένουν οι
πληρεξούσιοι θα ᾿ρχονταν οι ίδιγοι οπού
᾿ταν εις την Τετάρτη Συνέλεψη».
Στη συνέχεια μετά την αποτυχία του
πραξικοπήματος ο τοκογλύφος Ρουφιανογιάννης ζητούσε πίσω τα χρήματα του δαπάνησε
και στα απομνημόνευμα γραφει:
«λέγω του Μιαούλη να
πάγη εις τη Νύδρα και ειπή του Μαυροκορδάτου, των Κουντουργιωταίων και του
Ζαΐμη να του δώσουνε τις δυο χιλιάδες
τάλλαρα . Του είπα να πάρη και καμπόσους Νυδραίγους να γνωρίζουν από
κανόνια και εις την Πρόνοια ανταμωνόμαστε. Πήγε ο Μιαούλης το λέγει αυτεινών.
«Πες του Μακρυγιάννη, λένε του Μιαούλη, να τραβήξη χέρι από αυτό και θα γένη
διαφορετικό το πράμα». Τότε διαλύσαμεν τους ανθρώπους χάσαμεν και τα χρήματά
μας».
Μέσα από
τα, «του είπα να πάει», «του λέγω», με τα οποία προσωποποιεί και υποκαθιστά την επικοινωνία του με τους
στασιαστές , στον Πόρο και την Υδρα, όπως κάνουν συχνά οι αγράμματοι ,
αποκάλυψε όλη τη συνωμοσία, της οποίας ήταν μέρος.
Η «Φατρία
της Ύδρας», σχεδίασε την δολοφονία του
Καποδίστρια. Ο Μακρυγιάννης, αφού παρέμβαλε την ιστορία για τους
Μαυρομιχαλαίους , (προς τους οποίους επίσης είχε δανείσει με τόκο 300 γρόσια),
κατέληξε. «Αποφάσισαν να σκοτώσουνε τον Κυβερνήτη». Ο συνωμότης και τοκογλύφος Ι. Μακρυγιάννης που ήταν ρουφιάνος
των «Συνταγματικών» στο Καποδιστριακό Ναύπλιο, μας άφησε στα απομνημονεύματα του, το κλειδί, για την αναζήτηση των δολοφόνων
του Καποδίστρια. Ήταν το μήνυμα που του έστειλαν από την Ύδρα, τον Αύγουστο του
1831, όταν απέτυχε η κατάληψη του Παλαμηδιού. «Άσε θα γένει αλλιώς το πράγμα».