Η ρωμιά Χασεκί Κιοσέμ Βαλιντέ Σουλτάν ήταν νόμιμη σύζυγος του σουλτάνου Αχμέτ Α΄, μητέρα δύο Σουλτάνων, του Μουράτ Δ΄ και του Ιμπραήμ Α΄ και ήταν επίσημη αντιβασιλέας δύο φορές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η Κιοσέμ ήταν Ελληνικής καταγωγής, είχε βαφτιστεί Αναστασία και ήταν είτε από την Τήνο είτε από την Χίο. Ο πατέρας της μπορεί να ήταν ιερέας και είχε δυο αδελφες που την ακολούθησαν στο χαρεμι. Μερικοί υποστηρίζουν ότι, επειδή την αγόρασε ο Πασάς της Βοσνίας που την έστειλε δώρο στον Αχμέτ, πως ήταν από εκείνα τα μέρη.
Η Αναστασία τελος πάντων πουλήθηκε στο χαρέμι του συνομήλικου της Σουλτάνου Αχμέτ Α΄ , που είχε γίνει Σουλτάνος στα 13 του ,στην ηλικία των
15 ετών, το 1605.
Η Αναστασία απέκτησε επιρροή στη βασιλεία του άντρα της, (1603-1617), αλλά η ουσιαστική πολιτική της δράση ήταν μετά τον θάνατο του Αχμέτ, όταν κατάφερε μέσα από συνομωσίες και συμμαχίες με αλβανούς γενιτσάρους, να ανεβάσει τα παιδιά της στον θρόνο, και τότε, σαν βασίλισσα μητέρα,(βαλιδέ χανούμ), και σαν αντιβασίλισσα δυο φορές, άσκησε πραγματική εξουσία, στο διάστημα 1623-1651.
Ο Αχμέτ πέθανε από τύφο ή δηλητήριο το 1617 και τον διαδέχτηκε ο τρελός αδελφός του Μουσταφά, που εκθρονίστηκε και τον διαδέχτηκε ο Οσμάν ο γιος του Αχμέτ Α΄ και της Μαχφιρούζ Χατιτζέ Σουλτάν, που μιλούσε πολλές ξένες γλώσσες, αλλά δεν κατάφερε να επιβληθεί στους Γενίτσαρους.
Το 1619 ηγήθηκε του Στρατού σε μια προσπάθεια να ανακαταλάβει την Ουγγαρία, και κατέκτησε τα κάστρα Αράκ, Σικλος, Σερέτσια και κινήθηκε προς το Πετροβαραντίν αλλά ηττήθηκε από τον Αυστριακό στρατό στη μάχη του Νοβισάντ, και ο στρατός του υπέστη πανωλεθρία.
Το 1620 έσπευσε σε βοήθεια του πρίγκιπα της Τρανσυλβανίας, ενάντια στους Αψβούργους και μπήκε θριαμβευτικά στο Ιάσιο μετά από πολιορκία 76 ημερών. Τον επόμενο χρόνο ανέβηκε τον Προύθο, αλλά o στρατός της Πολωνολιθουανικής Κοινοπολιτείας υπό τον γιος του Σιγισμούνδου νίκησε με ευκολία τον στρατό των Οθωμανών στη μάχη του Χοτίν . (2 Σεπτεμβρίου-9 Οκτωβρίου 1621). Στην μάχη μάλιστα ο ίδιος ο Σουλτάνος τραυματίστηκε σχεδόν θανάσιμα.
Υστερα από τη συντριπτική ήττα , ο Οσμάν κατηγόρησε του Γενίτσαρους,
οι οποίοι σε συνεννόηση με την Αναστασία-Κιοσέμ εξεγέρθηκαν, και τον ανέτρεψαν στις 19 Μαίου 1622.
Τον εκτέλεσαν την επομένη με διαταγή του Βόσνιου Μ. Βεζύρη Καρα-Νταβούτ πασά.
Ο τρελός Μουσταφά, επέστρεψε στο θρόνο για τέσσερεις ακόμα μήνες, μέχρι που επιτέλους, ο γιός της Αναστασίας-Κιοσέμ , ο Μουράτ Δ΄, ανέβηκε στον θρόνο στις 10 Σεπτεμβρίου 1623. Και επειδή ήταν ανήλικος, η Αναστασία, ως Βαλιντέ Σουλτάν , ήταν αντιβασίλισσα, για 9 χρόνια μέχρι το 1632, συμμετέχοντας στις συνεδριάσεις του «Διβανίου».
Το «άστρο» της Αναστασίας έδωσε μεγάλη ώθηση στη «νέα ηγεσία» των «τουρκοφρόνων» Ρωμιών στην Κωνσταντινούπολη , και των πιστών στον Σουλτάνο Πατριαρχών.
Η Αναστασία, με τις συμμαχίες της με τους αλβανούς, κατέστρεψε τη χριστιανική αριστοκρατία της γης , και στη θέση εκείνων, προώθησε τη «μέση αστική τάξη»,των εμποράκων των γιατρών, και των μεταφραστών, από την οποία προήλθε η « νέα αριστοκρατία» των «τουρκοφρόνων» Ρωμιών.
Στην εποχή της αντιβασιλείας της σουλτάνας «Αναστασίας» , εκδόθηκε το Φιρμάνι του 1627, με το οποίο η Πύλη αφαίρεσε από τους Χριστιανούς Σπαχήδες τη φρούρηση στα«Δερβένια»,(Κλεισούρες), το οποίο υποχρέωσε τους χριστιανούς να γίνουν κλέφτες, όπως περιγράφει το δημοτικό τραγούδι που κατέγραψε ο Σάθας.
«Κι αν τα δερβένια τούρκεψαν τα ‘πήραν Αρβανίταις /Όσο ‘νε ο Στέριος ζωντανός πασά δεν προσκυνάει/ πάμε να λημεριάσωμε, που λημεριάζουν λύκοι».
Τέτοιος χριστιανός Κλεισούραρχος ήταν και ο Τριαντάφυλλος Τζεργίνης, που τα παιδιά του έγιναν Κλέφτες, και από τους οποίους καταγόντουσαν οι Κολοκοτρωναίοι.
Το 1632 οι γενίτσαροι στασίασαν, επειδή ο Μουράτ απέλυσε τον βεζίρη Χουσρέφ και σκότψσαν μεσα στο Σεράι τον Βούλγαρο (Πομάκο) διάδοχο του Χαφίζ Αχμετ στις 10 Φεβρουαρίου 1832.
Το 1635, επί του Μουράτ, εκδόθηκε από τον Αλβανό Βεζύρη Μεχμέτ πασά , το Φιρμάνι που απαγόρευε την κατοχή Τιμαρίων στους Χριστιανούς. Η πολιτική του διωγμού των Χριστιανών Σπαχήδων ήταν σχέδιο των Αλβανών βεζύρηδων για να αρπάξουν τα κτήματα οι δικοί τους, με πρόσχημα την εκτεταμένη συνομωσία των Χριστιανών με τον Δούκα της Ναβέρ, Κάρολο Γονζάγα για απελευθέρωση του Βυζάντιου, της οποίας η δικτύωση ξεκίναγε από την Χειμάρα και έφθανε στο Ταίναρο.
Ο δούκας της Ναβέρ, ήταν δισέγγονος της Μαργαρίτας Παλαιολογίνας και τρισέγγονος του Βονιφάτιου Β΄ Παλαιολόγου, και επομένως απόγονος του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β' Παλαιολόγου (1282-1328) από έβδομη γενιά, και διεκδικούσε τον βυζαντινό θρόνο. Για να πετύχει το στόχο του προσπάθησε να οργανώσει μια σταυροφορία για την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης.
Η προσπάθεια του εξελίχθηκε από το 1603 μέχρι το 1625.
Ο Κάρολος Γονζάγα στο διάστημα αυτό συναντήθηκε , με τον δούκα της Τοσκάνης Κόσιμο Β', τον αυτοκράτορα της Γερμανίας Ματθία, τον πάπα Παύλο Ε', τον βασιλιά της Δανίας Χριστιανό Δ', τον βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο ΙΓ', τη βασιλομήτορα Μαρία των Μεδίκων, τον δόγη της Βενετίας και με τον βασιλέα της Ισπανίας, Φίλιππο Γ΄.
Οι πρώτες επαφές με τους Μανιάτες ξεκίνησαν το 1603, και οι εντατικές επαφές το 1606, με τον μητροπολίτη Λακεδαίμονος Χρύσανθο Λάσκαρη και με τον επίσκοπο Μαΐνης Νεόφυτο, που το 1612 του έγραψε, «ο Θεός θέλει ευλογήσει το έργο σου ως καταγομένου από τού οίκου των Παλαιολόγων, τελευταίων και νομίμων αυτών Χριστιανών βασιλέων».
Το κίνημα του 1611 του Διονύσιου του Φιλόσοφου έγινε σε αυτό το πλαίσιο, καθώς και η επανάσταση στην Κύπρο , με την υποκίνηση του Δούκα της Σαβοίας Καρόλου Β΄, με πρωταγωνιστές τον οπλαρχηγό Βίκτωρα Ζέμπετο και τον αρχιεπίσκοπο Κύπρου Χριστόδουλο.
Ο Δούκας της Ναβέρ που ταξίδεψε προσωπικά στη Σερβία, την Ερζεγοβίνη, τη Βουλγαρία, την Αλβανία, τη Χειμάρα , για να συναντήσει μυστικά με τους συνωμότες, χριστιανούς Σπαχήδες, το 1615 υπέβαλε στον Φίλιππο Γ' της Ισπανίας, λεπτομερές υπόμνημα, στο οποίο εξέθετε τη συμφωνία του με τους Μανιάτες , σε περίπτωση πού η Μάνη αποκτούσε την ανεξαρτησία της.
«Οι Έλληνες θα παρέμεναν ορθόδοξοι, όλα τα κτήματα που είχαν αρπάξει οι Τούρκοι και οι Ιουδαίοι, θα επιστρέφονταν βάσει των τίτλων ιδιοκτησίας, και οι Έλληνες θα ήσαν ελεύθεροι παντός φόρου επί των κληρονομιών, των εμπορευμάτων και των τροφίμων».
Οι άρχοντες της Μάνης, του Οιτύλου, του Γυθείου και της Καλαμάτας, υποσχόντουσαν, | «δέκα χιλιάδας άνδρας οπλισμένους και διατρεφομένους δι' εξόδων των» , και την σύμπραξη των «αναγκαστικώς εξ αυτών γενομένους γενίτσαρους Τούρκους».
Ο δούκας Γονζάγα , ίδρυσε το 1616 στο Παρίσι, το «τάγμα της χριστιανικής στρατιάς», το 1618, έστειλε στη Μάνη τον κόμη Σατωρενώ που συνοδεύονταν από τον Μανιάτη Πέτρο Μέδικο (Γιατρά), και το 1621 είχε ετοιμάσει ένα στολίσκο έξι πλοίων, για να πάει στη Μάνη, που όμως κάηκε μυστηριωδώς πριν αποπλεύσει.
Μετά την οκταετή βασιλεία του αλκοολικού Μουράτ, που πέθανε από κίρρωση του ήπατος στις 9 Φεβρουαρίου 1640 ,τον διαδέχθηκε ο αδελφός του Ιμπραήμ Α,΄(1640–48), ο κατακτητής της Κρήτης.
Το 1646 με την κατάληψη του Ρεθύμνου από τους Οθωμανούς και ενώ ο πόλεμος μαίνονταν έξω από τα τείχη του Χάνδακα, ο Νεόφυτος Πατελλάρος, ο πρώτος ορθόδοξος μητροπολίτης Κρήτης ανέλαβε καθήκοντα με την έγκριση των τούρκων και ο ορθόδοξος κλήρος της Κρήτης έλαβε 30 χρόνια απαλλαγή από τον κεφαλικό φόρο των άπιστων (Jizya), σαν ανταμοιβή για τις υπηρεσίες που προσέφερε στην αυτοκρατορία, αποτρέποντας μεγάλη μερίδα Κρητών να πολεμήσει μαζί με τους Καθολικούς. Αυτή ήταν μια μεγάλη επιτυχία της Ρωμιάς Αντιβασίλισσας.
Ο Ιμπραήμ καθαιρέθηκε, με πραξικόπημα του Σείχ-ουλ-Ισλάμ, διότι προηγήθηκε στις 8 Αυγούστου 1648 επανάσταση, κατά των νέων φόρων που είχε επιβάλει ο εξωμότης Βεζύρης Αχμέτ, που ήταν γιός Έλληνα Σπαχή και γαμπρός της Αναστασίας, για να καλύψει τις ζημιές από το εμπόριο γούνας σαμουριών, που έκανε ο σουλτάνος Ιμπραήμ. Ο Αχμέτ λυντσαρίστηκε από το πλήθος.
Με εντολή του νέου μεγάλου Βεζύρη, Μεβλεβί Μεχμέτ Πασά ο Ιμπραήμ στραγγαλίστηκε στις 18 Αυγούστου 1648 .
Στη Συνέχεια η βαλιδέ σουλτάνα Αναστασία, παρουσίασε στο Ντιβάνι τον επτάχρονο εγγονό της Μεχμέτ Δ΄, με τη φράση «εδώ είναι, δείτε τι μπορείτε να κάνετε μαζί του», και ανέλαβε την αντιβασιλεία για δεύτερη φορά, μέχρι τον θάνατο της το 1651.
Λέγεται ότι την στραγγάλισαν, διότι σχεδίαζε να εκθρονίσει τον Μεχμέτ και να το αντικαταστήσετε με ένα άλλο νεαρό εγγονό.
Πάντως η εξαφάνιση των χριστιανών Σπαχήδων, με το Φιρμάνι του 1637, εξασθένησε πολύ την αυτοκρατορία, στο δυτικό μέτωπο. Για να μπορέσει να αντισταθεί μετά την αποτυχημένη πολιορκία της Βιέννης, στον νέο πόλεμο με την Βενετία και τους Αυστριακούς, του 1683-1699, χρειάστηκε να συμμαχήσει και πάλι με τους ορθοδόξους χριστιανούς, επιστρέφοντας στην πολιτική της αξιοποίησης της «πατροπαράδοτης» έχθρας των Ορθοδόξων προς τους Λατίνους.
Έτσι δημιουργήθηκε μια νέα χριστιανική ελίτ, που όμως δεν εξισώθηκε ποτέ με τα προνόμια των Χριστιανών Σπαχήδων.
Στο πλαίσιο αυτής της νέας συμμαχίας, ο Γερακάρης, έγινε «Γκιαούρ Πασάς», και επετεύχθη η σχεδόν αμαχητί παράδοση της Πελοποννήσου το 1715, κατά την οποία εσφάγησαν μόνο οι Λατίνοι και όσοι Έλληνες συμμάχησαν μαζί τους.
Η «νέα συμμαχία»,ήταν προϊόν της νέας πολιτικής, της οποίας την απαρχή μπορούμε να συνδέσουμε με την ουσιαστική πολιτική μεταβολή, του 1656 , όταν ο εγγονός της Αναστασίας Μεχμέτ Δ, παρέδωσε τις εκτελεστικές εξουσίες στον μεγάλο αλβανό Βεζύρη Κιουπρουλού Μεχμέτ Πασά.
Η οθωμανική αυτοκρατορία, πριν τους Κιουπρουλού, ήταν στρατιωτικό κράτος ,που είχε δύο οικονομικές δραστηριότητες. Την αγροτική και την νομαδική-«αρπακτική». Ο πλούτος των πολεμιστών προερχόταν από τα έσοδα, των κατακτήσεων και των λεηλασιών, όπως και την εποχή του Αρπ-Ασλάν.
Το εμπόριο, εισαγωγικό και εξαγωγικό βρισκόταν σχεδόν αποκλειστικά στα χέρια των ξένων, των Βενετών, των Γάλλων, των Άγγλων, των Ολλανδών και των Ισανοεβραίων που είχαν γίνει δεκτοί μετά το 1483 στην αυτοκρατορία με ειδικά προνόμια.
Η νέα πολιτική των Κιουπρουλού, ήταν το ορόσημο, της πολιτικής κυριαρχίας των Βεζύρηδων και των πασάδων και χαρακτηριζόταν από την σταδιακή υποτίμηση του ρόλου των πολεμιστών στη διακυβέρνηση, καθώς η πηγή των κρατικών εσόδων δεν μπορούσε πια να ήταν η απόκτηση νέων εδαφών, αλλά η εκμετάλλευση των ήδη υφισταμένων πόρων .
Το περιβάλλον των Βεζύρηδων και των πασάδων, συνέβαλε στην δημιουργία της νέας ελίτ, με «νέα ήθη», αφού αναμίχθηκε στις οικονομικές δραστηριότητες, έλεγχε βακούφια και ισόβιους «μελικανέδες» τους οποίους ενοικίαζε και υπενοικίαζε στις επαρχιακές ελίτ, και συνεταιριζόταν με τούς εμπόρους.
Σε αυτή την κοινωνία, οι «Ρωμιοί» της Κωνσταντινούπολης έκαναν τον διαμεσολαβητή ανάμεσα στους ξένους και τους ντόπιους. Ήσαν μεταφραστές, μεσίτες, μεταφορείς, και εμπορικοί πράκτορες.
Ο Παναγιώτης Νικούσιος, πριν γίνει Μέγας Δραγουμάνος, ήταν μεταφραστής του Γερμανού πρέσβη, όπως και ο πρώτος δραγουμάνος του στόλου Ιωάννης Πορφυρίτης (1701-1710). Ο Σκαρλάτος Καρατζάς ήταν μεταφραστής στην ολλανδική πρεσβεία, και ο Γρηγόριος Γκίκας στην γερμανική.
Ο Μεχμέτ Πασά, ο πρώτος Κιουπρουλού, ήταν από το Μπεράτι και έφθασε στην Κωνσταντινούπολη με το «παιδομάζωμα». Μέσα από τον στρατό κατάφερε να γίνει το 1644, Μπεηλαράμπεης στην Τραπεζούντα. Η περιφέρεια του επεκτάθηκε ως το 1650 με την Καραμανία και την Ανατολία, και το 1652 ενώ διαρκούσε ο πόλεμος με τη Βενετία και την Αυστρία , έγινε Μέγας Βεζύρης, αλλά μία εβδομάδα μετά, λόγω της διαπάλης για την εξουσία εντός του Παλατιού απομακρύνθηκε . Αποσύρθηκε στο «Τσιφλίκι» του πεθερού του,
στο Κιουπρουλού της Ανατολίας, και επέστρεψε το 1656, αναλαμβάνοντας την ευθύνη του πολέμου, την οποία ,μέχρι τότε, είχε ο Σουλτάνος.
Περισσότερα για την κάστα των Φαναριωτών τους Κοτσαμπάσηδες τους Υψηλάντες και τους Κιουπρλουλού στην "Επανάσταση των Φιλογενών".
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου