Τον Μάϊο του 1261 όταν πέθανε ο σκατόψυχος πάπας Αλέξανδρος τον διαδέχτηκε, με το όνομα Ουρβανός Δ΄, ο Γάλλος Ιάκωβος Πανταλέων
από την Τρουά που διάλεξε το πιο φιλόδοξο ζώο του ευρωπαϊκού Μεσαίωνα,
τον Κάρολο τον Ανζού ,(Ανδεγαυικό), το μικρότερο αδελφό του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου Θ΄, (του Αγίου Λουδοβίκου), και του ανέθεσε την εξάλειψη των Χοχενστάουφεν και του σικελικού βασιλείου τους.
Οι διαπραγματεύσεις για την πολιτική, στρατιωτική και, κυρίως οικονομική ενίσχυση που θα είχε ο Κάρολος από την Αγία Έδρα, τους Τραπεζίτες συμμάχους της, και την «Μαύρη αριστοκρατία» των Γουέλφων κράτησαν τρία χρόνια.
Η Συνθήκη του Πάπα και των Συμμάχων του με τον Ανζού επικυρώθηκε τον οκρώβριο του 1264.
Ο Κάρολος ξεκίνησε από τη Μασσαλία για τη Ρώμη την άνοιξη του 1265. Εκεί έκλεισε συμμαχίες με τους Γουέλφους διαφόρων ιταλικών πόλεων και συγκέντρωσε ένα μεγάλο στράτευμα.
Την ημέρα των Θεοφανείων του 1266, ο νέος πάπας Κλήμης Δ΄ (επίσης Γάλλος) τον έστεψε επίσημα βασιλιά της Σικελίας και της Νάπολης.
Τις πρώτες μέρες του Φλεβάρη, ο Κάρολος ξεκινησε με τον στρατό του για να αντιμετωπίσει τον Μανφρέδο.
Εκείνη τη χρονιά ο χειμώνας στην Ιταλία ήταν ασυνήθιστα ήπιος, γεγονός που ευνόησε την προέλαση του Κάρολου.Αφού διέσχισε τον Γκαριλιάνο κι έπειτα από μερικές αψιμαχίες με δυνάμεις του Μανφρέδου κοντά στο Μόντε Κασσίνο, ο Κάρολος πέρασε στα εδάφη της Απουλίας.
Η αποφασιστική μάχη δόθηκε κοντά στο Μπενεβέντο στις 26 Φεβρουαρίου 1266.
Αμφίρροπη στην αρχή, η σύγκρουση κατέληξε σε συντριβή των δυνάμεων των Χοχενστάουφεν .
Ο Μανφρέδος ήταν μεταξύ των νεκρών. Το πτώμα του βρέθηκε τρεις μέρες αργότερα. Με μια κίνηση απολύτως ενδεικτική του χαρακτήρα του, ο Κάρολος διέταξε να πετάξουν το νεκρό σώμα του εχθρού του στον σκουπιδότοπο του Μπενεβέντο.
Αφού έδωσε στους στρατιώτες του την άδεια για λεηλασίες, ο νέος κύριος της Κάτω Ιταλίας μπήκε πανηγυρικά στη Νάπολη, στις 7 Μαρτίου.
Μια εβδομάδα αργότερα έφτανε ανενόχλητος στη Μεσσήνη. Το βασίλειο του Μανφρέδου είχε καταρρεύσει.
Η συμπεριφορά του Κάρολου προς την οικογένεια του Μανφρέδου ήταν η αναμενόμενη: η βασίλισσα Ελένη Αγγελίνα φυλακίστηκε στο Καστέλ ντελλ’ Όβο της Νάπολης (όπου και πέθανε, πέντε χρόνια αργότερα), όπως κι η κόρη της (η οποία έμεινε φυλακισμένη για 18 χρόνια), ενώ οι τρεις γιοι του Μανφρέδου τυφλώθηκαν και φυλακίστηκαν στο Καστέλ ντελ Μόντε, στην Απουλία. Δεν βγηκαν ποτέ ζωντανοί από τη φυλακή.
Η αριστοκρατία του Σικελικού απευθύνθηκε στον τελευταίο των Χοχενστάουφεν, τον δεκατετράχρονος Κορραδίνος που ζούσε στη Γερμανία .
Ο ενθουσιώδης έφηβος ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση να τρέξει σε βοήθεια του βασιλείου του οποίου ήταν νόμιμος διάδοχος.
Παρά τις αντίθετες συμβουλές των Γερμανών συγγενών του, ο Κορραδίνος άρχισε αμέσως να συγκεντρώνει τους Γιβελλίνους. Η απάντηση του πάπα ήταν ο αφορισμός του νεαρού Χοχενστάουφεν.
Την άνοιξη του 1267, συνοδευόμενος από τον φίλο και συνομήλικό του δούκα Φρειδερίκο της Αυστρίας και με κάμποσες χιλιάδες Γερμανούς , ο Κορραδίνος έφτασε στη Λομβαρδία. Τότε στο πλευρό των Χοχενστάουφεν προσέτρεξαν από την Ίστρια και οι Γιβελλίνοι Καποδίστριες.
Την ίδια ώρα η Σικελία και η Κάτω Ιταλία εξεγέρθηκαν. Η Ρώμη και μεγάλο μέρος της βόρειας και κεντρικής Ιταλίας πέρασε στον έλεγχο των Γιβελίνων.
Ο πάπας εγκατέλειψε την Αιώνια Πόλη και κατέφυγε στο Βιτέρμπο.
Ο Κάρολος με τους Ανδεγαυούς του αναγκάστηκε να υποχωρήσει στην Απουλία.
Στα τέλη του Ιουλίου του 1268, ο Κορραδίνος εισερχόταν πανηγυρικά στη Ρώμη. Έπειτα, με 9000 στρατιώτες κατευθύνθηκε προς το Νότο.
Η μάχη με τις δυνάμεις του Κάρολου , που είχε 6000 στρατιώτες έγινε στο Ταλιακότσο στις 23 Αυγούστου.
Μετά από προδοσία ο στρατός του Κορραδίνου βρέθηκε περικυκλωμένος.
Ο Κορραδίνος και ο Φρειδερίκος που κατάφεραν να σωθούν από τη σφαγή, προσπάθησαν να ξεφύγουν, αλλά συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν στο Καστέλ ντελλ’ Όβο. Μετά από παρωδία δίκης, μια επιτροπή εκπροσώπων των πόλεων της Καμπανίας τους καταδίκασε σε θάνατο.
Στις 29 Οκτωβρίου 1268, ο Κορραδίνος (ο «τελευταίος των Χοχενστάουφεν και ο Φρειδερίκος της Αυστρίας αποκεφαλίστηκαν στην Πιάτσα ντελ Μερκάτο της Νάπολης. Οι επιθυμίες του Βατικανού και των ιουδαίων είχαν εκπληρωθεί.
Η γενιά των Στάουφεν είχε σβήσει.
Κι όμως, η τελευταία πράξη του δράματος δεν είχε παιχτεί ακόμη. Οι Σικελοί είχαν κάθε λόγο να αισθάνονται δυστυχείς με την ηγεμονία του Κάρολου.
Για πρώτη φορά είχαν μονάρχη χωρίς δεσμούς με το νησί. Για πρώτη φορά το Παλέρμο δεν ήταν πρωτεύουσα.
Ο πλούτος της Σικελίας είχε περάσει στα χέρια των ιουδαίων και των εμπόρων από την Τοσκάνη, τη Λομβαρδία και την Προβηγκία. Και οι Γάλλοι στρατιώτες του Κάρολου συμπεριφέρονταν σαν στρατός κατοχής.
Αργά ή γρήγορα το ποτάμι της οργής θα ξεχείλιζε.
Το 1282 χτύπησε η καμπάνα του Σικελικού Εσπερινού.
Περισσότερα θα βρείτε στο ιστολόγιο του Ρογήρου
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου