Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2023

Η πρωταπριλιάτικη και ανύπαρκτη Φιλική Εταιρεία και τα ψέματα της Στοάς και των δολοφόνων του Καποδίστρια για την δήθεν άρνηση του Καποδίστρια να αποδεχτεί την πρόταση του Ξάνθου να αναλάβει αρχηγός της δικής του Οργάνωσης στο όνομα της ανύπαρκτης και πρωταπριλιάτικης Φιλικής Εταιρείας

 

 

Η Φιλική Εταιρεία, ιδρύθηκε την Πρωταπριλιά του 1834 στο Ναύπλιο , από τον Μινχάουζεν Ιωάννη Φιλήμονα, που φωτίστηκε από τη Στοά της Ζακύνθου. 
Συμμετείχαν ο πεθαμένος Νικόλαος Σκουφάς, ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος , ο Άγγλος Πρόξενος Ντόουσον , και ο Κόντες Ρώμας, ενω ο Αθανάσιος Τσακάλωφ που δεν ήταν πλέον στην Ελλάδα αλλά στη Ρωσία συμμετείχε  με τηλε-διάσκεψη, 
 
Στη συνέχεια επανιδρύθηκε αναδρομικά στις 14 Σεπτεμβρίου 1814 σε μια ταβέρνα της Οδησσού, με έμπνευση της Μεγάλης Στοάς των Αθηνών, από τον Νικόλαο Σκουφά, τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο και τον Αθανάσιο Τσακάλωφ που δεν ήταν εκεί αλλά στο Παρίσι, και συμμετείχε και πάλι  με τηλε-διάσκεψη. 

 Η Φιλική Εταιρεία, επανιδρύθηκε για τρίτη και φαρμακερή φορά από την Μεγάλη Στοά των Αθηνών τον Μάρτιο του 1839, από τον Μινχάουζεν Ιωάννη Φιλήμονα και το τέκνο της Στοάς της Λευκάδας, Μανολάκη Ξάνθο, ενώ διεγράφη αναδρομικά ο Αναγνωστόπουλος επειδή  επέμενε να μην γράφεται στη Στοά.

Γ
ράφει ο Σπυρίδων Χατζάρας 

Στο διαδίκτυο, αντιγράφοντας το «μασονικό» ΙΣΤΟΡΙΚΟN ΕΠΕΤΕΙΟΛΟΓΙΟN του 7ου Επιτελικού Γραφείου του Γενικού Επιτελείου Στρατού, γράφουν οι δοξάζοντες την Στοά και την ρουφιανοκρατία ότι στις 15 Ιανουαρίου 1820, «ο Καποδίστριας, εκτιμώντας ότι μπορούσε να προσφέρει περισσότερα στον Αγώνα από την θέση του Υπουργού Εξωτερικών του Τσάρου και αμφιβάλλοντας για τις δυνατότητες της Φιλικής Εταιρείας, δεν αποδέχεται την πρόταση του Ξάνθου να αναλάβει την ηγεσία της τελευταίας».

Λοιπόν, ο Ξάνθος, πήρε ειδική σύνταξη από τον Μαξ Ρότσιλντ το 1843, ως επιβράβευση, επειδή ισχυρίστηκε ψευδώς μετα την δολοφονία του Εθνάρχη , ότι  Εκείνος πρότεινε στον Καποδίστρια να αναλάβει αρχηγός της οργάνωσης της οποίας όμως ήταν ΗΔΗ ο Αρχηγός.

Η τρισυπόστατη ΑΡΧΗ της Παλιγγενεσίας ήταν ο Κωνσταντίνος Υψηλάντης, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ο Φιραρής και ο Ιωάννης Καποδίστριας . 
 Μετά τον θάνατο των δύο από την «Αγία Τριάδα» απέμεινε μόνος αρχηγός ο Ιωάννης Καποδίστριας, τον οποίο ουδέποτε συνάντησε στην Αγία Πετρούπολη ο Ψεύτης και πλαστογράφος της Στοάς, Μανωλάκης Ξάνθος.
 Ο «ψευτοσυναρχηγός», έφθασε στη Μόσχα «τον Δεκέμβριο του 1819», και αναχώρησε για την Αγία Πετρούπολη στις «αρχές το Ιανουαρίου»
 Ο Ξάνθος που δεν έδωσε ημερομηνίες στις διάφορες εκδοχές απομνημονευμάτων ισχυρίστηκε ότι έγινε δεκτός από τον Καποδίστρια, δύο μέρες μετά την να άφιξή του στην Αγία Πετρούπολη.
 Ο Τέκτων Εμμ. Πρωτοψάλτης, πρότεινε εσφαλμένα ως ημερομηνία συνάντησης, την Πέμπτη 15η Ιανουάριου. 
 Το ταξίδι από τη Μόσχα στην Αγία Πετρούπολη είναι σήμερα με το τραίνο μερικές ώρες. Τότε, κράταγε από δύο μέχρι οκτώ μέρες.

 Ο Ξάνθος, στα «κακοήθη ψεύδη» του, ισχυρίζεται πως, εφοδιασμένος με συστατική επιστολή του Άνθιμου Γαζή, έφτασε στην Αγία Πετρούπολη, στις 15 Ιανουαρίου του 1820 και την επομένη, 16 του μήνα, υπέβαλε αίτηση να δει τον Καποδίστρια.

 Πότε υποτίθεται ότι τον δέχτηκε ο Καποδίστριας δεν θυμόταν.

 Ο Καποδίστριας, στο υπόμνημά του προς τον Τσάρο Νικόλαο, δεν αναφέρθηκε καθόλου στην επίσκεψη Ξάνθου, ενώ αναφέρθηκε στον Καμαρινό, ο οποίος μάλιστα του είχε δημιουργήσει αρκετά προβλήματα
 Είναι επομένως εύλογο να υποθέσουμε ότι ο Καποδίστριας δεν αναφέρθηκε σε αυτήν  όχι επειδή ήθελε να την κρύψει αλλά γιατί δεν έγινε. 
Η επιφύλαξη για το αν συναντήθηκε ο Ξάνθος με τον Καποδίστρια, η επικοινώνησε μόνο μέσω του Καντιώτη-«Αγαπητού», πηγάζει από το γεγονός ότι καμιά άλλη πηγή δεν αναφέρεται σε αυτήν. 
 Άλλωστε, πρώτη διατύπωσε αμφιβολία για το αν έγινε η συνάντηση, η καθηγήτρια Ελένη Κούκου. 
 Ο Ξάνθος , και η παρουσία του στην Αγία Πετρούπολη, δεν συνδεόταν με την αναζήτηση αρχηγού , ούτε με την «μύηση» και με την συμμετοχή στην «Εταιρία των Φιλικών», του Καποδίστρια και του Αλέξανδρου Υψηλάντη, αλλά με την ίδρυση από τους εμπόρους της Μόσχας, της «Φιλομούσου και Φιλανθρώπου Γραικικής Εμπορικής Εταιρίας», τους οποίους και εκπροσωπούσε.

 Από την αλληλογραφία Ξάνθου-Κομιζόπουλου, προκύπτει ότι στις 15 Μαρτίου 1820, ο «Ξενοφωντίδης» -Παξιμάδης, ολοκλήρωνε τη συγγραφή του καταστατικού, το οποίο θα το έστελναν στη συνέχεια στην Αγία Πετρούπολη, και το οποίο θα έπρεπε να το παρουσιάσουν στον «Ευεργετικό», δηλαδή στον Καποδίστρια

 Επομένως, αφού η αποστολή του Ξάνθου ήταν να παρουσιάσει το Καταστατικό της «Φιλομούσου και Φιλανθρώπου Γραικικής Εμπορικής Εταιρίας», στον Καποδίστρια το οποίο δεν ήταν έτοιμο ούτε τον Μάρτιο, είναι αδύνατο να τον συνάντησε τον Ιανουάριο

 Ο Αναγνωστόπουλος ,αφηγήθηκε στον Φιλήμονα, έναν διάλογό του με τον Υψηλάντη, όταν τον συνάντησε στο Κισινιέφ, ως απεσταλμένος του Κέντρου της Πίζας, και ο Υψηλάντης του είχε ειπεί : «Αναδεχθείς την πρότασιν την οποίαν μ’ εκάματε δια του Ξάνθου και πληροφορούμενος τα μετά του Καποδίστρια συμβάντα εξηγήθην με τούτον και μείναμε σύμφωνοι σ’ όλα.»
Ο Αναγνωστόπουλος ρώτησε : «Γιατί ο Ξάνθος απεπέμφθη από τον Καποδίστρια»; και ο Υψηλάντης απάντησε : «Διότι ο Καμαρινός είπε πολλά εναντίον σας». 
Αυτή είναι η μόνη αναφορά για πιθανή έμμεση επαφή του Καποδίστρια με τον Ξάνθο. Το "απεπέμφθη" μάλλον σημαίνει οτι δεν έγινε δεκτός 
 Η φράση, «πληροφορούμενος τα μετά του Καποδίστρια συμβάντα» , αναφέρεται στην αποπομπή του Ξάνθου, και όχι σε συνάντηση. 

 Η «Γραικική Εμπορική Εταιρία» , η «Φιλογενική Κάσσα» , ήταν ένα από τα αντικείμενα συζήτησης κατά τη διάρκεια των «πολλών εβδομάδων», που διήρκεσε η μύηση Υψηλάντη και στην οποία δεν συμμετείχε ο Ξάνθος. 
 Το καταστατικό της , εξετάστηκε στην τελευταία φράση, μετά τις 20 Μαρτίου, όπως μας βεβαιώνει, η αλλαγή του χαρακτηρισμού του επικεφαλής, από «Εταιρίαρχος», σε Γενικό Έφορο. 
 Αυτή η εκδοχή επιβεβαιώνεται και από τον Καποδίστρια, ο οποίος στο υπόμνημά του προς τον Τσάρο Νικόλαο, σημείωνε : « μου έδειξε τότε (ο Υψηλάντης) ένα έγγραφο με το οποίο προτείνετο η ίδρυση μιας Εταιρίας με σκοπό τη συλλογή χρημάτων, με συνδρομές, που θα κατετίθεντο σε τράπεζα, για ένα χρησιμοποιηθούν για την απελευθέρωση της Ελλάδας, και μου ζήτησε να του εκφράσω τη γνώμη μου». 

 Επομένως όταν έφθασε το καταστατικό στην Αγία Πετρούπολη μετά τις 25 Μαρτίου ο Ξάνθος ζήτησε από τον Καντιώτη-«Αγαπητό να συναντηθεί με τον «Ευεργετικό» , απεπέμφθη και παρουσίασε το Καταστατικό στον Υψηλάντη, ο οποίος το έδειξε στον Καποδίστρια για να το εγκρίνει. 

 Ο Τέκτων ακαδημαϊκός Εμμ. Γ. Πρωτοψάλτης, ανέφερε, ότι μετά από συνεννόηση του Υψηλάντη, με τα μέλη της Εταιρίας στη Μόσχα, «ετέθη σε λειτουργία η «Φιλόμουσος και Φιλάνθρωπος Γραικική Εμπορική Εταιρία», δια της οποίας ηλπίζετο να συγκεντρωθούν πολλά εκατομμύρια για την Εθνικήν Κάσσαν» , την οποία ο Υψηλάντης σε επιστολή του τον Ιούλιο του 1820, ονόμαζε «Φιλογενική Κάσσαν», γράφοντας: 
 «Εντιμότατοι και ευγενέστατοι κύριοι Επίτροποι της εν Μόσχα Φιλογενικής Κάσσας». 

 Για το ακριβή ρόλο του Ξάνθου πρέπει να πούμε τα ακόλουθα:          Ο «Απόστολος της Μόσχας» , στην Κωνσταντινούπολη Νικόλαος Σκουφάς, πέθανε τις 31 Ιουλίου 1818. Όσο καιρό ήταν άρρωστος, η ομάδα του, είχε γίνει μπάχαλο. Ο Ξάνθος ,ήθελε να γίνει «χαλίφης στη θέση του χαλίφη», και τσακωνόταν με τον Αναγνωστόπουλο, ο Γαλάτης απαιτούσε να αναγνωρίσουν εκείνον αρχηγό, και ο Χρυσοσπάθης που είχε την «επαφή» με τη ρωσική πρεσβεία ,μέσω του Γαβριήλ Κατακάζη , είχε δημιουργήσει δική του ομάδα. 
 «Μέσα από τα σπλάχνα της «Εταιρίας», ξεφύτρωσε στην Κωνσταντινούπολη, μια « νέομορφος», εταιρία της οποίας διευθυντές ήσαν, «φιλόδοξοι κεφαλαί μέχρις εσχάτης κουφότητος», «άνθρωποι επιρρεπείς στις καινοτομίες», « άνθρωποι. που δεν ήξεραν τίποτα αλλά ήθελαν να δείχνουν ότι ήξεραν πολλά», που «ραδιουργούσαν » και δυσφήμιζαν την αδελφότητα ότι είχε χάσει την ευθεία οδό και ότι χρειαζόταν αναμόρφωση. Επειδή δε κάθε νεωτερισμός γοητεύει, πέτυχαν να τους παραδεχθούν μερικοί επιπόλαιοι, και απέδωσαν τα ίδια σημεία, τις ίδιες λέξεις, και της ίδιας λειτουργίες εκτός από μερικές ασήμαντες μεταβολές», έγραφε ο Φιλήμων. 
 Μπροστά σε αυτή τη δυσάρεστη κατάσταση, που απειλούσε την όλη προσπάθεια, και ενώ από την αγγλική και την αυστριακή πρεσβεία είχε ενημερωθεί η Υψηλή Πύλη, ότι η Ρωσία έστελνε «Αποστόλους» στην Πελοπόννησο, δόθηκε μέσω του ρώσου προξένου στη Σμύρνη Δεστούνη , εντολή από τη Μόσχα στον Τσακάλωφ, που βρισκόταν σε περιοδεία στην Σμύρνη και το Αϊβαλή, να σπεύσει στην Κωνσταντινούπολη, για να λύσει το πρόβλημα «Χρυσοσπάθη», που είχε κάνει δική του καρμπονάρικη οργάνωση, και να αποτρέψει την καταστροφή του μηχανισμού. 

 Οι «απόστολοι», ήσαν ο Αναγνωσταράς, ο Δημητρακόπουλος, ο Περραιβός και ο Φαρμάκης, που θα κατέβαιναν από τη Ρωσία στην Κωνσταντινούπολη και θα πήγαιναν στην Ελλάδα.

 Οι κίνδυνοι για την οργάνωση προήρχοντο εκτός από τον Χρυσοσπάθη, από τον Γαλάτη και ακολούθως από τον καυγά των Ξάνθου- Αναγνωστόπουλου. 

 O Ξάνθος μέχρι το 1818 δεν είχε δει ποτέ του τον Τσακάλωφ. Ούτε ο Σκουφάς ήξερε τον Τσακάλωφ. O Ξάνθος όμως ήξερε τον Σκουφά από την Οδησσό . 

Ξανασυναντήθηκαν το Μεγάλο Σάββατο του 1818 που έπεφτε στις 13 του Απρίλη, στην εκκλησία. 

 Ο Σκουφάς μαζί με τον Αναγνωστόπουλο και τον Λουριώτη έμεναν ακόμα στο καράβι που τους μετέφερε από την Οδησσό. 

Ο Τσακάλωφ, επέστρεψε από την Σμύρνη στην Κωνσταντινούπολη στις 25 Ιουλίου, έξι μέρες πριν τον θάνατο του Σκουφά, και αφού προσέλαβε στην «Αρχή» της Οργάνωσης της Κωνσταντινούπολης, τον Παναγιώτη Σέκερη από τον «Φοίνικα» , του Μαυροκορδάτου, περίμενε να επιστέψουν από τη Ρωσία οι οπλαρχηγοί, Αναγνωσταράς, Φαρμάκης, Περραιβός και Παναγιώτης Δημητρακόπουλος, οι οποίοι είχαν τις οδηγίες τους από τη Μόσχα, και τους μετέφερε το μήνυμα, ότι η γραμμή της Εταιρίας ήταν, «να μη φανεί ούτε γιδοκλέφτης», στην Πελοπόννησο. 

Όταν έφυγαν οι οπλαρχηγοί, ο Τσακάλωφ , πήρε νέα εντολή μέσω του Μόστρα που δούλευε στην Ρωσική Πρεσβεία να διώξει από την Κωνσταντινούπολη, τα ορφανά του Σκουφά, τον Αναγνωστόπουλο, και τον Ξάνθο. 

 Από την αφήγηση Αναγνωστοπούλου, στο πρώτο δοκίμιο του Φιλήμονα, γνωρίζουμε ότι το πρώτο θέμα που συζήτησε ο Τσακάλωφ με τους Ξάνθο- Αναγνωστόπουλο Τσακάλωφ ,ήταν το τι θα γίνει με τον Γαλάτη και αποφάσισαν να τον οδηγήσουν στη Μάνη για να κρατηθεί είτε από τον Μαυρομιχάλη είτε από τον Μούρτζινο. 

Σε κάθε περίπτωση που θα δημιουργούσε κίνδυνο θα τον σκότωναν αμέσως. 

Το «πρόβλημα Γαλάτης» το ανέλαβε προσωπικά ο Τσακάλωφ , αφού φαίνεται ότι είχε συγκεκριμένες οδηγίες . Στις συζητήσεις που έγιναν μετά τον θάνατο του Σκουφά , ο Τσακάλωφ πρότεινε στους άλλους δύο να φύγουν από την Κωνσταντινούπολη .

Ο Τσακάλωφ, έπεισε και τον Χρυσοσπάθη να πάει τελικά στην μέσα και έξω Μάνη.

 Έτσι, στις 22 Σεπτεμβρίου 1818, διαλύθηκε η ομάδα Σκουφά, και το Κέντρο της «δεύτερης οργάνωσης», στην Κωνσταντινούπολη, πέρασε ομαλά στους ανθρώπους του Φοίνικα. Τον Σέκερη.

 Μετά από αυτά, έστειλε τον Αναγνωστόπουλο στις ηγεμονίες στη θέση του Γαλάτη, τον Ξάνθο, που είχε καπαρώσει το Ταμείο, τον έστειλε στο πουθενά, στο Πήλιο για να αφήσει το Αρχείο στον Άνθιμο Γαζή.
Ο Λουριώτης, στάλθηκε στο Λιβόρνο , δίπλα στους Ζωσιμάδες, με τους οποίους συνεργαζόταν για την επανάσταση ο γιαννιώτης λόγιος Αναστάσιος Μοσπινιώτης. Ο Τσακάλωφ παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη, για να λύσει το ζήτημα Γαλάτης. 

Ο Παναγιώτης Δημητρακόπουλος, γύρισε στην Κωνσταντινούπολη το Νοέμβριο, κομίζων την επιστολή τον Πετρομπέη προς την Αρχή και τις αναφορές Αναγνωσταρά, Φαρμάκη, Περραιβού προς την Μόσχα, και λίγες μέρες μετά αναχώρησε ξανά μαζί με τον Τσακάλωφ και τον Γαλάτη, προς την Πελοπόννησο. Ο Δημητρακόπουλος ήταν που πυροβόλησε τον Γαλάτη.

ΥΓ. Οι «καλοθελητές» ρουφιάνοι και ηλίθιοι της Στοάς που κάνουν τον έξυπνο προσπαθούν  να χρησιμοποιήσουν  ως «αποδεικτικό στοιχείο» της «ιστορίας» των δολοφόνων του, το υπόμνημα του Καποδίστρια προς τον Τσάρο Νικόλαο, που  ήταν ένα πολιτικό κείμενο  με το οποίο απέκρουε τις κατηγορίες του Λονδίνου ότι αυτός οργάνωσε την ελληνική επανάσταση.

Η προσπάθεια να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό στοιχείο της ιστορίας των δολοφόνων του, είναι αφενός μεν αλητεία αφετέρου ανοησία.   Για να «πειστούν», τα παπαγαλάκια της Στοάς ο Καποδίστριας θα έπρεπε να γράψει στον Τσάρο:  «Έχουν δίκιο οι Άγγλοι Μεγαλειότατε . Σας εξαπάτησα και σας έκλεψα. Δέκα χρόνια καταχράστηκα της εμπιστοσύνης σας και των χρημάτων σας και τα Προξενεία που δημιούργησα στην Τουρκία ήταν  επαναστατικά Κέντρα της Επαναστάσεως που προετοίμαζα».

Σάββατο 9 Ιουλίου 2022

10/21 Ιουλίου 1774.Υπογράφηκε η συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή

 Σαν σήμερα, (με το Ιουλιανό ημερολόγιο) , υπογράφηκε σε ένα χωριό της Βουλγαρίας κοντά στην Σιλιστρία , το Κιουτσούκ Καϊναρτζή, που τώρα λέγεται Καϊνάρτζα και έχει 783 κατοίκους),  η συνθήκη με την οποία τερματίστηκε ο 6ος Ρωσο-τουρκικός πόλεμος. 

Την υπέγραψαν ο στρατάρχης  Ρουμιάντσεφ και ο Αχμέτ Ρεσμί Εφεντη , που αντικατέστησε τον Βεζύρη Μουχσινζάντε Μεχμέτ Πασά, ο οποίος αρρώστησε ξαφνικά κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων της υπογραφής της Συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή και τον πήγαν στην Κωνσταντινούπολη ξαπλωμένο σε φορείο. Πέθανε στον δρόμο στις 4 Αυγούστου 1774.
Ο Αχμέντ, είχε γεννηθεί από Έλληνες γονείς στο Ρέθυμνο το 1700. Ο Αχμέντ Ρεσμί Εφέντι ήταν ο Οθωμανός πρέσβης στη Βιέννη το 1757– 1758 και πρώτος Οθωμανός πρέσβης στο Βερολίνο το 1763 – 1764. Το 1768 τοποθετήθηκε Πρέσβης στη Ρωσία και πέρασε 6 χρόνια στο μέτωπο στη Βουλγαρία. Από το 1765 ήταν συνδεδεμένος με τον Μουχσινζάντε Μεχμέτ Πασά που ήταν Βεζύρης μέχρι το 1768 αλλά καθαιρέθηκε και μέσω της κατάπνιξης της εξέγερσης στην Πελοπόννησο αλλά επανήλθε στα πράγματα και το 1771 ξανάγινε Βεζύρης με βοηθό στο μέτωπο τον Αχμέντ Ρεσμί Εφέντι πού στις αραβικές πηγές αναφέρεται ως Αχμέντ, ο γιος του Ιμπραήμ ο Κρητικός.  

 Με τη Συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή, το Χανάτο της Κριμαίας απέκτησε την ανεξαρτησία του από τον Σουλτάνο, και οι Τατάροι της Κριμαίας, της Βεσσαραβίας και του Κουμπάν θα είχαν μόνο θρησκευτική σχέση από τον Σουλτάνο υπό την ιδιότητα του Χαλίφη. 
Η Ρωσία επέστρεψε στον Σουλτάνο 18 νησιά του Αιγαίου , καθώς και την Πελοπόννησο και αποχώρησε από τις Παρίστριες Ηγεμονίες, (Μολδαβία και Βλαχία) που επεστράφησαν μεν στον Σουλτάνο αλλά ετέθησαν σε ειδικό καθεστώς. 

 Οι Τούρκοι παρέδωσαν στους Ρώσους τα Φρούρια Γενικαλέ, Κερτς, Αζοφ κ.ά. επί του Ευξείνου Πόντου. 

Η Ρωσία εξασφάλισε το δικαίωμα να διατηρεί στόλο στον Εύξεινο Πόντο, αποκτώντας το δικαίωμα της ελεύθερης ναυσιπλοΐας των υπό ρωσική σημαία εμπορικών πλοίων σ' αυτόν, καθώς και του ελεύθερου εμπορίου των Ρώσων υπηκόων στην οθωμανική επικράτεια. 

Η Ρωσία επέβαλε και το (ασαφές) δικαίωμα προστασίας των ορθόδοξων χριστιανών υπηκόων της Πύλης από τον Τσάρο. 

Η Οθωμανική αυτοκρατορία υποχρεώθηκε σε καταβολή εξόδων πολέμου, τεσσάρων εκατομμυρίων χρυσών ρουβλίων. 

 Ο Σουλτάνος αναγνώρισε στη Ρωσία το δικαίωμα δημιουργίας ρωσικών προξενείων σε πόλεις της επιλογής της.

Τα Κείμενα της συνθήκης βρίσκονται στα ιταλικά τα ρωσικά και τα Τουρκικά. 

Ο Μεγάλος Βεζύρης Μουχσινζάτε Μεχμέντ Πασά και ο Αχμέντ Ρεσμί εφέντι υπέγραψαν τα τουρκικά και τα ιταλικά αντίγραφα της συνθήκης, ενώ ο Στρατάρχης . Ρουμιάνσεφ υπέγραψε τα ρωσικά και τα ιταλικά κείμενα. 

 Τα ρωσικά, τα ιταλικά και τα τουρκικά είναι οι μόνες τρεις γλώσσες στις οποίες γράφτηκαν πρωτότυπα αντίγραφα της συνθήκης, και σε περίπτωση απόκλισης μεταξύ του ρωσικού και του τουρκικού κειμένου, θα επικρατούσε το ιταλικό κείμενο.

Παρασκευή 8 Ιουλίου 2022

9 Ιουλίου 1816. Ο Καταστρεπτικός για την Ελληνική Επανάσταση και τους Φιλογενείς θάνατος του μέλλοντος βασιλιά των Ελλήνων Κωνσταντίνου Υψηλάντη

Στις 9 Ιουλίου 1816 πέθανε σε ηλικία 56 ετών στο Κίεβο,  μετά από ένα ταξίδι στην Αγία Πετρούπολη ο Κωνσταντίνος Υψηλάντης.
 
Ο Κωνσταντίνος Υψηλάντης είχε μεταβεί την άνοιξη του 1816, στην Αγία Πετρούπολη για να ενεργοποιήσει τις υποσχέσεις που του είχε δώσει το 1806, ο Τσάρος Αλέξανδρος, για την απελευθέρωση των Ελλήνων, υποβάλλοντας ένα σχέδιο «για την Ανατολή». 

 Είναι απολύτως βέβαιο, ότι στις συζητήσεις αυτές συμμετείχε και ο Ιωάννης Καποδίστριας. 
Δυστυχώς ούτε από το αρχείο Καποδίστρια ούτε από το αρχείο Υψηλάντη ούτε από τα ρωσικά αυτοκρατορικά αρχεία έχει φωτιστεί το περιεχόμενο αυτών των συνομιλιών. 

Ο Υψηλάντης είχε τρεις συναντήσεις με τον Τσάρο που κατέληξαν ανεπιτυχώς. Επέστρεψε στο Κίεβο όπου διέμενε όπου και πέθανε. 
Το ότι ο θάνατός του προκλήθηκε από την θλίψη του, μπορεί να μην είναι μόνο «ρομαντική» διατύπωση, αφού άλλωστε υπέφερε από την καρδία του, όπως και τα παιδιά του, Αλέξανδρος, Νικόλαος και Δημήτριος. 
Ο ξαφνικός θάνατος του συζητήθηκε τότε σε όλη τη Ρωσία και παρουσιάστηκε ως «αρκετά μυστηριώδης» . 
Ο Θάνατός του πάντως άφησε ακέφαλη την Ελληνική Επανάσταση αφού αυτός θα ήταν ο μέλλων βασιλεύς των Ελλήνων. 
Ο Κωνσταντίνος Υψηλάντης ως Μέγας Διερμηνέας πέτυχε την Ρωσσοτουρκική συμμαχία κατά των Γάλλων και δημιούργησε την Επτάνησο Πολιτεία.
 Στις 5 Μαρτίου, άρχισε η Ρωσσοτουρκική Κατοχή των Ιονίων Νήσων και στις 8 Μαρτίου 1799 διορίστηκε ηγεμών στης Μολδαβίας όπου παρέμεινε ως τις 4 Ιουλίου 1801. 
Την 1η Σεπτέμβριου του 1802 ανέλαβε την ηγεμονία της Βλαχίας όπου παρέμεινε ως τον Αύγουστο του 1806, οπότε ο Γάλος πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη Οράτιος Σεμπαστιάνι πέτυχε την καθαίρεση του επειδή, «υποστήριζε τη ρώσικη πολιτική» και «βοηθούσε τη σερβική επανάσταση». 
Ο Υψηλάντης αποστάτησε από τους Τούρκους και ανακηρύχτηκε από τους Βογιάρους Ηγεμών την Ενωμένης Βλαχίας και Μολδαβίας. 
Σε αντίποινα ο Σουλτάνος διέταξε τον αποκεφαλισμό του 80χρονου πατέρα του Αλέξανδρου και δήμευσε την περιουσία των Υψηλαντών . 
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης αποκεφαλίστηκε στις 13 Ιανουαρίου 1807.
Με την είσοδο στις ηγεμονίες των ρωσικών στρατευμάτων στις 27 Δεκεμβρίου 1806 αναγνωρίστηκε ως Ηγεμών της Ενωμένης Βλαχίας και Μολδαβίας από τους Ρώσους. 
Ο Υψηλάντης, υπήρξε και αυτός θύμα της συνθήκης του Τιλισίτ και υποχρεώθηκε να φύγει από το Βουκουρέστι στις 28 Αυγούστου 1807 και να μεταβεί στο Ιάσιο, από όπου υποχρεώθηκε να φύγει στις 17 Σεπτεμβρίου 1807 και να ζητήσει άσυλο στην Ρωσία. 
Στον Κωνσταντίνο Υψηλάντη δόθηκε καταφύγιο στο Κίεβο. 
Για ένα μικρό χρονικό διάστημα το 1808 αναγκάστηκε να ζήσει στη Μόσχα χωρίς τα άλλα μέλη της οικογένειας. Στη Μόσχα ο Υψηλάντης συνεννοήθηκε με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο τον Φυραρή ο οποίος ηγείτο του μηχανισμού του «Φοίνικα» και από κοινού αποφάσισαν την συγκρότηση Επαναστατικής Εταιρείας με σκοπό την απελευθέρωση του Γένους. 
Σε αυτή την Συμφωνία προσχώρησε το 1811 ο Ιωάννης Καποδίστριας όταν επισκέφτηκε τον Μαυροκορδάτο στη Μόσχα.

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2022

Επτάνησος Πολιτεία 1800-07: Η εξαφανισμένη Ιστορία

… ετέθη επί Γαλαζίου Πανίου της σημαίας ο παλαιός της Βενετίας λέων κιτρινόχρωμος και πτερωτός, κρατών το ευαγγέλιον κεκλεισμένον και επέχον σταυρόν, και επ’ αυτού επτά λόγχαι ως σύμβολον της Επτανήσου ομοσπονδίας.

Συμπληρώνονται σήμερα 222 χρόνια από την ίδρυση του πρώτου νεότερου ελληνικού κράτους. Ασφαλώς δεν θ’ ακουστεί κάτι από το ανεξάρτητο Γραικικό κράτος – επαρχία των Βρυξελλών και υποτελές στη Φρανκφούρτη.

Με την de facto κατάργηση της Ιουλιανής Συνθήκης του 1827, (δηλ. με το κράτος των Glücksburg του 1864) το Ελληνικό κράτος προσπάθησε να πείσει ότι η Επανάσταση του 1821 προήλθε από τη νεωτερική τάση. Στην προσπάθεια αυτή, έχτισε μια ιστορία στην οποία ΔΕΝ χωρούσε το ΠΡΩΤΟ Ελληνικό κράτος: Η ΕΠΤΑΝΗΣΟΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑ (1800-07).

Το ιστορικό είναι περισσότερο πολύπλοκο, καθώς το χτίσιμο ξεκίνησε με το κράτος της αντιβασιλείας (1833) στο οποίο εναντιώθηκαν οι Ρώμας-Κολοκοτρώνης. Αλλά κι αυτό είναι ατελές, καθώς η μεγάλη αντίδραση της νεωτερικότητας προς την πραγματική ιστορία ξεκίνησε το 1826-27. Ήταν τότε που ο Καποδίστριας αυτοδεσμεύτηκε πως η Φιλόμουσος Εταιρεία δεν σχετιζόταν ούτε με τον Ρήγα, ούτε με τον Σκουφά. Ήταν τότε που ο Ξάνθος πιέστηκε για πρώτη φορά να πιστοποιήσει μια Οδησσό ανεξάρτητη από τη Μόσχα και -κυρίως- από τη Βιέννη του 1814.

Το μεγάλο ερώτημα: Γιατί η νεωτερικότητα που τελικά επικράτησε στην Ελλάδα, εξόρισε από την ιστορία το μεγάλο δημοκρατικό κεφάλαιο, την Επτάνησο Πολιτεία (Repubblica Settinsulare); Γιατί πήδηξε από τον Ρήγα στο 1814; Γιατί αποσύνδεσε την Ελληνική Νομαρχία από το πλαίσιό της και την κατέγραψε ως πρόγονο του 21;

Η απάντηση είναι κατ’ αρχήν απλή, αλλά η συνολική απόδειξη είναι σύνθετη και δύσκολη. Σε μια ιστορία που προσπαθεί με το ζόρι να ισορροπήσει το 1821 επί μιας μυθικής ιδρυτικής τριάδας της Οδησσού δεν χωρούν επιπλέον προβλήματα. Σε μια ιστορία που έχει κρύψει τη βάση της ανοιχτής σύγκρουσης (1824, 1832, 1839) ή την ίδια τη σύγκρουση (1818) δεν χωρά η σύγκρουση του 1803 και του 1805. Δεν χωρά η σύγκρουση 1797-99 που δημιούργησε την Επτάνησο Πολιτεία. Σε μια ιστορία «Εθνική» με τη στενή έννοια δεν χωρά η εξιστόρηση κεφαλαίων όπου εμφανίζεται το υπερεθνικό έθνος. Σε μια ιστορία όπου οι «Γραικοί» ξεκινούν μια Επανάσταση που αιφνιδιάζει τον τσάρο και ταράζει τους Liverpool, Londonderry, Metternich επειδή την θεωρούν νεωτερική, δεν χωρά μια προϊστορία στην οποία φαίνεται πως η Ελληνική Επανάσταση έχει μόνο πολιτικό πρόβλημα και είναι εξαρχής και διαρκώς ένα διεθνές πρόβλημα που πρέπει οι ευρωπαίοι να διευθετήσουν μεταξύ τους ξεκαθαρίζοντας έτσι αν υπάρχει -και γιατί- αντιοθωμανική πολιτική. Σε μια ιστορία όπου ο Κοραής καταγράφεται ως αμφισβητίας του Βοναπάρτη δεν χωρά αναμόχλευση της διαρκούς φιλοναπολεόντειας κοραϊκής στάσης. Σε μια ιστορία του 21 όπου οι Βούλγαροι, Βλάχοι, Σέρβοι … καταγράφονται ως «άλλοι βαλκανικοί λαοί» δεν χωρούν οι σχετιζόμενοι μεταξύ τους Κων. Ροδοφοινίκης, Κωνσταντίνος Υψηλάντης, Καραγιώργης, Νικοτσάρας, Ι. Καποδίστριας από την περίοδο 1804-1812. Δεν χωρά το Δοκίμιον περί Πατριωτισμού στο οποίο αντιτίθεται η Ελληνική Νομαρχία. Σε μια ιστορία όπου το κράτος θα λέει ότι δημιουργήθηκε από το γεννηθέν ελληνικό έθνος, δεν χωρά ένα προηγηθέν κράτος το οποίο τριάντα χρόνια πριν έχει δηλώσει ότι ιδρύθηκε από την αναγέννηση του ελληνικού έθνους.

Κατά τραγική ειρωνεία, το πρώτο ελληνικό κράτος θα ενταχθεί στο «πρώτο» (όπως συνηθίζουμε να λέμε) νεότερο ελληνικό κράτος την εποχή που de facto τερματίζεται η ρωσική επιρροή. Η Ελλάς έκτοτε ουσιαστικά ανήκει στη Δύση, όμως ο υπεύθυνος για την οργάνωση της Επανάστασης δεν έχει φανεί. Ο ρόλος της Μ. Βρετανίας από το 1809, η Φιλόμουσος-Ιανός του 1813-14 και η Επτάνησος Πολιτεία 1800-07 με το «Βυζαντινό» (=Κωνσταντινουπολίτικο) Σύνταγμα παραμένουν στο σκοτάδι.

Ο κατάλογος αυτός μπορεί να διευρυνθεί και οι τεράστιες προεκτάσεις του να δώσουν μια πολύ πιο πλήρη εικόνα για το διάστημα 1797-1814 ώστε να γίνει η βάση μιας υγιούς ιστορικής αναφοράς στο 1821. Σε κάθε περίπτωση, η καρδιά της απάντησης είναι η εξής: Την εύθραυστη, επίσημη εξήγηση του ελληνικού κράτος του 1830 δεν μπορούσε να διαταράξει η προσθήκη του κράτους που ιδρύθηκε το 1800, αναγνωρίστηκε διεθνώς το 1802 και εξαφανίστηκε μυστηριωδώς το 1807. Δεν μπορούσε το αφήγημα της «Γραικικής Ανεξαρτησίας» να περιλάβει την Επτάνησο Πολιτεία. Ο λόγος: «Ανεξαρτησία» σήμαινε κράτος «ανεξάρτητο από την Κωνσταντινούπολη», δηλαδή, από τον Πατριαρχικό θεσμό και το υπερεθνικό όραμα. Και το κράτος του 1800 πριν λάβει την ανεξαρτησία του και την διεθνή του αναγνώριση, είχε θεμελιώσει την ύπαρξή του, είχε στηρίξει τη γέννησή του στο Οθωμανικό κράτος· κι αυτό είναι τεράστιας σημασίας και ενδεικτικό των προθέσεων, αν κάποιος λάβει υπόψη του ότι στα Επτάνησα δεν υπήρχε οθωμανικό προηγούμενο.

Ας δούμε λοιπόν τι δήλωνε για την εξέλιξη τον Οκτώβριο του 1803 ο πρώτος «πρόεδρος του ελληνικού κράτους», ο πρόεδρος της Ιονίου Γερουσίας Σπυρίδων Θεοτόκης κατά τη διαδικασία εκλογής αντιπροσώπων προς κατάρτιση Συντακτικής Συνέλευσης:

Αναγεννηθέν επί τέλους το έθνος μας, ιδού: απέκτησεν όνομα Ελληνικόν, πατρίδα Ελληνικήν και Ελληνικήν Ελευθερίαν.

Συνθήκη της 21ης Μαρτίου 1800, υπογράφηκε στην Κωνσταντινούπολη και ξεκινούσε ως εξής:

Εν ονόματι του Παντοδυνάμου Θεού

Οι τόποι οι ανέκαθεν υποκείμενοι εις την πολιτείαν της Βενετίας, αφού μετέβησαν υπό την κυριότητα των Γάλλων, ήδη ηλευθερώθησαν εκ του τυραννικού ζυγού παρά των ηνωμένων στόλων Ρωσσίας και Υ. Πύλης. Νυν δε παρακινούμενοι δι’ ομοθύμων ευχών και προτροπών των νησιωτών, η Α. Μ. ο Αυτοκράτωρ πασών των Ρωσσιών και η Α. Μ. ο Αυτοκράτωρ των Οθωμανών, συνεφώνησαν να διατηρήσωσι τας αρχάς δικαιοσύνης, μετριότητος και αφιλοκερδείας, αρχάς, ων η εκτέλεσις πασιφανέστερον και εκδηλότερον ωρίσθη εν τη συνθήκη της αλληλεγγύου συμμαχίας και υπερασπίσεως.

Οι πρεσβευτές του ελληνικού έθνους Νικόλαος Γραδενίνος Σιγούρος κόμης δε Σύλλας και κόμης Αντώνιος Μαρίας Καποδίστριας έφιπποι και τιμώμενοι στην Κωνσταντινούπολη (1/11/1800).

Αντωνομαρία Καποδίστριας, ο ένας από τους δυο πρεσβευτές του ελληνικού έθνους στην Κωνσταντινούπολη του 1800

Σύμφωνα με τον Επτανήσιο ιστορικό Παναγιώτη Χιώτη, “Η α΄ Νοεμβρίου των 1800 ωρίσθη, καθ’ ην υπό αισίους οιωνούς έμελλον να παρουσιασθώσιν προς την Υ. Πύλην επισήμων οι πρεσβευταί και προσάξωσι την σημαίαν. Διό την ημισείαν ώραν πριν μεσημβρίας ο κόμης Αντώνιος Καποδίστριας και ο κόμης Νικόλαος Σιγούρος Δεσύλλας έφιπποι διευθύνοντο προς τον Τοπχανάν, προπορευομένου ουλαμού γενιτσάρων και εφεπομένου του διερμηνέως, του γραμματέως της πρεσβείας και δορυφορούντων υπηρετών οίτινες περιβλήθησαν εφεστρίδας (livrée). Αφιχθέντες προς τον ενταύθα αιγιαλόν, κατέβησαν των ίππων και επιβάντες εις μεγαλοπρεπές πλοίον, διέπλευσαν κατά το Βακσεσαράϊον, παρακολουθούμενοι υπό  πολυαρίθμων πλοιαρίων και λεμβών γραικικών φερόντων πληθύν ικανήν περεπιδήμων νησιωτών και ομογενών. Κατά την αποβάθραν του Βαλσεκαπί εφ’ ίππων πλουσιοστολίστων και κεκοσμημένων χρυσοχαλίνοις και αργυρωμένοις εφίπποις, άτινα απεστάλησαν παρά της Πύλης, δορυφορούμενοι υπό Τζοχαδαρέων και Τσαουσίδων και 24 Γιανιτσάρων εφίππων και ακολουθούμενοι υπό συνοδείας πεζών και εφίππων ομογενών, αφίχθησαν εις το Βασιλικόν Σεράιον. Εκεί αφιππεύσαντες, ανέβησαν την κλίμακα του Παλατίου του Διβανίου. Και δεξιωθέντες εν τη αιθούση υπό του μεγάλου διερμηνέως της Πύλης, παρεισήχθησαν πρώτον προς τον Κεχαγιάμπεην, και είτα προς τον Ρεϊζεφέντην· ένθα εφιλοφρονήθησαν με γλυκίσματα, καφέν, ποτά, μυρωδικά και ύδωρ, και με μανδύλια χρυσοκέντητα, σημείον μεγάλης ευνοίας. Ακολούθως μετέβησαν εις τον αντιθάλαμον· είτα εις τον της ακροάσεως του μεγάλου Βεζύρου, ένθα προσκυνήσαντες εκάθησαν επί των συνήθων καθιδρών των πρέσβεων. Τότε ο κόμης Καποδίστριας εξεφώνησε σύντομον και ανάλογον προσλαλιάν. Ο δε Βεζύρης απήντησε τα δέοντα. Αφού δε πάλιν εδόθησαν αυτοίς τα συνήθη ποτά και γλυκίσματα, ο Τζασίσπεης εν μεγάλη πομπή έφερεν προς τον Βεζύρην το δίπλωμα και το σύνταγμα εντός θυλακίου αργυρού, και την σημαίαν. Τότε ο Βεζύρης σηκωθείς, έλαβεν αυτήν και προσαγωγών τω στόματι εφίλησεν. Και είτα επιθέμενος τη κεφαλή κατ’ έθος ανατολικόν, ενεχείρισε προς τον κόμητα Αντ. Καποδίστριαν, ος και αυτός τη αυτή τελετή παρέδωκε το δίπλωμα και το σύνταγμα προς τον γραμματέα, και την σημαίαν προς ένα πλοίαρχον Κεφαλλήνα εκεί παρόντα. Ο δε μέγας Βεζύρης δίδων την σημαίαν και το δίπλωμα, ηυχήθη διηνεκή διάρκειαν, τα πολλά έτη, και ευτυχίαν προς την νέαν Πολιτείαν. Μετά ταύτα οι μεν πρεσβευταί ενεδύθησαν Σαμαρόγουναν, ο δε γραμματεύς και διερμηνεύς με γούναν κακουμίου. Διενεμήθησαν και 24 καφτάνια προς τους εγκριτωτέρους της συνοδείας. Τελειωθείσης της τελετής, εσηκώθησαν οι πρεσβευταί και επροσκύνησαν τον Βεζύρην, και εξήλθον προς την μεγάλην αίθουσαν του Διβανίου, όπου ανεπετάσθη η σημαία. Τότε άπαντες οι παρεστώτες Τούρκοι εκραύγαζαν τρις ευτυχία και πολλά τα έτη τη νέα Πολιτεία. Οι δε ομοεθνείς το ζήτω η νέα Πολιτεία.

Οι πρεβευταί ακολούθως κατέβησαν την κλίμακα, συνοδευόμενοι πρά του μεγάλου διερμηνέως. Και αναβάντες τους ίππους προπορευομένων των Γιανιτσάρων, Τσαουσίδων, γραμματέως και διερμηνέως της πρεσβείας, και του Κεφαλλήνος πλοιάρχου εφίππου, φέροντος ανοικτήν την σημαίαν και παρακολουθούμενοι παρά της συνήθους θεραπείας, μετέβησαν εις την μεγάλην αυλήν του Πατριαρχείου. Εκεί αφιππεύσαντες εισήλθον εις την εκκλησίαν, ένθα προαπαντηθέντες υπό εξ επισκόπων φερόντων τα αρχιερατικά άμφια· και υπό τεσσάρων ιερέων κρατούντων το ευαγγέλιον, τον Σταυρόν, την εικόνα της Υπεραγίας [Θεοτόκου] και την του Ιησού Χριστού, προσεώρησαν κατά τον αρχιερατικόν θρόνον, προπορευομένου αεί του σημαιοφόρου, και επροσκύνησαν τον Πατριάρχην όρθιον επί του θρόνου, ευλογούντα αυτούς και την σημαίαν, συμπαρισταμένης όλης της αγίας συνόδου των επισκόπων. Εστάθησαν δε επί δυο προπαρασκευασμένων δια τους ηγεμόνας στασιδίων οι δυο πρεσβευταί και οι άλλοι εν ετέτοις κατωτέροις. Ποιηθήσεις δε δοξολογίας και δεήσεως προς τον Ύψιστον υπέρ ευημερίας της Πολιτείας, και ευλογηθείσης της σημαίας παρά του Πατριάχου, εξεφωνήθη λόγος παρά σεβασμίου τινός ιερέως και είτα εψάλθη πολυχρονισμός προς την νέαν Πολιτείαν και τους πρεσβευτάς τους συνεργήσαντας προς ανέγερσιν και στερέωσιν αυτής. …”

“Ολίγους μήνας έπειτα εγκατασταθείς μετά την αναχώρησιν των δυο πρεσβευτών, πρέσβυς παρά τη Οθωμανική Πύλη ο κόμης Θωμάς Λευκόκιλλος Κεφαλλήν, εποιείτο άλλην τελετήν, μελλούσης της σημαίας να υψωθή το πρώτον επί εμπορικού πλοίου. Επί τούτω ουν ωρίσθη το εν Κωνσταντινουπόλει ελλιμενιζόμενον τότε βρίκιον η Αγία Τριάς του πλοιάρχου Γερασίμου Κοντογούρη Κεφαλλήνος. Ειδοποιηθείσης ουν της Πύλης τας 20 Μαρτίου 1801, και συνεναισάσης δια φιρμανίου ότι, καίτοι εμπορικού του πλοίου, έτοιμος ήτον ο απονεμηθησόμενος ασπασμός, το βρίκιον άνευ σημαίας ανήχθη εις την κλίμακα Καρακίου, διαπλέων κατά την Ασιανήν παραλίαν παρά τη νήσω του Πρίγγιπος. Εντός δεν αυτού προσκομιζόμενος ο πρέσβυς της Πολιτείας μετά της συνοδείας, παραπλεούσης επί 6 λεμβών τριρέμων, ευλόγησε την σημαίαν, ήτις δι’ ευφημιών και κανονοβολισμών παρά του πλοίου υψώθη. Αύθις πλησίστιον το πλοίον διαπλέον την θάλασσαν εν βραχεί έφθασε παρά τα άκρα του Βασιλικού Σαραγίου και με 21 κανοβολήν εχαιρέτα το Αυτοκρατορικόν οίκιμα. Το Κίσσιον του Σουλτάνου είχεν ανοικτά 4 παράθυρα πλήρη μεγιστάνων θεωμένων, εν οις διεκρίνετο ο Σουλτάνος κρατών τηλεσκόπιον, ως εξηκρίβωσαν καλώς οι εν τω πλοίω. Το πλοίον είτα περιστραφέν αφίχθη απέναντι του Τοπχανέ, ένθα πάλιν επανέλαβεν τον χαιρετισμόν δια κανονοβολισμού. Το δε φρούριον ανταπέδωκεν τα όμοια· πράγμα ο ουδέποτε συνέβη, ως λέγουσιν, ούτε εις αυτά τα διερχόμενα πολεμικά πλοία των φίλων δυνάμεων. Ευθύς δε και τα λοιπά πλοία τα εκεί ελλιμενιζόμενα, ύψωσαν δια κανονοβολισμών την σημαίαν των. Και εχαιρέτησαν δια ευφημιών το βρίκιον, το οποίον τότε ύψωσε τρεις Ιονίους σημαίας εις την κεραίαν, τον ιστόν και την πρώραν. Πληθύς δε λαού συνέρρευσεν εις το θέαμα κατά την παραλίαν Τοπχανά και το πλησίον πέλαγος επί λεμβών και πλοιαρίων. Ο πρέσβυς απεβιβάσθη κρότω και πατάγω κανονοβολισμών. Ο λαός εζητωκραύγει και τη νέα Πολιτεία ηύχετο τα πολλά έτη και την ευτυχίαν. Περί την δύσιν του ηλίου το πλοίον με πέντε κανονοβολισμούς κατεβίβαζε την εθνικήν σημαίαν.”

Κοραής, Άσμα Πολεμιστήριον των εν Αιγύπτω περί Ελευθερίας μαχομένων Γραικών (κατάληξη)

Ποια λοιπόν ήταν η εθνική σημαία” του 1800; Ποια ήταν η “ελληνική ελευθερία” για την οποία πανηγύρισε ο Θεοτόκης το 1803; Ως προς το δεύτερο, είναι προφανές πως ήταν διαφορετική από την “γραικική ελευθερία” στην οποία κάλεσε το έθνος ο Κοραής το 1800 με το “Άσμα Πολεμιστήριον”. Ως προς το πρώτο, ο Π. Χιώτης [Ιστορικά απομνημονεύματα της νήσου Ζακύνθου, τ. Γ΄] μας δίνει μια σημαντική -αν και ατελή- πληροφορία:

“Ο δε Φοίνιξ ο εισηγηθείς παρά τινών ως σύμβολον εθνικής αναγεννήσεως και προάγγελος ελπίδων προς ανάστασιν όλου του έθνους, απεβλήθη παρ’ αυτών [ορισμένων αριστοκρατών] ως νεωτερίζουσα ιδέα. Αντ’ αυτού δε ετέθη επί Γαλαζίου Πανίου της σημαίας ο παλαιός της Βενετίας λέων κιτρινόχρωμος και πτερωτός, κρατών το ευαγγέλιον κεκλεισμένον και επέχον σταυρόν, και επ’ αυτού επτά λόγχαι ως σύμβολον της Επτανήσου ομοσπονδίας.”

Στέργιος Ζυγούρας

Πέμπτη 17 Μαρτίου 2022

17 Μαρτίου 1821. Η κήρυξη της Επανάστασης στην Πελοπόννησο και η ύψωσης της γαλανόλευκης. στο Μικρό Λιβάδι, (Τζίμοβα), τη σημερινή Αρεόπολη, στον Ιερό Ναό των Παμμέγιστων Ταξιαρχών.

 Η Επανάσταση της Πελοποννήσου,(και όχι μόνο της Μάνης), κηρύχτηκε στις 17/29 Μαρτίου 1821 στο Μικρό Λιβάδι, (Τζίμοβα), τη σημερινή Αρεόπολη, στον Ιερό Ναό των Παμμέγιστων Ταξιαρχών.

Εκεί έγινε η δοξολογία και υψώθηκε η λευκή Σημαία με τον κυανό Σταυρό, και δόθηκε ο Όρκος. «Ταν ή επί Τας» και «Νίκη ή Θάνατος».

 « Ορκίζομαι, εις το όνομα του Παντοδύναμού Θεού, εις το όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και της Αγίας Τριάδος, να χύσω και την υστέραν ρανίδα του αίματός μου, υπέρ πίστεως και Πατρίδος. Ορκίζομαι, να μη βλέψω εις τα όπισθεν εάν δεν αποδιώξω τον εχθρόν της Πατρίδος και της Θρησκείας μου».

Ορκίζομαι,  υπέρ Πίστεως και Πατρίδος, «Ταν ή επί Τας» και «Νίκη ή Θάνατος».

Μετά από τη δοξολογία, τα Μανιάτικα σώματα με επικεφαλής τον Πετρόμπεη, βάδισαν προς την Καλαμάτα, την οποίαν ελευθέρωσαν στις 23 Μαρτίου/ 4 Απριλίου.

Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2022

17 Ιανουαρίου 1821. Ο Θεόδωρος Βλαδιμηρέσκου σύμφωνα με το σχέδιο Καποδίστρια μπήκε στο Βουκουρέστι και δημοσίευσε τις «απαιτήσεις του λαού»

Οι απαιτήσεις του Ρουμανικού λαού ήταν ένα συνταγματικό έγγραφο 30 σημείων που συνέταξε ο Βλαδιμηρέσκου στα οποία τονιζόταν ότι ο στόχος της επανάστασης, ήταν να τεθεί τέλος στην ανάμιξη των ξένων δυνάμεων στις εγχώριες υποθέσεις της και η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων. Κατηγορούσε επίσης τον ηγεμόνα Αλέξανδρο Σούτζο, (που πέθανε την επομένη), του Βογιάρους κα τους Κληρικούς. Δύο ημέρες πρινο Βλαντιμιρέσκου είχε στείλει επιστολή στην Οθωμανική Αυλή , δηλώνοντας ότι στόχος του δεν ήταν τα οθωμανικά συμφέροντα αλλά το καθεστώς των Φαναριώτων και η καταπίεση των Βογιάρων και των Επισκόπων. Εμφανιζόταν δηλαδή σαν Ιακωβίνικος αντάρτης που δικαιολογούσε μια επέμβαση της Ιεράς Συμμαχίας, όπως είχε γίνει στην Νάπολι

Σάββατο 15 Ιανουαρίου 2022

Τα ψέματα της Στοάς και των δολοφόνων του Καποδίστρια για την δήθεν άρνηση του Καποδίστρια να αποδεχτεί την πρόταση του Ξάνθου να αναλάβει αρχηγός της ανύπαρκτης και πρωταπριλιάτικης Φιλικής Εταιρείας

 

 Γράφει ο Σπυρίδων Χατζάρας 

 Στο διαδίκτυο, αντιγράφοντας το «μασονικό» ΙΣΤΟΡΙΚΟN ΕΠΕΤΕΙΟΛΟΓΙΟN του 7ου Επιτελικού Γραφείου του Γενικού Επιτελείου Στρατού, γράφουν οι δοξάζοντες την Στοά και την ρουφιανοκρατία ότι στις 15 Ιανουαρίου 1820, «ο Καποδίστριας, εκτιμώντας ότι μπορούσε να προσφέρει περισσότερα στον Αγώνα από την θέση του Υπουργού Εξωτερικών του Τσάρου και αμφιβάλλοντας για τις δυνατότητες της Φιλικής Εταιρείας, δεν αποδέχεται την πρόταση του Ξάνθου να αναλάβει την ηγεσία της τελευταίας». 
 
Λοιπόν, ο Ξάνθος πήρε ειδική σύνταξη από τον Ρότσιλντ ως επιβράβευση, επειδή ισχυρίστηκε ψευδώς ότι πρότεινε στον Καποδίστρια να αναλάβει αρχηγός της οργάνωσης της οποία ήταν ο Αρχηγός

 Η τρισυπόστατη ΑΡΧΗ της Παλιγγενεσίας ήταν ο Κωνσταντίνος Υψηλάντης, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ο Φιραρής και ο Ιωάννης Καποδίστριας . 
Μετά τον θάνατο των δύο από την «Αγία Τριάδα» απέμεινε μόνος αρχηγός ο Ιωάννης Καποδίστριας, τον οποίο ουδέποτε συνάντησε στην Αγία Πετρούπολη ο Ψεύτης και πλαστογράφος της Στοάς, Μανωλάκης Ξάνθος.

 Ο «ψευτοσυναρχηγός», έφθασε στη Μόσχα «τον Δεκέμβριο του 1819», και αναχώρησε για την Αγία Πετρούπολη στις «αρχές το Ιανουαρίου».
 Ο Ξάνθος που δεν έδωσε ημερομηνίες στις διάφορες εκδοχές απομνημονευμάτων ισχυρίστηκε ότι έγινε δεκτός από τον Καποδίστρια, δύο μέρες μετά την να άφιξή του στην Αγία Πετρούπολη. 
 Ο Εμμ. Πρωτοψάλτης, πρότεινε εσφαλμένα ως ημερομηνία συνάντησης, την Πέμπτη 15η Ιανουάριου. 
 Το ταξίδι από τη Μόσχα στην Αγία Πετρούπολη είναι σήμερα με το τραίνο μερικές ώρες. Τότε κράταγε από δύο μέχρι οκτώ μέρες. 
 Ο Ξάνθος, στα «κακοήθη ψεύδη» του, ισχυρίζεται πως, εφοδιασμένος με συστατική επιστολή του Άνθιμου Γαζή, έφτασε στην Αγία Πετρούπολη, στις 15 Ιανουαρίου του 1820 και την επομένη, 16 του μήνα, υπέβαλε αίτηση να δει τον Καποδίστρια.
 Πότε υποτίθεται ότι τον δέχτηκε ο Καποδίστριας δεν θυμόταν.
   Ο Καποδίστριας, στο υπόμνημά του προς τον Τσάρο Νικόλαο, δεν αναφέρθηκε καθόλου στην επίσκεψη Ξάνθου, ενώ αναφέρθηκε στον Καμαρινό, ο οποίος μάλιστα του είχε δημιουργήσει αρκετά προβλήματα. 
Είναι επομένως εύλογο να υποθέσουμε ότι ο Καποδίστριας δεν αναφέρθηκε σε αυτήν γιατί δεν έγινε. 
Η επιφύλαξη για το αν συναντήθηκε ο Ξάνθος με τον Καποδίστρια, η επικοινώνησε μόνο μέσω του Καντιώτη-«Αγαπητού», πηγάζει από το γεγονός ότι καμιά άλλη πηγή δεν αναφέρεται σε αυτήν.
 Άλλωστε, πρώτη διατύπωσε αμφιβολία για το αν έγινε η συνάντηση, η καθηγήτρια Ελένη Κούκου. 
 Ο Ξάνθος , δεν συνδεόταν με την αναζήτηση αρχηγού , ούτε με την «μύηση» και με την συμμετοχή στην «Εταιρία των Φιλικών», του Καποδίστρια και του Αλέξανδρου Υψηλάντη, αλλά με την ίδρυση από τους εμπόρους της Μόσχας, της «Φιλομούσου και Φιλανθρώπου Γραικικής Εμπορικής Εταιρίας», τους οποίους και εκπροσωπούσε.
 Από την αλληλογραφία Ξάνθου-Κομιζόπουλου, προκύπτει ότι στις 15 Μαρτίου 1820, ο «Ξενοφωντίδης» -Παξιμάδης, ολοκλήρωνε τη συγγραφή του καταστατικού, το οποίο θα το έστελναν στη συνέχεια στην Αγία Πετρούπολη, και το οποίο θα έπρεπε να το παρουσιάσουν στον «Ευεργετικό», δηλαδή στον Καποδίστρια. 
 Επομένως, αφού η αποστολή του Ξάνθου ήταν να παρουσιάσει το Καταστατικό της «Φιλομούσου και Φιλανθρώπου Γραικικής Εμπορικής Εταιρίας», στον Καποδίστρια το οποίο δεν ήταν έτοιμο ούτε τον Μάρτιο, είναι αδύνατο να τον συνάντησε τον Ιανουάριο. 
 Ο Αναγνωστόπουλος ,αφηγήθηκε στον Φιλήμονα, έναν διάλογό του με τον Υψηλάντη, όταν τον συνάντησε ατο Κισινιέφ, ως απεσταλμένος του Κέντρου της Πίζας, και ο Υψηλάντης του είχε ειπεί :
 «Αναδεχθείς την πρότασιν την οποίαν μ’ εκάματε δια του Ξάνθου και πληροφορούμενος τα μετά του Καποδίστρια συμβάντα εξηγήθην με τούτον και μείναμε σύμφωνοι σ’ όλα.» 
Ο Αναγνωστόπουλος ρώτησε : «Γιατί ο Ξάνθος απεπέμφθη από τον Καποδίστρια»; και ο Υψηλάντης απάντησε : «Διότι ο Καμαρινός είπε πολλά εναντίον σας». 
 Αυτή είναι η μόνη αναφορά για πιθανή έμμεση επαφή του Καποδίστρια με τον Ξάνθο. 
 Αλλά η φράση, «πληροφορούμενος τα μετά του Καποδίστρια συμβάντα» , να αναφέρεται στην αποπομπή του Ξάνθου, και όχι σε συνάντηση. 
 Η «Γραικική Εμπορική Εταιρία» , η «Φιλογενική Κάσσα» , ήταν ένα από τα αντικείμενα συζήτησης κατά τη διάρκεια των «πολλών εβδομάδων», που διήρκεσε η μύηση Υψηλάντη και στην οποία δεν συμμετείχε ο Ξάνθος. 
Το καταστατικό της , εξετάστηκε στην τελευταία φράση, μετά τις 20 Μαρτίου, όπως μας βεβαιώνει, η αλλαγή του χαρακτηρισμού του επικεφαλής, από «Εταιρίαρχος», σε Γενικό Έφορο. 
Αυτή η εκδοχή επιβεβαιώνεται και από τον Καποδίστρια, ο οποίος στο υπόμνημά του προς τον Τσάρο Νικόλαο, σημείωνε : « μου έδειξε τότε (ο Υψηλάντης) ένα έγγραφο με το οποίο προτείνετο η ίδρυση μιας Εταιρίας με σκοπό τη συλλογή χρημάτων, με συνδρομές, που θα κατετίθεντο σε τράπεζα, για ένα χρησιμοποιηθούν για την απελευθέρωση της Ελλάδας, και μου ζήτησε να του εκφράσω τη γνώμη μου». 
 Επομένως όταν έφθασε το καταστατικό στην Αγία Πετρούπολη μετά τις 25 Μαρτίου ο Ξάνθος ζήτησε από τον Καντιώτη-«Αγαπητό να συναντηθεί με τον «Ευεργετικό» απεπέμφθη και παρουσίασε το Καταστατικό στον Υψηλάντη ο οποίος το έδειξε στον Καποδίστρια για να το εγκρίνει. 
 Ο Ακαδημαϊκός Εμμ. Γ. Πρωτοψάλτης, ανέφερε, ότι μετά από συνεννόηση του Υψηλάντη, με τα μέλη της Εταιρίας στη Μόσχα, «ετέθη σε λειτουργία η «Φιλόμουσος και Φιλάνθρωπος Γραικική Εμπορική Εταιρία», δια της οποίας ηλπίζετο να συγκεντρωθούν πολλά εκατομμύρια για την Εθνικήν Κάσσαν» , την οποία ο Υψηλάντης σε επιστολή του τον Ιούλιο του 1820, ονόμαζε «Φιλογενική Κάσσαν», γράφοντας:
 «Εντιμότατοι και ευγενέστατοι κύριοι Επίτροποι της εν Μόσχα Φιλογενικής Κάσσας».

 Για το ακριβή ρόλο του Ξάνθου πρέπει να πούμε τα ακόλουθα: 

 Ο «Απόστολος της Μόσχας» , στην Κωνσταντινούπολη Νικόλαος Σκουφάς, πέθανε τις 31 Ιουλίου 1818. Όσο καιρό ήταν άρρωστος, η ομάδα του, είχε γίνει μπάχαλο. 
 Ο Ξάνθος ,ήθελε να γίνει «χαλίφης στη θέση του χαλίφη», και τσακωνόταν με τον Αναγνωστόπουλο, ο Γαλάτης απαιτούσε να αναγνωρίσουν εκείνον αρχηγό, και ο Χρυσοσπάθης που είχε την «επαφή» με τη ρωσική πρεσβεία ,μέσω του Γαβριήλ Κατακάζη , είχε δημιουργήσει δική του ομάδα. 
«Μέσα από τα σπλάχνα της «Εταιρίας», ξεφύτρωσε στην Κωνσταντινούπολη, μια « νέομορφος», εταιρία της οποίας διευθυντές ήσαν, «φιλόδοξοι κεφαλαί μέχρις εσχάτης κουφότητος», «άνθρωποι επιρρεπείς στις καινοτομίες», « άνθρωποι. που δεν ήξεραν τίποτα αλλά ήθελαν να δείχνουν ότι ήξεραν πολλά», που «ραδιουργούσαν » και δυσφήμιζαν την αδελφότητα ότι είχε χάσει την ευθεία οδό και ότι χρειαζόταν αναμόρφωση. 
Επειδή δε κάθε νεωτερισμός γοητεύει, πέτυχαν να τους παραδεχθούν μερικοί επιπόλαιοι, και απέδωσαν τα ίδια σημεία, τις ίδιες λέξεις, και της ίδιας λειτουργίες εκτός από μερικές ασήμαντες μεταβολές», έγραφε ο Φιλήμων. 
 Μπροστά σε αυτή τη δυσάρεστη κατάσταση, που απειλούσε την όλη προσπάθεια, και ενώ από την αγγλική και την αυστριακή πρεσβεία είχε ενημερωθεί η Υψηλή Πύλη, ότι η Ρωσία έστελνε «Αποστόλους» στην Πελοπόννησο, δόθηκε μέσω του ρώσου προξένου στη Σμύρνη Δεστούνη , εντολή από τη Μόσχα στον Τσακάλωφ, που βρισκόταν σε περιοδεία στην Σμύρνη και το Αϊβαλή, να σπεύσει στην Κωνσταντινούπολη, για να λύσει το πρόβλημα «Χρυσοσπάθη», που είχε κάνει δική του καρμπονάρικη οργάνωση, και να αποτρέψει την καταστροφή του μηχανισμού. 
 Οι «απόστολοι», ήσαν ο Αναγνωσταράς, ο Δημητρακόπουλος, ο Περραιβός και ο Φαρμάκης, που θα κατέβαιναν από τη Ρωσία στην Κωνσταντινούπολη και θα πήγαιναν στην Ελλάδα.
 Οι κίνδυνοι για την οργάνωση προήρχοντο εκτός από τον Χρυσοσπάθη, από τον Γαλάτη και ακολούθως από τον καυγά των Ξάνθου- Αναγνωστόπουλου. 
 O Ξάνθος μέχρι το 1818 δεν είχε δει ποτέ του τον Τσακάλωφ. Ούτε ο Σκουφάς ήξερε τον Τσακάλωφ. 
O Ξάνθος όμως ήξερε τον Σκουφά από την Οδησσό . Ξανασυναντήθηκαν το Μεγάλο Σάββατο του 1818 που έπεφτε στις 13 του Απρίλη, στην εκκλησία.
 Ο Σκουφάς μαζί με τον Αναγνωστόπουλο και τον Λουριώτη έμεναν ακόμα στο καράβι που τους μετέφερε από την Οδησσό. Ο Τσακάλωφ, επέστρεψε από την Σμύρνη στην Κωνσταντινούπολη στις 25 Ιουλίου, έξι μέρες πριν τον θάνατο του Σκουφά, και αφού προσέλαβε στην «Αρχή» της Οργάνωσης της Κωνσταντινούπολης, τον Παναγιώτη Σέκερη από τον «Φοίνικα» , του Μαυροκορδάτου, περίμενε να επιστέψουν από τη Ρωσία οι οπλαρχηγοί, Αναγνωσταράς, Φαρμάκης, Περραιβός και Παναγιώτης Δημητρακόπουλος, οι οποίοι είχαν τις οδηγίες τους από τη Μόσχα, και τους μετέφερε το μήνυμα, ότι η γραμμή της Εταιρίας ήταν, «να μη φανεί ούτε γιδοκλέφτης», στην Πελοπόννησο. Όταν έφυγαν οι οπλαρχηγοί, ο Τσακάλωφ , πήρε νέα εντολή μέσω του Μόστρα που δούλευε στην Ρωσική Πρεσβεία να διώξει από την Κωνσταντινούπολη, τα ορφανά του Σκουφά, τον Αναγνωστόπουλο, και τον Ξάνθο. 
 Από την αφήγηση Αναγνωστοπούλου, στο πρώτο δοκίμιο του Φιλήμονα, γνωρίζουμε ότι το πρώτο θέμα που συζήτησε ο Τσακάλωφ με τους Ξάνθο- Αναγνωστόπουλο Τσακάλωφ ,ήταν το τι θα γίνει με τον Γαλάτη και αποφάσισαν να τον οδηγήσουν στη Μάνη για να κρατηθεί είτε από τον Μαυρομιχάλη είτε από τον Μούρτζινο. Σε κάθε περίπτωση που θα δημιουργούσε κίνδυνο θα τον σκότωναν αμέσως. Το «πρόβλημα Γαλάτης» το ανέλαβε προσωπικά ο Τσακάλωφ , αφού φαίνεται ότι είχε συγκεκριμένες οδηγίες . Στις συζητήσεις που έγιναν μετά τον θάνατο του Σκουφά , ο Τσακάλωφ πρότεινε στους άλλους δύο να φύγουν από την Κωνσταντινούπολη .Ο Τσακάλωφ, έπεισε και τον Χρυσοσπάθη να πάει τελικά στην μέσα και έξω Μάνη. Έτσι, στις 22 Σεπτεμβρίου 1818, διαλύθηκε η ομάδα Σκουφά, και το Κέντρο της «δεύτερης οργάνωσης», στην Κωνσταντινούπολη, πέρασε ομαλά στους ανθρώπους του Φοίνικα. Τον Σέκερη. Μετά από αυτά, έστειλε τον Αναγνωστόπουλο στις ηγεμονίες στη θέση του Γαλάτη, τον Ξάνθο, που είχε καπαρώσει το Ταμείο, τον έστειλε στο πουθενά, στο Πήλιο για να αφήσει το Αρχείο στον Άνθιμο Γαζή. Ο Λουριώτης, στάλθηκε στο Λιβόρνο , δίπλα στους Ζωσιμάδες, με τους οποίους συνεργαζόταν για την επανάσταση ο γιαννιώτης λόγιος Αναστάσιος Μοσπινιώτης. 

 Ο Τσακάλωφ παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη, για να λύσει το ζήτημα Γαλάτης. Ο Παναγιώτης Δημητρακόπουλος, γύρισε στην Κωνσταντινούπολη το Νοέμβριο, κομίζων την επιστολή τον Πετρομπέη προς την Αρχή και τις αναφορές Αναγνωσταρά, Φαρμάκη, Περραιβού προς την Μόσχα, και λίγες μέρες μετά αναχώρησε ξανά μαζί με τον Τσακάλωφ και τον Γαλάτη, προς την Πελοπόννησο. 
 Ο Δημητρακόπουλος ήταν που πυροβόλησε τον Γαλάτη.