Γράφει ο Σπυρίδων Χατζάρας
Στο διαδίκτυο, αντιγράφοντας το «μασονικό» ΙΣΤΟΡΙΚΟN ΕΠΕΤΕΙΟΛΟΓΙΟN του 7ου Επιτελικού Γραφείου του Γενικού Επιτελείου Στρατού, γράφουν οι δοξάζοντες την Στοά και την ρουφιανοκρατία ότι στις 15 Ιανουαρίου 1820, «ο Καποδίστριας, εκτιμώντας ότι μπορούσε να προσφέρει περισσότερα στον Αγώνα από την θέση του Υπουργού Εξωτερικών του Τσάρου και αμφιβάλλοντας για τις δυνατότητες της Φιλικής Εταιρείας, δεν αποδέχεται την πρόταση του Ξάνθου να αναλάβει την ηγεσία της τελευταίας».
Λοιπόν, ο Ξάνθος πήρε ειδική σύνταξη από τον Ρότσιλντ ως επιβράβευση, επειδή ισχυρίστηκε ψευδώς ότι πρότεινε στον Καποδίστρια να αναλάβει αρχηγός της οργάνωσης της οποία ήταν ο Αρχηγός.
Η τρισυπόστατη ΑΡΧΗ της Παλιγγενεσίας ήταν ο Κωνσταντίνος Υψηλάντης, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ο Φιραρής και ο Ιωάννης Καποδίστριας .
Μετά τον θάνατο των δύο από την «Αγία Τριάδα» απέμεινε μόνος αρχηγός ο Ιωάννης Καποδίστριας, τον οποίο ουδέποτε συνάντησε στην Αγία Πετρούπολη ο Ψεύτης και πλαστογράφος της Στοάς, Μανωλάκης Ξάνθος.
Ο «ψευτοσυναρχηγός», έφθασε στη Μόσχα «τον Δεκέμβριο του 1819», και αναχώρησε για την Αγία Πετρούπολη στις «αρχές το Ιανουαρίου».
Ο Ξάνθος που δεν έδωσε ημερομηνίες στις διάφορες εκδοχές απομνημονευμάτων ισχυρίστηκε ότι έγινε δεκτός από τον Καποδίστρια, δύο μέρες μετά την να άφιξή του στην Αγία Πετρούπολη.
Ο Εμμ. Πρωτοψάλτης, πρότεινε εσφαλμένα ως ημερομηνία συνάντησης, την Πέμπτη 15η Ιανουάριου.
Το ταξίδι από τη Μόσχα στην Αγία Πετρούπολη είναι σήμερα με το τραίνο μερικές ώρες. Τότε κράταγε από δύο μέχρι οκτώ μέρες.
Ο Ξάνθος, στα «κακοήθη ψεύδη» του, ισχυρίζεται πως, εφοδιασμένος με συστατική επιστολή του Άνθιμου Γαζή, έφτασε στην Αγία Πετρούπολη, στις 15 Ιανουαρίου του 1820 και την επομένη, 16 του μήνα, υπέβαλε αίτηση να δει τον Καποδίστρια.
Πότε υποτίθεται ότι τον δέχτηκε ο Καποδίστριας δεν θυμόταν.
Ο Καποδίστριας, στο υπόμνημά του προς τον Τσάρο Νικόλαο, δεν αναφέρθηκε καθόλου στην επίσκεψη Ξάνθου, ενώ αναφέρθηκε στον Καμαρινό, ο οποίος μάλιστα του είχε δημιουργήσει αρκετά προβλήματα.
Είναι επομένως εύλογο να υποθέσουμε ότι ο Καποδίστριας δεν αναφέρθηκε σε αυτήν γιατί δεν έγινε.
Η επιφύλαξη για το αν συναντήθηκε ο Ξάνθος με τον Καποδίστρια, η επικοινώνησε μόνο μέσω του Καντιώτη-«Αγαπητού», πηγάζει από το γεγονός ότι καμιά άλλη πηγή δεν αναφέρεται σε αυτήν.
Άλλωστε, πρώτη διατύπωσε αμφιβολία για το αν έγινε η συνάντηση, η καθηγήτρια Ελένη Κούκου.
Ο Ξάνθος , δεν συνδεόταν με την αναζήτηση αρχηγού , ούτε με την «μύηση» και με την συμμετοχή στην «Εταιρία των Φιλικών», του Καποδίστρια και του Αλέξανδρου Υψηλάντη, αλλά με την ίδρυση από τους εμπόρους της Μόσχας, της «Φιλομούσου και Φιλανθρώπου Γραικικής Εμπορικής Εταιρίας», τους οποίους και εκπροσωπούσε.
Από την αλληλογραφία Ξάνθου-Κομιζόπουλου, προκύπτει ότι στις 15 Μαρτίου 1820, ο «Ξενοφωντίδης» -Παξιμάδης, ολοκλήρωνε τη συγγραφή του καταστατικού, το οποίο θα το έστελναν στη συνέχεια στην Αγία Πετρούπολη, και το οποίο θα έπρεπε να το παρουσιάσουν στον «Ευεργετικό», δηλαδή στον Καποδίστρια.
Επομένως, αφού η αποστολή του Ξάνθου ήταν να παρουσιάσει το Καταστατικό της «Φιλομούσου και Φιλανθρώπου Γραικικής Εμπορικής Εταιρίας», στον Καποδίστρια το οποίο δεν ήταν έτοιμο ούτε τον Μάρτιο, είναι αδύνατο να τον συνάντησε τον Ιανουάριο.
Ο Αναγνωστόπουλος ,αφηγήθηκε στον Φιλήμονα, έναν διάλογό του με τον Υψηλάντη, όταν τον συνάντησε ατο Κισινιέφ, ως απεσταλμένος του Κέντρου της Πίζας, και ο Υψηλάντης του είχε ειπεί :
«Αναδεχθείς την πρότασιν την οποίαν μ’ εκάματε δια του Ξάνθου και πληροφορούμενος τα μετά του Καποδίστρια συμβάντα εξηγήθην με τούτον και μείναμε σύμφωνοι σ’ όλα.»
Ο Αναγνωστόπουλος ρώτησε : «Γιατί ο Ξάνθος απεπέμφθη από τον Καποδίστρια»; και ο Υψηλάντης απάντησε : «Διότι ο Καμαρινός είπε πολλά εναντίον σας».
Αυτή είναι η μόνη αναφορά για πιθανή έμμεση επαφή του Καποδίστρια με τον Ξάνθο.
Αλλά η φράση, «πληροφορούμενος τα μετά του Καποδίστρια συμβάντα» , να αναφέρεται στην αποπομπή του Ξάνθου, και όχι σε συνάντηση.
Η «Γραικική Εμπορική Εταιρία» , η «Φιλογενική Κάσσα» , ήταν ένα από τα αντικείμενα συζήτησης κατά τη διάρκεια των «πολλών εβδομάδων», που διήρκεσε η μύηση Υψηλάντη και στην οποία δεν συμμετείχε ο Ξάνθος.
Το καταστατικό της , εξετάστηκε στην τελευταία φράση, μετά τις 20 Μαρτίου, όπως μας βεβαιώνει, η αλλαγή του χαρακτηρισμού του επικεφαλής, από «Εταιρίαρχος», σε Γενικό Έφορο.
Αυτή η εκδοχή επιβεβαιώνεται και από τον Καποδίστρια, ο οποίος στο υπόμνημά του προς τον Τσάρο Νικόλαο, σημείωνε : « μου έδειξε τότε (ο Υψηλάντης) ένα έγγραφο με το οποίο προτείνετο η ίδρυση μιας Εταιρίας με σκοπό τη συλλογή χρημάτων, με συνδρομές, που θα κατετίθεντο σε τράπεζα, για ένα χρησιμοποιηθούν για την απελευθέρωση της Ελλάδας, και μου ζήτησε να του εκφράσω τη γνώμη μου».
Επομένως όταν έφθασε το καταστατικό στην Αγία Πετρούπολη μετά τις 25 Μαρτίου ο Ξάνθος ζήτησε από τον Καντιώτη-«Αγαπητό να συναντηθεί με τον «Ευεργετικό» απεπέμφθη και παρουσίασε το Καταστατικό στον Υψηλάντη ο οποίος το έδειξε στον Καποδίστρια για να το εγκρίνει.
Ο Ακαδημαϊκός Εμμ. Γ. Πρωτοψάλτης, ανέφερε, ότι μετά από συνεννόηση του Υψηλάντη, με τα μέλη της Εταιρίας στη Μόσχα, «ετέθη σε λειτουργία η «Φιλόμουσος και Φιλάνθρωπος Γραικική Εμπορική Εταιρία», δια της οποίας ηλπίζετο να συγκεντρωθούν πολλά εκατομμύρια για την Εθνικήν Κάσσαν» , την οποία ο Υψηλάντης σε επιστολή του τον Ιούλιο του 1820, ονόμαζε «Φιλογενική Κάσσαν», γράφοντας:
«Εντιμότατοι και ευγενέστατοι κύριοι Επίτροποι της εν Μόσχα Φιλογενικής Κάσσας».
Για το ακριβή ρόλο του Ξάνθου πρέπει να πούμε τα ακόλουθα:
Ο «Απόστολος της Μόσχας» , στην Κωνσταντινούπολη Νικόλαος Σκουφάς, πέθανε τις 31 Ιουλίου 1818. Όσο καιρό ήταν άρρωστος, η ομάδα του, είχε γίνει μπάχαλο.
Ο Ξάνθος ,ήθελε να γίνει «χαλίφης στη θέση του χαλίφη», και τσακωνόταν με τον Αναγνωστόπουλο, ο Γαλάτης απαιτούσε να αναγνωρίσουν εκείνον αρχηγό, και ο Χρυσοσπάθης που είχε την «επαφή» με τη ρωσική πρεσβεία ,μέσω του Γαβριήλ Κατακάζη , είχε δημιουργήσει δική του ομάδα.
«Μέσα από τα σπλάχνα της «Εταιρίας», ξεφύτρωσε στην Κωνσταντινούπολη, μια « νέομορφος», εταιρία της οποίας διευθυντές ήσαν, «φιλόδοξοι κεφαλαί μέχρις εσχάτης κουφότητος», «άνθρωποι επιρρεπείς στις καινοτομίες», « άνθρωποι. που δεν ήξεραν τίποτα αλλά ήθελαν να δείχνουν ότι ήξεραν πολλά», που «ραδιουργούσαν » και δυσφήμιζαν την αδελφότητα ότι είχε χάσει την ευθεία οδό και ότι χρειαζόταν αναμόρφωση.
Επειδή δε κάθε νεωτερισμός γοητεύει, πέτυχαν να τους παραδεχθούν μερικοί επιπόλαιοι, και απέδωσαν τα ίδια σημεία, τις ίδιες λέξεις, και της ίδιας λειτουργίες εκτός από μερικές ασήμαντες μεταβολές», έγραφε ο Φιλήμων.
Μπροστά σε αυτή τη δυσάρεστη κατάσταση, που απειλούσε την όλη προσπάθεια, και ενώ από την αγγλική και την αυστριακή πρεσβεία είχε ενημερωθεί η Υψηλή Πύλη, ότι η Ρωσία έστελνε «Αποστόλους» στην Πελοπόννησο, δόθηκε μέσω του ρώσου προξένου στη Σμύρνη Δεστούνη , εντολή από τη Μόσχα στον Τσακάλωφ, που βρισκόταν σε περιοδεία στην Σμύρνη και το Αϊβαλή, να σπεύσει στην Κωνσταντινούπολη, για να λύσει το πρόβλημα «Χρυσοσπάθη», που είχε κάνει δική του καρμπονάρικη οργάνωση, και να αποτρέψει την καταστροφή του μηχανισμού.
Οι «απόστολοι», ήσαν ο Αναγνωσταράς, ο Δημητρακόπουλος,
ο Περραιβός και ο Φαρμάκης, που θα κατέβαιναν από τη Ρωσία στην Κωνσταντινούπολη και θα πήγαιναν στην Ελλάδα.
Οι κίνδυνοι για την οργάνωση προήρχοντο εκτός από τον Χρυσοσπάθη, από τον Γαλάτη και ακολούθως από τον καυγά των Ξάνθου- Αναγνωστόπουλου.
O Ξάνθος μέχρι το 1818 δεν είχε δει ποτέ του τον Τσακάλωφ. Ούτε ο Σκουφάς ήξερε τον Τσακάλωφ.
O Ξάνθος όμως ήξερε τον Σκουφά από την Οδησσό . Ξανασυναντήθηκαν το Μεγάλο Σάββατο του 1818 που έπεφτε στις 13 του Απρίλη, στην εκκλησία.
Ο Σκουφάς μαζί με τον Αναγνωστόπουλο και τον Λουριώτη έμεναν ακόμα στο καράβι που τους μετέφερε από την Οδησσό.
Ο Τσακάλωφ, επέστρεψε από την Σμύρνη στην Κωνσταντινούπολη στις 25 Ιουλίου, έξι μέρες πριν τον θάνατο του Σκουφά, και αφού προσέλαβε στην «Αρχή» της Οργάνωσης της Κωνσταντινούπολης, τον Παναγιώτη Σέκερη από τον «Φοίνικα» , του Μαυροκορδάτου, περίμενε να επιστέψουν από τη Ρωσία οι οπλαρχηγοί, Αναγνωσταράς, Φαρμάκης, Περραιβός και Παναγιώτης Δημητρακόπουλος, οι οποίοι είχαν τις οδηγίες τους από τη Μόσχα, και τους μετέφερε το μήνυμα, ότι η γραμμή της Εταιρίας ήταν, «να μη φανεί ούτε γιδοκλέφτης», στην Πελοπόννησο.
Όταν έφυγαν οι οπλαρχηγοί, ο Τσακάλωφ , πήρε νέα εντολή μέσω του Μόστρα που δούλευε στην Ρωσική Πρεσβεία να διώξει από την Κωνσταντινούπολη, τα ορφανά του Σκουφά, τον Αναγνωστόπουλο, και τον Ξάνθο.
Από την αφήγηση Αναγνωστοπούλου, στο πρώτο δοκίμιο του Φιλήμονα, γνωρίζουμε ότι το πρώτο θέμα που συζήτησε ο Τσακάλωφ με τους Ξάνθο- Αναγνωστόπουλο Τσακάλωφ ,ήταν το τι θα γίνει με τον Γαλάτη και αποφάσισαν να τον οδηγήσουν στη Μάνη για να κρατηθεί είτε από τον Μαυρομιχάλη είτε από τον Μούρτζινο.
Σε κάθε περίπτωση που θα δημιουργούσε κίνδυνο θα τον σκότωναν αμέσως. Το «πρόβλημα Γαλάτης» το ανέλαβε προσωπικά ο Τσακάλωφ , αφού φαίνεται ότι είχε συγκεκριμένες οδηγίες .
Στις συζητήσεις που έγιναν μετά τον θάνατο του Σκουφά , ο Τσακάλωφ πρότεινε στους άλλους δύο να φύγουν από την Κωνσταντινούπολη .Ο Τσακάλωφ, έπεισε και τον Χρυσοσπάθη να πάει τελικά στην μέσα και έξω Μάνη.
Έτσι, στις 22 Σεπτεμβρίου 1818, διαλύθηκε η ομάδα Σκουφά, και το Κέντρο της «δεύτερης οργάνωσης», στην Κωνσταντινούπολη, πέρασε ομαλά στους ανθρώπους του Φοίνικα. Τον Σέκερη.
Μετά από αυτά, έστειλε τον Αναγνωστόπουλο στις ηγεμονίες στη θέση του Γαλάτη, τον Ξάνθο, που είχε καπαρώσει το Ταμείο, τον έστειλε στο πουθενά, στο Πήλιο για να αφήσει το Αρχείο στον Άνθιμο Γαζή. Ο Λουριώτης, στάλθηκε στο Λιβόρνο , δίπλα στους Ζωσιμάδες, με τους οποίους συνεργαζόταν για την επανάσταση ο γιαννιώτης λόγιος Αναστάσιος Μοσπινιώτης.
Ο Τσακάλωφ παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη, για να λύσει το ζήτημα Γαλάτης. Ο Παναγιώτης Δημητρακόπουλος, γύρισε στην Κωνσταντινούπολη το Νοέμβριο, κομίζων την επιστολή τον Πετρομπέη προς την Αρχή και τις αναφορές Αναγνωσταρά, Φαρμάκη, Περραιβού προς την Μόσχα, και λίγες μέρες μετά αναχώρησε ξανά μαζί με τον Τσακάλωφ και τον Γαλάτη, προς την Πελοπόννησο.
Ο Δημητρακόπουλος ήταν που πυροβόλησε τον Γαλάτη.