Πράκτορες και κατάσκοποι την εποχή
της Ελληνικής Επανάστασης
του Σπύρου Χατζάρα
Η τύχη της ελληνικής επανάστασης άλλαξε την 1η Δεκεμβρίου 1825, με το «πραξικόπημα» των Δεκεμβριστών στο Ταγκανρόγκ, και την απομάκρυνση του Τσάρου Αλέξανδρου, που «κηδεύτηκε» βιαστικά και θάφτηκε επιτόπου, χωρίς να ανοίξουν ποτέ το φέρετρο του, για τον «ύστατο ασπασμό». Οι «Δεκεμβριστές», υποστήριξαν την άνοδο στον θρόνο του νόμιμου διαδόχου Μεγάλου Δούκα Κωνσταντίνου, τον οποίο είχε αποκλείσει ο Αλέξανδρος, αλλάζοντας την σειρά της διαδοχής υπέρ του μικρότερου αδελφού Νικολάου. Η μεταβολή στην ρωσική πολιτική ήταν ουσιαστική καθώς στη ρωσική ηγεσία ανήλθε η «φιλοπόλεμη παράταξη», και ο ρώσο-τουρκικός πόλεμος με πρόσχημα το ελληνικό ζήτημα φαινόταν αναπότρεπτος για την άνοιξη του 1826. Σε αυτό το κλίμα ο Κολοκοτρώνης, ο Δ.Υψηλάντης, ο Καραϊσκάκης , ο Νικηταράς, και άλλοι , υπέγραψαν μια έκκληση προς τη Ρωσία, που μέσω Γενεύης και Καποδίστρια, έφτασε, στο τέλος Δεκέμβριου του 1825, στην Πετρούπολη. Στις 29 Δεκεμβρίου 1825/ 10 Ίανουαρίου 1826, ο νέος άγγλος πρεσβευτής Στράτφορντ Κάννινγκ, πηγαίνοντας στην Κωνσταντινούπολη, σταμάτησε στα ανοιχτά της Ύδρας και συνάντησε, τον τοπικό άγγλο πράκτορα Μαυροκορδάτο, και τον ενημέρωσε για τις «φιλελληνικές» προτάσεις που μετέφερε. Αυτονομία για την Πελοπόννησο με τουρκικές φρουρές σε ορισμένα «φρούρια κλειδιά». Ο Μαυροκορδάτος του είπε πώς ορισμένοι "Έλληνες, δε θα ήταν αντίθετοι, σε μια «λύση» πού θα έδινε στην Πύλη το δικαίωμα ενός ετήσιου φόρου, αλλά που θα προέβλεπε την αποχώρηση του τουρκικού πληθυσμού από την Ελλάδα Βρετανίας, και για να διευκολύνει την αγγλική πλευρά, ήταν έτοιμος να δεχτεί ως πολίτευμα του υποτελούς στο Σουλτάνο ελληνικού κράτους τη μοναρχία. Με αυτές τις συμφωνίες, ξεκίνησε ο Ουέλλιγκτον για την Αγία Πετρούπολη, για να ματαιώσει τον ενδεχόμενο ρωσο-τουρκικό πόλεμο, γνωρίζοντας ότι οι «Μαυροκορδάτοι» είχαν δεχθεί ως λύση την «αυτονομία», ενός φόρου υποτελούς στο σουλτάνο Κράτους, στο οποίο οι Έλληνες θα απολάμβαναν «πλήρη αυτοδιοίκηση», και θα ήταν «ελεύθεροι να εκλέγουν τους κυβερνήτες τους», ενώ, οι μουσουλμάνοι κάτοικοι των απελευθερωμένων επαρχιών, θα εγκατέλειπαν το ελληνικό έδαφος, λαμβάνοντας όμως αποζημίωση για την ακίνητη «περιουσία» τους. Εμπόδιο σε αυτή την πολιτική ήσαν ο Καποδίστριας και οι Καποδιστριακοί, που οργάνωναν από την Κέρκυρα , την αντίσταση κατά της αγγλικής πολιτικής, την οποία είχε παρουσιάσει ο Στράτφορντ Κάννινγκ στον Καποδίστρια τον Νοέμβριο του 1825 στη Γενεύη. Το Λονδίνο ήταν πολύ καλά πληροφορημένο σχετικά με τα όσα συνέβαιναν στην Ελλάδα, για τη δράση του Καποδίστρια και των φίλων του, τις δραστηριότητες και τους ανταγωνισμούς των ντόπιων πολιτικών και κυρίως την εξέλιξη των κινήσεων πού οργάνωναν οι γάλλοι πράκτορες. Οι βρετανικές αρχές, άνοιγαν όλα τα γράμματα που έφταναν στα Επτάνησα και στην Κέρκυρα συγκεντρώνονταν αντίγραφα, μεταφράσεις και περιλήψεις. Ο Άνταμ αποκτούσε και άλλα έγγραφα, χάρη στους πράκτορές του, οι οποίοι του υπέβαλλαν επιπλέον και γραπτές ή προφορικές εκθέσεις. Για να ακυρώσει τις προσπάθειες του Καποδίστρια και για να τον εξουδετερώσει το Λονδίνο προσπάθησε να τον εμφανίσει ως «δεκεμβριστή», που συνωμοτούσε μαζί με τον μητροπολίτη Ιγνάτιο, τον Κολοκοτρώνη, τον Καραϊσκάκη, τον αδελφό του Βιάρο και άλλους, για να αποστατήσει ο Δούκας Κωνσταντίνος και να επιτεθεί στην Τουρκία. Αυτές οι «εμπιστευτικές πληροφορίες» των Άγγλων προς τον Τσάρο Νικόλαο, συνέβαλαν στην απόρριψη του αιτήματός του να επισκεφτεί την Αγία Πετρούπολη τον Ιούνιο του 1826 επειδή, «η άφιξη του στη Ρωσία θα έδινε αφορμή να δημιουργηθεί η εσφαλμένοι εντύπωση ότι ο αυτοκράτορας είχε την πρόθεση να κηρύξει τον πόλεμο στην Τουρκία». Για την εκπλήρωση της μυστικής αποστολής εξουδετέρωσης του καποδίστρια επιστρατεύτηκε τον Δεκέμβριο του 1825 από τον Άνταμ, ο πράκτορας Σπύρος Μεταξάς, που τον έβλεπαν στην Ζάκυνθο να επισκέπτεται συχνά, τον κ. Παναγιώτη-Μαρίνο Στεφάνου ιατροχειρούργο και ανιδιοτελή Τραπεζίτη, (που μεσολάβησε με εντολή του Μέτλαντ για την απελευθέρωση του χαρεμιού του Χουρσίτ Πασά), και τον Ζακυνθινό «πατριώτη» και «Προέξαρχο των εν Zακύνθω Φραμασώνων», ιατρό Kωνσταντίνο Δραγώνα, της (αγγλόφιλης) Επιτροπής Ζακύνθου. Ο πράκτορας στάλθηκε πρώτα στον Κολοκοτρώνη, μετά πήγε στον Καποδίστρια και έδρασε για δύο σχεδόν χρόνια μέχρι την αποκάλυψη του. Η έκθεση των Ελλήνων της Αγκώνας, τονίζει ότι του είχαν εκδώσει διαβατήριο οι άγγλοι σαν έμπορο. Από τα πρόσωπα που αναφέρονται , ο Κωνσταντίνος Οικονόμου, είναι ο εξ Οικονόμων (1780-1857), που μετά τις σφαγές της Κωνσταντινούπολης δραπέτευσε στην Οδησσό και από εκεί με τη βοήθεια του Καποδίστρια εκλέχτηκε μέλος της εκκλησιαστικής ακαδημίας της Αγίας Πετρούπολης και της Αυτοκρατορικής Ακαδημίας. Ο γιος του λεγόταν Σοφοκλής. Ο Μεσθενεύς είναι ο Γεώργιος Μεσθενέας γιός του Δημήτριου Μεσθενέα που σκοτώθηκε κατά την έξοδο του Μεσολογγίου, το 1826. Ο Κωνσταντίνος Ασώπιος ήταν καθηγητής της Ιονίου Ακαδημίας. Ο Τουρτούρης (Γεώργιος) ήταν έμπορος και πρόκριτος των Καλαρρυτών, και μέλος της Ελληνικής κοινότητας της Βενετίας από το 1788, και μέλος της συντεχνίας των καποτάδων. Δούλεψε για την κάθοδο του Καποδίστρια στην Ελλάδα και ανέλαβε διοικητικές θέσεις στο ελεύθερο κράτος (1827-1831). Ο Χριστόφορος Ζαχαριάδης ήταν ο άνθρωπος ειδικών αποστολών του Κολοκοτρώνη ιδιαίτερα προς στην Ζάκυνθο. Εκείνος του μετέφερε προς υπογραφή την «αίτηση» προς την Αγγλία. Ο έμπορος Σάρτης ήταν Εβραίος. Διαβάστε ολόκληρη την έκθεση του Νικολάου Σπηλιάδη για την υπόθεση Σπηλιάδου Μεσθενοπούλου.
Περί του τυχοδιώκτου Σπύρου Μεταξά,
ψευδωνυμουμένου ως Σπηλιάδου Μεσθενοπούλου.
ΣΠΗΛΙΑΔΟΥ, ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ (2007) τόμος Β' σελ. 606-612
Ένώ ήτοιμάζετο ν’ άπέλθη και ό Κολοκοτρώνης εις την συνέλευσιν της Επιδαύρου, έρχεται εις το Άργος Επτανήσιος τις, Σπύρος Μεταξάς ονομαζόμενος, καi μετονομασθείς Σπηλιάδης Μεσθενόπουλος, και τον εγχειρίζει επιστολήν ως εκ μέρους του Κωνσταντίνου Οικονόμου, από Πετρούπολιν, όστις τον συνίστη ως μαθητήν του τάχα, να τον διορίση εις υπηρεσίαν της πατρίδος.
Τον εγχειρίζει και μίαν γραμματικήν, ως δήθεν σταλείσαν από τον ειρημένον Οικονόμον προς τον υιόν του Κωνσταντίνον. Έπειτα ζητεί ιδιαιτέραν συνέντευξιν, και μένει μόνος με τον Κολοκοτρώνην ζητεί δε άνθρακα εξ ελάτης, τον κατασταίνει κόνιν, την χύνει εις το άγραφον μέρος της συστατικής επιστολής, και εφάνησαν άλλα γράμματα, γεγραμμένα τάχα από τον Βιάρον Καποδίστριαν, όστις έλεγε τον Κολοκοτρώνην δτι είχεν εις χείρας του σαράντα χιλιάδας δίστηλα, εξ ων μέρος είχε στείλει εις Μισολόγγι, και ήθελε μεταχειρισθη τα λοιπά διά την κοινήν σωτηρίαν ότι να δώση πίστιν εις οσα θα τον είπει ο επιφέρων ότι εις αυτόν απέκειτο να κάμη το καλόν της πατρίδος, αν ήθελεν, ειδεμή, ήθελε το κάμει άλλος εντός σαράντα ήμερών.
Μετά ταύτα τον επρόβαλε να τον ορκίση, διά να τον έκμυστηρευθη το καλόν περί ου ο λόγος, και επειδή ο Κολοκοτρώνης δεν ήθελε να ορκισθή, τότε αυτός ανοίγει το χαρτοφυλάκιόν του, και παρουσιάζει τέσσαρα εφοδιαστικά ώσάν εταιριστικά, φέροντα κύκλον με πυροβόλα πέριξ και άλλα σημεία, και άγραφα εις το μέσον τον λέγει οτι το έν έξ αυτών ήτο διωρισμένον δι' αυτόν, τα δ' άλλα να δοθώσιν εις οποίους αν θελήση ό ίδιος. Έπειτα παρουσιάζει πρωτόκολλόν τι, χωρίς υπογραφών, διαλαμβάνον ότι, επειδή οι Τούρκοι κατεπάτησαν την αγίαν του Χριστού θρησκείαν εις την 'Ελλάδα, σκέψεως γενομένης μεταξύ του μεγάλου δουκός Κωνσταντίνου, του αρχιερέως Ίγνατίου, του Καποδίστρια, του Στούρζα και άλλων, απεφασίσθη ν' αποστατήση από την 'Ρωσίαν ό Κωνσταντίνος με σαράντα χιλιάδας Ρώσους, ν' άποστατήση και τις ναυαρχος εις την Μαύρην Θάλασσαν μέ τόν στόλον εκείνον, και νά μετακομισθη διά του στόλου αυτού ό στρατός εις τήν Χρυσούπολιν, αντίκρυ της Κωνσταντινουπόλεως, όπου ν' άποβιβασθη. Άφ' ετέρου δε νά κινηθώσιν οι Έλληνες πανταχόθεν είς τό Βυζάντιον, και νά τό κυριεύσωσι, μαχόμενοί όμου μέ τους 'Ρώσους, καί ν' αναγορεύσωσι τόν Κωνσταντίνον αυτοκράτορα της Κωνσταντινουπόλεως.
Τέλος παρουσιάζει αναφοράν πρός τόν αυτοκράτορα Άλέξανδρον, νά τήν υπογράψη τάχα ό Κολοκοτρώνης, όστις ικέτευε δι' αύτης ν' αναγνωρίσει τόν Κωνσταντίνον ώς αυτοκράτορα τών Έλλήνων, αναγορευθέντα παρ' αυτών, και νά κηρύξη την ελευθερίαν και ανεξαρτησίαν των. Παρουσιάζει έτέραν πρός τήν αυτοκρατόρισσαν, διά νά μεσιτεύση πρός την αυτού) αυτοκρατορικήν μεγαλειότητα, υπέρ των Ελλήνων.
Ακούσας ο Κολοκοτρώνης ταύτα πάντα, κρατεί όλα τα έγγραφα του Μεταξα, αναχωρεί εις Επίδαυρον, και τόν προσκαλεί και αύτόν νά μεταβη εκεί είς τήν συνέλευσιν. Ομού μέ τά ειρημένα έγγραφα έκράτησε καί συστατικόν γράμμα του Λονταρίτου, από Ζάκυνθον, πρός τόν ΠέτρονΜαυρομιχάλην, διά τόν φόβον μή ήθελεν υπάγει πρός τούτον ο Μεταξας και τόν απατήσει, επειδή τόν έθεώρει ήδη ώς αγύρτην ή ώς κατάσκοπον. Απελθόντα δέ μετ' όλίγον καί αύτόν εις Έπίδαυρον, τόν παρουσιάζει πρός τόν ΠαλαιώνΠατρών καί πρός τόν Ζαΐμην, και τόν υποχρεώνει, καί άκοντα, νά διακοινώση και πρός τούτους ο,τι έξεμυστηρεύθη είς τόν ίδιον και ώμολόγησε καί πρός αύτούς τά αύτά, πλήν, εδειξε πολλήν δυσαρέσκειαν καί κατεθορυβήθη. Ό Κολοκοτρώνης, υποπτεύσας έκ μέρους του και σκοπόν δολοφονίας, τον απέπεμψεν εις Πύργον, ύποσχεθείς νά τόν γράψη εκεί, μετά το τέλος της συνελεύσεως, περί τών άφορώντων τήν άποστολήν του.
Τόν εδωσε καί διαβατήριον, επειδή το εζήτησεν ο ίδιος, δι' ασφάλειάν του τάχα καθ' οδόν. Φεύγει λοιπόν ό Μεταξάς από τήν Επίδαυρον, εννοήσας ήδη ότι τον έγνώρισαν, και απέρχεται εις τήν Εύρώπην με συστατικά έγγραφα του Κολοκοτρώνη προς διαφόρους, πλαστογραφημένα από τον ίδιον, μιμηθέντα την υπογραφήν του και κατασκευάσαντα την σφραγίδα του.
Άφ' ου δ' έφυγεν άπό τήν Επίδαυρον, έρχεται ό Χριστόφορος Ζαχαριάδης σταλείς από την επιτροπήν της Ζακύνθου, και ερωτά τον Κολοκοτρώνην μη τυχόν έδωκε γράμματα προς εκείνον, διά νά ληφθώσι μέτρα, ώστε να τον άφαιρεθώσι, παραστήσας οτι ήτον κατάσκοπος. Αύτός δ' έφθασεν είς Πείσας, παρουσιάζεται ως Σπηλιάδης Μεσθενόπουλος, απεσταλμένος τάχα άπό τόν Κολοκοτρώνην πρός τόν Καραντσιάν καί τόν Ιγνάτιον, και λαμβάνει παρ' αυτών δώρα πρός τόν Κολοκοτρώνην, ταμπακιέρας λιθοκολλήτους, ώς και προς τον Καραϊσκάκην, του οποίου ελέγετο άνεψιός. Έπειτα απέρχεται προς τον Καποδίστριαν εις Γενεύαν, καί τον απατά, εις τρόπον ώστε τον δίδει και αρκετά χρήματα και επιστολήν πρός τόν Κολοκοτρώνην καί τόν Καραϊσκάκην διαλαμβάνουσαν:
Να μη δώσετε ακρόασιν, αν σάς προτείνωσν ύποταγην είς τον σουλτάνον, και ν' αποκριθήτε ότι με το σπαθίμας θά υπογράψωμεν την ελευθερίαν μας και ανεξαρτησίαν η τον θάνατόν μας. Να μη φοβηθήτε δε τίποτε, και να επιμείνετε εις την απόφασιν σας, επειδή δεν ΄μπορούσι να πράξωσι τίποτε εναντίον των δικαίων της Ελλάδος, αρκεί να μη ενδώσετε σεις οι ίδιοι εις την υποταγήν.
Μεταβάς είς Παρισίους, συνεπέφερε και το έγγραφον του Καποδίστρια. Παρουσιάζεται δε εις τον Κοραήν ώς ανεψιός του Καραϊσκάκη και εις τόν Τερνώ, πρόεδρον της φιλελληνικής εταιρείας, καί είς άλλους σημαντικούς. Έν τοσούτω οι εις Παρισίους διατρίβοντες Έλληνες τον επισκέπτονται και τον ύποπτεύουσιν, ως προδοθέντα από τας ιδίας ομιλίας του, έξ ών οί Ρουμελιώται έννόησαν οτι αύτός δέν έγνώριζε τούς Ρουμελιώτας, ώς τόν Καραϊσκάκην καί Ντσιαβέλλαν, περί των όποίων συνδιελέγετο. Έγνωρίσθη μάλιστα παρά τινος δτι ήτο Ζακύνθιος, άνθρωπος διεφθαρμένος.
Ό δέ Νικολός) Μαυρομμάτης, οστις είχε χρηματίσει πολύν καιρόν εις του Καποδίστρια, έπεσε κατόπι του νά τόν ανακαλύψη, καί εκείνος εννοήσας τόν σκοπόν του, τον δείχνει το έγγραφον του Καποδίστρια. Τότε ό Μαυρομμάτης έλαβεν άλλην υπόληψιν δι' αυτόν, καί συνετέλεσεν είς τό ν' άναχωρήση εντίμως από Παρισίων.
Άφ' ου δε μετέβη εις Λονδίνον καί επαρουσιάσθη είς τήν επιτροπήν του δανείου, και ό Γεώργιος Σπανιολάκης έζήτησε περί αυτού πληροφορίας από τόν Μαυρομμάτην, τον άπεκρίθη ουτος: Πίστευε και μη ερεύνα. Περί αυτού τούτου έγραφον από Άγκώνα, τήν 29 Ιουνίου του 1827, προς την Κυβέρνησιν, τα εκτιθέμενα έν συνόψει ενταύθα : Αρχάς Απριλίου ενεστώτος) ετους, Ζακύνθιος τις, Σπύρος Μεταξάς ονομαζόμενος, ήλθεν εδώ από τούς Παρισίους, διαβάς από τήν Έλβετίαν. Έφ' όσον διέτριψεν ενταύθα, ελέγετο Σπηλίάδης Μεσθενόπουλος και ανεψιός του Καραϊσκάκη. Τ' όνομά του, συγκείμενον ύπο δυο πατρωνυμίκών εκίνεί την περιέργειαν. Έλεγε δε ότι ήτον απεσταλμένος εις όλας τάς φιλελληνικάς εταιρείας διά τάς υποθέσεις τον έθνους και επέτρεφεν εις την πατρίδα. 'Έλεγε και ότι ήτον είς την καταστροφήν του Μισολογγίου και αυτός, και ότι μετά ταύτα έστάλη από την Κυβέρνησιν είς τάς είρημενας εταιρείας, να συνάξει και χρήματα δια λύτρα αιχμαλωτισμένων συγγενών του είχε μάλιστα διακηρύξει διά τών εφημερίδων εις τε τους Παρισίουν και εις την 'Ελβετίαν , υπό τ' όνομα Σπηλιάδης Μεσθενόπουλος, ότι ήτον ανεψιός του Καραϊσκάκη' έφερε δε και γράμματα συστατικά εκ μέρους του Μιαούλη, του Κανάρη, του Κολοκοτρώνη και άλλων, τά οποία εδημοσίευσε διά των εφημερίδων, και τα οποία πολλοί έξ ήμών άνέγνωμεν. Πολλοι όμως έκ τών ενταύθα Ελλήνων εγνώρίζον την οικογένειαν του Καραϊσκάκη, και όλοι συνελάβομεν υπονοίας ότι αυτός ήτον απατεών.
Άνεχώρησεν άπ' εδώ την 8 Απριλίου δια την Ζάκυνθον, και έφερε μεθ' εαυτού υπέρ τας τέσσαρας χιλιάδας ισπανικά δίστηλα, και διέδωκεν ότι διευθύνετο είς το Ναύττλιον. Την 17 του αυτού έφθασεν εις Ζάκυνθον και εκοινολόγησεν ότι εκληρονόμησε θείον του τινά πλούσιον, αποθανόντα εις Λονδίνον. Προ οκτώ δε ημερών (σσ. 21 Ιουνίου 1827) επανήλθε ενταύθα με το ιονικό ατμόπλοιον, με το οποίον ήλθον ο τε λόρδ Γκίλφορτ, ο Άσώπιος, ο εκ Θεσσαλονίκης Μεσθενεύς καί άλλοι. Είς προϋπάντησιν των όποίων αττήρχοντο ό Χρήστος Ράγκος και ό Ιωάννης Βιτάλης, και τούτον ιδών ό λεγόμενος Μεσθενόπουλος, τον προσκαλεί κατά μέρος και τον λέγει ότι ήτον απεσταλμένος από το έθνος ως ταχυδρόμος είς Πετρούπολιν, προς τον Καποδίστρια, προς ον είχε πολλά μυστικά να διακοινώση και ότι ό φίλος του Κωλέττης τον είπεν άμα φθάσει εις Αγκώνα, νά τόν δώση πάσαν οδηγίαν ττερί του σκοπουμένου. Ό Βιτάλης, έχων ιδέαν περί αυτού, τον ηρώτησεν οποίαν συγγένειαν είχε με τον Καραϊσκάκην, και τότε αυτός λέγει ότι είχε θείον τον Κατσικογιάννην. Τον ηρώτησε πώς ωνομάζετο και πόθεν ήτον , και αυτός απεκρίθη ότι τ' όνομα του ήτο Σπύρος Μεταξάς και πατρίς του ή Ζάκυνθος. Ότι ήρχετο κατ' ευθείαν από τον Πόρο, όθεν έλειπεν εικοσιτρείς ημέρας. Ήλλαξε δε ενδύματα είς την Ζάκυρθον, κάί επέβη εις το ατμόπλοιον. Ημείς όλοι τον εγνωρίζομεν, και τον ελέγομεν Σπηλιάδην Μεσθενόπουλον.
Απεφασίσαμεν λοιπόν να έξακριβώσωμεν το ττράγμα, επι σκοπώ να τον εμποδίσωμεν του να βλάπτη τό έθνος, απατών τούς φιλελληνας, προς τους οποίους οφείλομεν ευγνωμοσύνην. Ερωτώμεν τον Μεσθενέα (τυπογράφο των «Ελληνικών Χρονικών») αν είχε σχέσιν τινά συγγενείας με αυτόν ό λεγόμενος Μεσθενόπουλος, και μανθάνομεν ότι αυτός ήτο Ζακυνθιος εξ ουτιδανής οικογενείας, ότι είχε φθάσει προ τριών μηνών εις Ζάκυνθο έξ Άγκώνος, και εκείθεν δεν υττήγεν αλλού που ποτέ ότι είχε φέρει γράμματα και πράγματα διά τον ανεψιόν τον Τουρτούρη, καί είχε λάβει ούτος τα γράμματα, και ειδοποιείτο ότι έμελλε νά λάβη τα πράγματα από τον Μεσθενόπουλον ότι ό ανεψιός τον Τουρτούρη είχεν υπάγει προς τον Μεσθενέα, ώς φίλον του, διά νά πληροφορηθή άν ό Μεσθενόπουλος ήτο συγγενής του, και αν τον εγνώριζεν. Επειδή δε ό Μεσθενεύς δεν είχε κανένα Μεσθενόπουλον συγγενή, και μόνον είχεν ακούσει ατό την φήμην περι αυτού, ερευνώντες αμφότεροι, εύρον αντι Μεσθενοπουλου, τον Μεταξάν, έξ ον ελαβεν ό ανεψιός του Τουρτούρη τα πράγματά του, και τούτον ερωτήσαντες περί του Μεσθενόπουλου, ήκουσαν ότι άληθώς ό Μεσθενόπουλος ήτο μετ' αυτού συνοδοιπορών έως Αγκώνα, όπου και έμεινεν ασθενήσας, και ότι άντ’ εκείνου παραλαβών ούτος εκόμισε τα ττράγματα και τα γράμματα περί ων ό λόγος.
Κατά τύχην εύρομεν και εις του εμπόρου Μπαχαρά, Αρτινού, γράμματα της 5 Απριλίου, φέρορτα την υπογραφήν Σπηλιάδης Μεσθενόπουλος, δοθέντα τον Δημήτριον Παπαβασιλόπουλον, στελλόμερον από την Κυβέρνησιν εις την Ελβετίαν νά σπουδάση , δι' ών τον συνίστη ό Μεσθενόπουλος πρός τον Ίω. Χοϊδάν, πρός τον φιλέλληνα Φρανσοά Τερεμίν, και προς τον ποιμένα Λούτσχερ, μέλος τής φιλελληνικής εταιρείας και επειδή διελάμβανον ότι ό μαθητής εστέλλετο ατό το έθνος, φοβηθείς ούτος μή τον ακολουθήσωσι δυσκολίαι εις Τ’ αυστριακά σύνορα, δεν τα έλαβα μεθ' εαυτού, και έμειναν εις τον Μπαχαρά. Παρετηρήσαμεν δε ότι, εν οσω ητον εις τό λοιμοκαθαρτήριον, ό έμπορος Σάρτης και ό Θωμάς Πετρίνης τον επεσκέπτοντο καθ' ώραν, και τον περιεποιούντο. Και σήμερον (την 29 Ίουνίου), άφ' ου εξήλθον ο λόρδ Γκίλφορτ και οι λοιποί, και κατέλυσαν εις το ξενοδοχείο, και ό Ράγκος με τον Πιττακόν, Μυτιληναίον, απήλθον εις επίσκεψιν του, και εξελθόντες απήντησαν τον γραμματέα του Σάρτη, και αυτός τούς ηρώτησεν εάν κατώκει αυτόθι και ο Σπηλιάδης Μεσθενόπουλος, τότε απεφασίσαμεν νά υπάγωσιν εις επίσκεψιν του ρηθέντος Μεταξά, ό Βιτάλης, ό Ράγκος και ό Πιττακός, και να εξιχνιάσωσι την αλήθειαν. Αυτοί απήλθον και τον εύρον με τον Πετρίνην, όστις έφυγε τότε.
Τον ερωτώσι λοιπόν διά την πατρίδα, και τους είπεν ότι, ότε αυτός ανεχώρησεν από τον Πόρον, τα πράγματα ήσαν συγκεχυμένα, πλήν ηλπίζετο θεραπεία. Τους είπεν ότι έλειπε τριάντα ημέρας από τον Πόρον και ότι αλλάξας ενδύματα εις Ζάκυνθον (εν ώ τούτο ήτο προ πολλού εμποδισμένον), επέβη εις το ιονικόν ατμόπλοιον. Τους είπεν ότι είδε τον Ράγκον εις τον Κάλαμον, καθ' ον καιρόν επέρασε διά Μισολόγγι, ότε ήτο στενά πολιορκημένον και δεν ημπόρεσε να εισέλθη, και επομένως επεβιβάσθη είς τον ελληνικόν στόλον με τον Μιαούλην, και έφτασεν εις Ναύπλιον, και έπειτα υπέστρεψε πάλιν, ομού με τον Ανδρέαν 'Ίσκου, εις τον Κάλαμον, διά θαλάσσης. Και ότε τον είπον ότι ό Ανδρέας Ισκου υττήγεν εις τον Κάλαμον διά ξηράς, τότε συνομολογήσας είπεν ότι ο Άνδρεας 'Ίσκου, ως τον εφαίνετο, υπήγε διά ξηράς. και ότι αυτός υπήγε δια θαλάσσης, με ογδοήντα στρατιώτας. Τότε τον είπον «και, πότε λοιπόν επέρασες εις την Ευρώπην; Ημείς πληροφορούμεθα ότι προ τριών μηνών ήσο ενταύθα».
Και αυτός είπε: «Ναι»' και εξηκολούθησε λεγων ότι έπειτα υπήγεν είς Τριέστι, Φραγκφόρ, Λονδίνον, Παρίσιον και Ελβετίαν'. ψευδόμενος και καταφωρώμενος. Είχον ερωτήσει περί αυτου και τινα συνοδοιπόρον του Ζακύνθιον, Ζωΐτσην ονόματι, όστις είπεν ότι τον έλεγον Σπυρίδωνα Μεταξάν, και ότι τον είδεν εις την Ζάκυνθον πολλάκις εις του Δραγώνα και μάλιστα εις του Στεφάνου, με τον οποίον είχε πολλήν σχέσιν.
Μετά ταύτα ερωτώσι τον ίδιον, εάν εγνώριζε κάποιον Σπηλιάδην Μεσθενόπουλον διότι τούς έγραφον τάχα εκ Ναυπλίου δι' υπόθεσιν άφορώσαν τό υποκείμενόν του, και δεν ήξευρον που ευρίσκετο, και απεκρίθη, ότι δεν είχεν είδησιν περί αυτού. «Πως, επανέλαβον, ότε ήσο είς Γενεύαν, ήτο και εκείνος εκεί και είναι άπορον ότι δεν εγνώρισας τοιούτο σημαντικόν υποκείμενον απεσταλμένον διά μεγάλας υποθέσεις του έθνους» Τότε δή εγίνεν άλλος εξ άλλου, και τότε τον λεγουσι: «Σύ είσαι ό Μεσθενόπουλος και αυτά τα γράμματα είναι ίδικά σου». Άφ' ου δ' έλαβε και εκοίταξε τα γράμματά του, εξηγριώθη και έφώναξεν ότι είναι ο Σττύρος Μεταξάς, και ότι δεν ήξευρε μήτε να ομιλήση, μήτε να γράψη ιταλιστί. εν ω τα γράμματα ήσαν ιταλιστί γεγραμμένα, και αυτός ωμίλει όλην την ημέραν ιταλιστί με τον Σάρτην, όστις και τον υπερασπίσθη και τον ευκόλυνε να φύγει ευθύς εκείθεν, εν ω ή αστυνομία, λαβούσα οσμήν περί των διατρεχόντων, εδυσκολεύετο να τον δώση το διαβατήριον τον αυτός είχε λάβει διαβατήριον την 15 του Ιουνίου από Κέρκυραν, και ή εξουσία τον επέτρεπεν νά ταξεδεύση μονον διά το Λονδίνον, και εις εξ μηρών διάστημα να είναι υπόχρεως νά επιστρέψει εις την Επτάνησο. Εις αυτό ωνομάζετο Σπύρος Μεταξάς του Χρήστου, Ζακύνθιος, ηλικίας εικοσιπέντε ετών, και εχαρακτηρίζετο έμπορος, εν ω έμπορος δεν εχρημάτισε ττώποτε. ```````
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου