του Σπύρου Χατζάρα
Η Ελλάδα έγινε ανεξάρτητο κράτος με την υπογραφή από τις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις, (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) του «Πρωτοκόλλου του Λονδίνου» στις 22 Ιανουαρίου/3 Φεβρουαρίου 1830.
Όταν ο Καποδίστριας αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο, εννέα μήνες μετά την εκλογή του από την Τρίτη Εθνική Συνέλευση, στις 8 Ιανουαρίου 1828, ο Κιουταχής κατείχε σχεδόν ολόκληρη τη Στερεά Ελλάδα και το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου βρισκόταν υπό τον έλεγχο του Ιμπραήμ, ενώ η Αγγλία και η Γαλλία είχαν συμφωνήσει στην δημιουργία ενός Αυτόνομου Ελληνικού Προτεκτοράτου, που θα περιλάμβανε την Πελοπόννησο και τις Κυκλάδες.
Η τελική «Νίκη», της Ελληνικής Επανάστασης, που εξ αρχής είχε σχεδιαστεί να οδηγήσει σε «διπλωματική λύση», επετεύχθη με διπλωματικά μέσα, όταν ψυχορραγούσε στρατιωτικά και οικονομικά, μετά την εισβολή του Αβραάμ (Ιμπραχίμ) και την πτώση του Μεσολογγίου.
Η πολιτική λύση, θα μπορούσε να είχε επιτευχθεί από το 1821, είτε μετά τη νίκη στα Δερβενάκια το 1822, είτε το 1824-25, αλλά ήρθε μέσα από τρία στάδια το 1830.
Πρώτος σταθμός το Πρωτοκόλλο της Αγίας Πετρούπολης, το 1826. Δεύτερος σταθμός , η Συνθήκη της Αδριανούπολης, στις 2/14 Σεπτεμβρίου 1829 και τρίτος σταθμός τα δυο πρωτόκολλα του Λονδίνου, τον Φεβρουάριο του 1830 και τον Σεπτέμβριο του 1831.
Η Ανεξαρτησία της Ελλάδος, δεν επετεύχθη ούτε με τα δάνεια της Αγγλίας, ούτε με τις προσπάθειες της «Επιτροπής της Ζακύνθου», ούτε με το ψήφισμα υποτέλειας του Μαυροκορδάτου, με το οποίο το ελληνικό έθνος, έθετε «εκουσίως», την Ελευθερία, την Εθνική του Ανεξαρτησία και την πολιτική του ύπαρξη, «υπό την μοναδικήν υπεράσπισιν της Μεγάλης Βρεττανίας», αλλά, με τις διπλωματικές προσπάθειες του Καποδίστρια.
Η διπλωματική νίκη της ελληνικής επανάστασης, προήλθε από τις ενέργειες του Καποδίστρια, που δεν έχασε ποτέ τα στηρίγματα του στο ρωσικό υπουργείο εξωτερικών, και ήταν πολιτικό παρακολούθημα ,του πραξικοπήματος του Δεκεμβρίου του 1825, που απομάκρυνε από τον θρόνο τον Τσάρο Αλέξανδρο, και την ομάδα των «αγγλόφιλων» συμβούλων του.
Αμέσως μετά την επιστροφή των στελεχών του «πατριωτικού πολέμου» , στην εξουσία, μαζί με τον Τσάρο Νικόλαο, ο «Καποδιστριακός» πρώην πρέσβης της Ρωσίας στην Κωνσταντινούπολη, και φανατικός «ρώσος πατριώτης» , Γκριγκόρι Στρόγκανωφ, που και αυτός μετά την αποχώρηση του Καποδίστρια είχε ζητήσει και λάβει επ΄ αόριστον άδεια και ζούσε στην Δρέσδη, έσπευσε στην ρωσική πρωτεύουσα, και στις 30 Ιανουαρίου 1826, με υπόμνημα προς το Νικόλαο Α’, επανέφερε την πολιτική Καποδίστρια του 1822, επισημαίνοντας ότι οι όροι της συνθήκης του Βουκουρεστίου του 1812,είχαν παραβιαστεί από την Τουρκία, γεγονός που επέτρεπε την κήρυξη πολέμου, που θα είχε την υποστήριξη όλου του ρωσικού λαού, και που θα οδηγούσε στη σωτηρία των χριστιανών Ελλήνων, από τις σφαγές που έκαναν οι Τούρκοι.
Ο Τσάρος Νικόλαος, απεδέχθη την εισήγηση και διέταξε τη συγκέντρωση στρατευμάτων στον Προύθο.
Στο Λονδίνο, μόλις έμαθαν τα νέα επικράτησε πανικός, και ο Ουέλινγκτον μη έχοντας άλλα μέσα για να αποτρέψει τον πόλεμο, και για να μην ξεπεραστεί από τα γεγονότα, έσπευσε με δική του πρωτοβουλία στην Αγία Πετρούπολη, για να προσφέρει στον Τσάρο την υποστήριξη της Αγγλίας για τη ρύθμιση του ελληνικού ζητήματος.
Η φίλο «Καποδιστριακή» ομάδα, επειδή τα άλλα «διμερή», ζητήματα με την Τουρκία, όπως το «Σερβικό», το ζήτημα της ναυσιπλοΐας στα στενά, και το ζήτημα των Ηγεμονιών, ήσαν ανοιχτά, αγνόησε την αναμενόμενη άφιξη Ουέλινγκτον στην Αγία Πετρούπολη, και κοινοποίησε στις 17 Μαρτίου 1826, δια του εμπορικού ακολούθου, που παρέμενε στην Κωνσταντινούπολη, ως «επιτετραμμένος, τον Ματθαίο Μιντσιάκη, έναν άνθρωπο του μηχανισμού των Φιλογενών, τον οποίο ο Ιωάννης Καποδίστριας είχε διορίσει πρόξενο στην Πάτρα το 1812, ένα σύντομο τελεσίγραφο, προς την Πύλη, και απαίτησε να γίνουν σεβαστά από τον σουλτάνο Μαχμούτ, τα προνόμια των ηγεμονιών της Βλαχίας, και της Μολδαβίας καθώς και η αυτονομία της Σερβίας, όπως προβλεπόταν από τη συνθήκη του Βουκουρεστίου του 1812.
Το ρωσικό τελεσίγραφο απαιτούσε, την αποστολή εντός έξι ημερών διαπραγματευτών στα σύνορα για τη διευθέτηση του Σερβικού ζητήματος και την υλοποίηση των εγγυήσεων προς τις παραδουνάβιες ηγεμονίες.
Σε λίγες ημέρες, στην Άγιας Πετρούπολη και σε όλη την Ευρώπη, έφτασαν τα συνταρακτικά νέα για την έξοδο του Μεσολογγίου.
Στις 3 Ιουνίου 1826 εκδηλώθηκε στην Κωνσταντινούπολη το (αναμενόμενο) πραξικόπημα των Γενιτσάρων και ακολούθησε η (προγραμματισμένη) σφαγή τους.
Η αγγλική πολιτική, στο μεταξύ, κινητοποίησε την Περσία για να αποσπάσει την προσοχή της Ρωσίας, αλλά η νίκη του στρατηγού Πάσκεβιτς τον Σεπτέμβριο του 1826 στο Ελισάβετπολ , απέδειξε ότι η Ρωσία μπορούσε και να συντρίψει την Περσία και να επιτεθεί εναντίον των Οθωμανών, και επομένως, για να αποτραπεί ο πόλεμος , οι Τούρκοι υπό την πίεση της Αγγλίας, υπέγραψαν στις 25 Σεπτεμβρίου /7 Οκτωβρίου 1826, τη συνθήκη του Άκκερμαν «ως συμπλήρωμα και επεξήγηση της συνθήκης του Βουκουρεστίου».
Με τη Συνθήκη του Άκκερμαν , η Τουρκία αποδέχτηκε την εκλογή των ηγεμόνων της Μολδαβίας και της Βλαχίας για επταετή περίοδο, από τα τοπικά «Ντιβάνια», τους οποίους ο Σουλτάνος δεν μπορούσε να απομακρύνει χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της Ρωσίας. Οι Τούρκοι δέχτηκαν την αποχώρηση των οθωμανικών δυνάμεων και από τις δύο παραδουνάβιες ηγεμονίες , όπου παρέμεναν μετά από τα γεγονότα του 1821 και δέχτηκαν ακόμα να εκχωρήσουν στη Βλαχία τον έλεγχο των λιμένων, Τζιούργκιου, Βραΐλας και Τούρνου του Δούναβη, ενώ στο άρθρο 5, προβλέφτηκε αυτονομία για το Πριγκιπάτο της Σερβίας και η επιστροφή των εδαφών του που αφαιρέθηκε το 1813.
Στους Σέρβους χορηγήθηκε επίσης ελευθερία κινήσεων εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Για το ελληνικό ζήτημα η συνθήκη του Άκκερμαν δεν προέβλεπε τίποτα, αφού σε αυτό αναφερόταν το Πρωτόκολλο της Αγίας Πετρούπολης, με το οποίο οι δύο Δυνάμεις συμφωνούσαν να επέμβουν μεσολαβητικά για τη δημιουργία Ελληνικού Κράτους, που κατόπιν της επιμονής της Αγγλίας, θα ήταν φόρου υποτελές στο Σουλτάνο, για να μην ανατραπεί το «στάτους κβο».
Η «πλατφόρμα» Ρότσιλντ, που πέρασε ο Ουέλινγκτον, στο Πρωτόκολλο της Αγ. Πετρουπόλεως προέβλεπε «τη δημιουργία ενός ελληνικού κράτους το οποίο θα ήταν αυτόνομο και φόρου υποτελές στο σουλτάνο».
Για τα σύνορα προέβλεπε ότι «θα περιλάμβανε τις επαρχίες που επαναστάτησαν ή όπου είχαν ντε φάκτο είχαν εγκατασταθεί ελληνικές πολιτικές αρχές». Η Αγγλία, για να εμποδίσει την ανεξαρτησία της Ελλάδος έθεσε στο πρωτόκολλο της Αγίας Πετρούπολης, το ζήτημα της «αποζημίωσης» των Τούρκων, για τις περιουσίες τους στην Πελοπόννησο, μέσω δανείου που θα χορηγούσαν οι Ρόστιλντ.
Το ίδιο επανέλαβε αργότερα το Λονδίνο για την Αττική.
Ο Καποδίστριας ανασκεύασε τις προτάσεις του Ουέλινγκτον, για αποζημίωση των Τούρκων με υπόμνημα προς τον Νέσελροντ, που υπέγραψε ο Μιντσιάκης τον Απρίλιο του 1826.
Στο υπόμνημα Καποδίστρια/Μιτσιάκη, τονιζόταν, ότι «η εξαγορά των τουρκικών περιουσιών στον Μοριά, τόσο των ιδιωτικών όσο και εκείνων που ανήκαν στα τζαμιά, και στα φιλανθρωπικά ιδρύματα της Κωνσταντινούπολης , σύμφωνα με το σύστημα των Βακουφιών, θα απαιτούσε αναγκαστικά τεράστια ποσά.
Σύμφωνα με ένα κατά προσέγγιση υπολογισμό, οι τουρκικές περιουσίες αποτελούσαν σχεδόν τα δύο τρίτα της Χερσονήσου, αλλά καλλιεργούνταν αποκλειστικά από τον ελληνικό πληθυσμό».
«Μόνον οι προεστοί στις πόλεις ή τα χωριά ,κατείχαν ιδιοκτησία. Οι πλουσιότεροι ιδιοκτήτες μεταξύ αυτών ήσαν οι Δεληγιαννόπουλοι στο Μυστρά, ο Νοταράς στην Κόρινθο, ο Ζαΐμης στα Καλάβρυτα, και ο Λόντος στο Αίγιο.
Στην Αττική, και στις άλλες ηπειρωτικές επαρχίες της ηπείρου, οι ακίνητες περιουσίες ήταν μοιρασμένες σχεδόν στην ίδια αναλογία. Στην Κρήτη , την Κύπρο, τη Ρόδο, τη Χίο , και τη Μυτιλήνη, που βρίσκονταν στην κατοχή των Μωαμεθανών, οι Τούρκοι έχουν επίσης πολυάριθμες περιουσίες. Στο υπόλοιπο των νησιών του Αρχιπελάγους, οι Τούρκοι δεν εγκαταστάθηκαν ποτέ, και συνεπώς δεν υπήρχαν εκεί τουρκικές περιουσίες και η γη ανήκε απολύτως στους Έλληνες. Αλλά αυτά τα νησιά, καθώς το μεγαλύτερο μέρος των ακινήτων των πόλεων και των χωριών αποτελούσαν προίκα ορισμένων από τις Σουλτάνες, ή είχαν υποχρέωση να εφοδιάζουν την σεράι με ορισμένη ποσότητα από την παραγωγή τους, είτε από τα προϊόντα που κατασκεύαζαν».
Θα ήταν, επομένως, αναγκαίο να ενσωματωθούν στον λογαριασμό αυτό μέρος των εσόδων του θησαυροφυλακίου του Σουλτάνου».
Ο Μιντσιάκης υπέβαλε επίσης ένα κατά προσέγγιση σχέδιο του ποσοστού των τουρκικών περιουσιών στον Μοριά πριν την επανάσταση του 1821, και των περιουσιών που κατείχαν οι Έλληνες στις ίδιες Επαρχίες. "Κόρινθος, 80% Τούρκοι-20% Έλληνες , Άργος, 30% Τούρκοι-70% Έλληνες ,Napoli di Romania (Ναύπλιο) 100% Τούρκοι, Κρανίδι και Καστρί, 20% Τούρκοι-80% Έλληνες , Άστρος και Κυνουρία, 20% Τούρκοι-80% Έλληνες, «Malvoisia» (Μονεμβασιά) ,80% Τούρκοι-20% Έλληνες, Μυστράς, 60% Τούρκοι-40% Έλληνες, Καλαμάτα,30% Τούρκοι-70% Έλληνες, Μάνη 100% Έλληνες, Κορώνη 70% Τούρκοι-30% Έλληνες , Μεθώνη 70% Τούρκοι-30% Έλληνες, Ναβαρίνο, 70% Τούρκοι-30% Έλληνες, Γαργαλιάνοι και Φιλιατρά, 30% Τούρκοι-70% Έλληνες, Αρκαδία, 60% Τούρκοι-40% Έλληνες, Λεοντάρι, Λαγγάδια, 50% Τούρκοι-50% Έλληνες, Πύργος,50% Τούρκοι-50% Έλληνες, Γαστούνι, 70% Τούρκοι-30% Έλληνες, Φανάρι,70% Τούρκοι-30% Έλληνες, Μπαρδούνια 100% Τούρκοι, Τριπολιτσά, 80% Τούρκοι-20% Έλληνες, Καλάβρυτα, 30% Τούρκοι-70% Έλληνες, «Vostizza» (Αίγιο), 30% Τούρκοι-70% Έλληνες, Πάτρα, 30% Τούρκοι-70% Έλληνες".
Όπως τόνιζε ο Καποδίστριας, «η αγορά του συνόλου των τουρκικών περιουσιών , οι οποίες αποτιμώνται στα δύο τρίτα των καλλιεργούμενων εκτάσεων, και για την αποζημίωση των εσόδων του Σαραγιού , "θα απαιτούντο τέτοια σημαντικά ποσά, που μπορεί κανείς να παραδεχθεί ότι στην κατάσταση της εξαθλίωσης και της ερήμωσης στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα, το σύνολο των δημοσίων εσόδων θα ήταν ανεπαρκές για πολλά από τα επόμενα έτη, μόνον για την εξυπηρέτηση των τόκων του δανείου".
Παρά τις ανθελληνικές θέσεις του ανθρώπου των Ρότσιλντ, Δούκα του Ουέλινγκτον, η υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Αγίας Πετρούπολης, μεταξύ Ρωσίας και Αγγλίας αποτελούσε αποφασιστική καμπή.
Η αγγλο-ρωσική συνεννόηση, που προσπαθούσε μάταια να επιτύχει τον χειμώνα του 1821 ο Καποδίστριας, ήταν πλέον γεγονός.
Το Πρωτόκολλο της Αγίας Πετρούπολης, έθαψε τις συμφωνίες της Βιέννης για τις σχέσεις με την Τουρκία, των Τσάρου Αλεξάνδρου- Μέτερνιχ- Ουέλινγκτον, που έριξαν ταφόπλακα στο «ελληνικό ζήτημα» , τον Σεπτέμβριο του 1822.
Ο Μέτερνιχ, που κατέγραψε τη συντριβή του για το πρωτόκολλο στα ημερολόγιο του, και ο Ουέλινγκτον, είχαν ηττηθεί.
Ο Καποδίστριας , που πέτυχε την καταρχήν δέσμευση της αγγλικής πολιτικής, απέρριψε και τον όρο του Ουέλινγκτον, για την υποτέλεια στον Σουλτάνο, και για αυτό έγραφε στον Κολοκοτρώνη και τον Καραϊσκάκη, «να μη δώσετε ακρόαση, αν σας προτείνουν υποταγή εις τον σουλτάνο, και να αποκριθείτε, ότι με το σπαθί μας θα υπογράψουμε την ελευθερία και την ανεξαρτησία μας ή τον θάνατόν μας. Να μη φοβηθείτε τίποτε, και να επιμείνετε εις την απόφαση σας, επειδή δεν μπορούν να πράξουν τίποτα εναντίον των δικαίων της Ελλάδος, αρκεί να μη ενδώσετε σεις οι ίδιοι εις την υποταγή».
Σε ότι αφορά στην αγγλική «μεσολάβηση», στο αυτοκρατορικό Συμβούλιο, («Divan-ı Hümayun»), δημιουργήθηκαν δυο τάσεις.
Ο Μεγάλος Βεζύρης Μοχάμεντ Σελίμ Πασάς(1) εισηγήθηκε την αποδοχή της μεσολάβησης, ώστε να μη γίνει πόλεμος, διότι το οθωμανικό κράτος, μετά την εξόντωση των Γενιτσάρων, δεν διέθετε δυνάμεις για να νικήσει σε ενδεχόμενο πόλεμο με τη Ρωσία. Η άλλη πλευρά από το «Υπουργείο εξωτερικών» με επικεφαλής τον Ακίφ μπέη (2) , προκειμένου να διαφυλάξει το κύρος της δυναστείας του.
Ο Μαχμούτ προσχώρησε στην πλευρά των αδιάλλακτων και έδωσε στον Βρετανό πρεσβευτή την απάντηση ότι ήταν ο ίδιος και μόνον ήταν ο νόμιμος κυρίαρχος της Ελλάδας και ότι οι επαναστάτες θα συντρίβονταν.
Επακολούθησε αποστολή οθωμανικών και αιγυπτιακών δυνάμεων στην Ελλάδα και η ανακατάληψη της Αθήνας τον Ιούνιο του 1827.
Το πρωτόκολλο της Αγίας Πετρούπολης, το ακολούθησε η συνθήκη του Λονδίνου της 6ης Ιουλίου 1827 στην οποία μετείχε και η Γαλλία και η οποία επαναλάμβανε τους όρους του Πρωτοκόλλου της Πετρουπόλεως αλλά , η Αγγλία δέχτηκε, μυστικά , «τον εξαναγκασμό της Τουρκίας να δεχθεί τη μεσολάβηση των Δυνάμεων».
Η Αυστρία και η Πρωσία που προσκλήθηκαν, αρνήθηκαν να προσχωρήσουν.
Ο απών Καποδίστριας, ήταν παρών στο Λονδίνο. Τη συνθήκη από την πλευρά της Ρωσίας διαπραγματεύτηκε ο «δικός» του πρέσβης Λίβεν.
Στις οδηγίες του Τσάρου προς τον Λίβεν, που υπαγόρευσε ο Στρόγκανωφ, και υπέγραψε ο Νέσελροντ τον Ιανουάριο του 1827, τονιζόταν ότι, «αν ο κύριος Κάνιγκ αρνηθεί μια συνθήκη σύμφωνη με τις δικές μας επιθυμίες... ο Λίβεν θα έπρεπε να υπενθυμίσει κατηγορηματικά στον Κάνιγκ, το άρθρο 6 του πρωτοκόλλου της Πετρουπόλεως , σύμφωνα με το οποίο, τα συμβαλλόμενα μέρη, διατηρούσαν το δικαίωμα να εκμεταλλευθούν κάθε ευνοϊκή ευκαιρία για να αναγκάσουν τη Τουρκία να δεχθεί τις αποφάσεις τους για την κατάπαυση του πολέμου στην Ελλάδα».
Προκειμένου να αποφύγει την μονομερή ρωσική στρατιωτική επέμβαση, ο Ουέλλιγκτον προσυπέγραψε την διακοίνωση της 24ης Ιουνίου 1827 με την οποία η Ρωσία η Γαλλία και η Αγγλία καλούσαν την Υψηλή Πύλη και τους ηγέτες της ελληνικής επανάστασης να παύσουν τις εχθροπραξίες και πρότεινε ξανά να αναγνωριστεί η Ελλάδα ως αυτοδιοικούμενη πολιτεία, φόρου υποτελής στο σουλτάνο.
[1] Μοχάμεντ Σελίμ Πασάς,
είχε γεννηθεί το 1771 στην Μολδαβία. Ο
πατέρας του ηταν Για ο Μπέντερλι Αλί Πασάς. Ήταν Μέγας Βεζύρης της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας, από τις 14 Σεπτεμβρίου 1824 έως τις 24 Οκτωβρίου 1828. Επί των
ημερών του, έγινε το πραξικόπημα των γενιτσάρων, (1826) και η ναυμαχία του
Ναυαρίνου (1827). Το 1828-30 ήταν
κυβερνήτης της επαρχίας της «Ρουμέλιας»
και 1830-31 ήταν κυβερνήτης της Δαμασκού
Όταν οι πολίτες της Δαμασκού και η τοπική φρουρά των Γενιτσάρων επαναστάτησαν
εναντίον του οχυρώθηκε στην Ακρόπολη της Δαμασκού, και μετά από μια
πολιορκία διάρκειας 40 ημερών του υποσχέθηκαν ασφαλές πέρασμα αλλά δολοφονήθηκε
πριν μπορέσει να φύγει από την πόλη.
[2] Ο Ακίφ μπέης γεννήθηκε στο
Γιοζγκάτ, το 1787, ήταν γιος Καδή. Εισήλθε στο ντιβάνι με την βοήθεια του θείου
του, Μουσταφά Μαζάρ Εφέντι, που ήταν υπουργός εξωτερικών. (Ρείς Εφέντι). Aytâbîzâde Κουάντι Μωάμεθ Εφέντι. Οι
υπηρεσίες του εκτιμήθηκαν και το 1825 έγινε μπέης.
Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2019
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου