Πέμπτη 13 Απριλίου 2017

Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης δεν έγινε αρχηγός της ανύπαρκτης «Φιλικής» στις 12 Φεβρουαρίου 1820!

Γράφει ο Σπύρος Χατζάρας

Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στις 31 Μαρτίου/12 Απριλίου 1820, στην αγία Πετρούπολη, υπέγραψε το ακόλουθο απέριττο πρωτόκολλο , με το οποίο αναγνωρίστηκε ως Γενικός Έφορος της «Ελληνικής Εταιρίας», το οποίο σώζεται στον κατάλογο χειρογράφων της «Φιλικής Εταιρίας», με τον αριθμό 642.
«Κατά την άπαξ εγκριθείσα γνώμη, συνελθόντα τα μέλη της Ελληνικής Εταιρίας και συσκεφθέντα μετά ακριβούς ερεύνης και εξετάσεως, εγνώρισαν Έφορον Γενικόν της Ελληνικής Εταιρίας τον εκλαμπρότατον Πρίγκιπα κύριον Αλέξανδρον Υψηλάντην, ίνα εφορεύει και επιστατεί εν πάσιν, όσα κρίνονται άξια, ωφέλιμα και πρέποντα τη Ελληνική Εταιρία. Εις ασφάλειαν δε και βεβαίωσιν των εγκριθέντων βεβαιούται τη υπογραφή των εκάστου των μελών. Εν Πετρουπόλι τη 12 Απριλίου 1820. Αλέξανδρος Υψηλάντης, Ιωάννης Μάνος, Εμμανουήλ Ξάνθος»

Επομένως, όπως προκύπτει από τις υπογραφές , οι  παρόντες , ήσαν τουλάχιστον τρεις. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ο Ιωάννης Μάνος και ο Εμμανουήλ Ξάνθος .
Το έγγραφο, δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1859, από τον Ιωάννη Φιλήμονα , ως το «ντοκουμέντο» ανάθεσης δήθεν της αρχηγίας της Εταιρίας των Φιλικών. Όμως πρόκειται για καθαρή λαθροχειρία.
Ο Υψηλάντης ανέλαβε Γενικός Έφορος της «Φιλομούσου και Φιλανθρώπου Γραικικής Εμπορικής Εταιρίας», που ήταν «το ταμείο της Επανάστασης» και της οποίας το καταστατικό μετέφερε στον Υψηλάντη ο Ξάνθος.

Ο Εμμ. Γ. Πρωτοψάλτης, το 1964 έγραφε, ότι μετά από συνεννόηση του Υψηλάντη, με τα μέλη της Εταιρίας στη Μόσχα, «ετέθη σε λειτουργία η «Φιλόμουσος και Φιλάνθρωπος Γραικική Εμπορική Εταιρία», δια της οποίας ηλπίζετο να συγκεντρωθούν πολλά εκατομμύρια για την Εθνικήν Κάσσαν», την οποία ο Υψηλάντης σε επιστολή του τον Ιούλιο του 1820, ονόμαζε «φιλογενική Κάσσαν», γράφοντας: «Εντιμότατοι και ευγενέστατοι κύριοι Επίτροποι της εν Μόσχα Φιλογενικής Κάσσας».

Από το «πρακτικό ανάθεσης» , προκύπτουν αυτομάτως μια σειρά από σοβαρά ερωτήματα. 1)Γιατί αναφερόταν η Ελληνική Εταιρία και γιατί πουθενά δεν αναφερόταν η «Φιλική Εταιρεία»; 2) Ποιος ήταν ο Ιωάννης Μάνος, που «εισέβαλε» με την υπογραφή του στην ιστορία της ελληνικής επανάστασης;
3) Ποια ήσαν «τα μέλη», που συσκέφθηκαν, και μετά από έρευνα, αναγνώρισαν τον Αλέξανδρο Υψηλάντη ως Γενικό Έφορο της Ελληνικής Εταιρίας; 4) Που και πότε έγινε η σύσκεψη των μελών;
Και τέλος τι ακριβώς σημαίνει, η φράση,«εις ασφάλειαν δε και βεβαίωσιν των εγκριθέντων βεβαιούται τη υπογραφή των εκάστου των μελών»;

Ο ένας από τους τρεις, που υπέγραψαν το πρωτόκολλο, ο Ξάνθος, περιέγραψε στα ψευδή απομνημονεύματά μια διαδικασία ανάθεσης της αρχηγίας στον Υψηλάντη, λέγοντας ότι, απελπισμένος από την άρνηση του Καποδίστρια, «έστρεψε τον στοχασμό του στον Αλέξανδρο Υψηλάντη και πήγε εις επίσκεψιν του». Αφού , παρέθετε έναν « θεατρικό» διάλογο, με τον Πρίγκιπα που, «τον υπεδέχθη ευμενώς », ο οποίος υποτίθεται ότι ήταν χαραγμένος στην μνήμη του, και τον θυμόταν στα 1845, είκοσι πέντε χρόνια μετά, έγραφε με δραματικό τόνο: « Τότε εγερθείς ο Ξάνθος με συγκίνησιν ψυχής είπε: Δός μοι, Πρίγκιψ, την χείρα σας εις βεβαίωσιν των όσων εκφράσθητε», και μόνον κατόπιν της χειραψίας, ομολόγησε στον Υψηλάντη, ότι η επίσκεψη του στην Αγία Πετρούπολη έγινε «για άλλην σοβαρότερη αιτία», την οποία θα του την εξηγούσε, την επόμενη μέρα.
«ο Πρίγκιψ ανυπομόνως εζήτησε τότε να μάθη, αλλ’ ο Ξάνθος τον παρεκάλεσε να λάβη υπομονήν μέχρι της αύριον, και ούτως ετελείωσεν η πρώτη συνέντευξις. Την επιούσαν ο Ξάνθος επήγεν εις αυτόν τω εφανέρωσε τα πάντα, και εκείνος μετά προθυμίας και ενθουσιασμού εδέχθη να αφιερωθή εις την υπηρεσίαν των ομογενών με πάσαν θυσίαν του, και δούς εις τον Ξάνθο ένορκον και έγγραφον ομολογίαν περί της πίστεως και αφοσιώσεως του ( την οποία ο Ξάνθος έστειλεν εις τους εν Μόσχα συναδελφούς του παρ’ οις και ευρίσκεται) , ανεδέχθη τον τίτλον του Γενικού Επιτρόπου της Αρχής , έλαβε δε και το όνομα Καλός, και τα στοιχεία δια να υπογράφηται Α.Ρ, και ούτως εκατορθώθη δι’αυτού ο σκοπός της Εταιρίας».

Σύμφωνα με την «κατάθεση» του ψευδομάρτυρα Ξάνθου η διαδικασία, ανάθεσης της αρχηγίας στον Αλέξανδρο Υψηλάντη, κράτησε δύο μέρες.
Η πρώτη επαφή έγινε την Κυριακή 11 Απριλίου/ 31 Μαρτίου 1820, όταν πήγε και «χτύπησε την πόρτα» του Υψηλάντη, και η «μύηση» άρχισε και ολοκληρώθηκε στις 12 Απριλίου. Η περιγραφή του όμως, είναι πολύ παράξενη. Θυμόταν με λεπτομέρειες τον πρώτο διάλογο που είχε με τον Υψηλάντη αλλά είχε ξεχάσει την παρουσία του Ιωάννη Μάνου, και δεν θυμόταν αν μεσολάβησε κάποιος για να τον δεχθεί ο Υψηλάντης, και κυρίως παρέκαμψε με το σχήμα «απελπίστηκε- στράφηκε», τρεις ολόκληρους μήνες, από τις αρχές Ιανουαρίου, που ισχυρίστηκε ψευδώς ότι συνάντησε τον Καποδίστρια ως τις 11 Απριλίου.

Ο Ξάνθος , αναφερόταν, σε «έγγραφο ομολογία περί της πίστεως και αφοσιώσεως», την οποία έστειλε στους «εν Μόσχα συναδελφούς», ωστόσο, οι «εν Μόσχα», παρέδωσαν το έγγραφο αυτό αργότερα, στα αρχεία του ελληνικού κράτους, και το ίδιο το κείμενο τον διαψεύδει, αφού είναι ένα λιτό, «επαγγελματικό» κείμενο ανάθεσης και αποδοχής, μία «απόδειξη», χωρίς όρκους, και το οποίο είναι αρκούντως αμφίσημο.

Η τύχη του πρωτοκόλλου περιγραφόταν κάπως διαφορετικά δύο χρόνια πριν τα απομνημονεύματα, στο υπόμνημά που υπέβαλε προς την Εθνική Συνέλευση , στις 15 Δεκεμβρίου 1843. «Ούτος, (ο Υψηλάντης), αποδεχθής μετά προθυμίας και ενθουσιασμού, ητοιμάσθη εις την εκπλήρωσιν του σκοπού, αφού πρότερον υπέγραψε έν ύποσχετικόν έγγραφο, το οποίο παρακατέθεσα εις τους κυρίους Νικόλαο Πατσιμάδη και Αντώνιο Κομιζόπουλο». Το έστειλε η το «παρακατέθεσε»; Μέσα σε δύο χρόνια τα λέει διαφορετικά , και ήταν «ύποσχετικόν έγγραφο»(1843), ή «ένορκος βεβαίωση»(1845). Μπορεί βέβαια και να μη θυμόταν. Θυμόταν όμως, τις «ατάκες», του θεατρικού διαλόγου. Οι αντιφάσεις των ψευδών «καταθέσεων» του Ξάνθου, είναι κραυγαλέες.

Το 1843 έγραφε ότι ο Υψηλάντης «υπέγραψε έν ύποσχετικόν έγγραφο», αλλά το «πρακτικό ανάθεσης» που βρίσκεται στα αρχεία του ελληνικού Κράτους, δεν είναι «υποσχετικό έγγραφο», κατά κανένα τρόπο. Η «παραλλαγή», του 1845 , «και δούς εις τον Ξάνθο ένορκον και έγγραφον ομολογίαν», δεν στηρίζεται πουθενά. Η ορκωμοσία, που αναφέρει ο Ξάνθος, για την είσοδο του Υψηλάντη, στην «εταιρία των Φιλικών», δεν έγινε, παρουσία του, και άλλωστε ο Ξάνθος δεν είχε να μας παρουσιάσει το «αφιερωτικό γράμμα» του αρχηγού, αλλά και ούτε ποτέ κατατέθηκε ένα τέτοιο έγγραφο, αργότερα, από άλλον, στα Αρχεία του κράτους όπως έγινε με το «πρακτικό» του Γενικού Εφόρου.

Τα γεγονότα , περί την «μύηση» του Υψηλάντη στην «Εταιρία» και την ανάληψη της αρχηγίας του Αγώνα, τα περιέγραψε διαφορετικά στην αυτοβιογραφία της η κόμισσα Λούλου Τύρχαϊμ , όπως τα άκουσε από τον ίδιο .

«Τον χειμώνα του 1819-20 όταν εμείς βρισκόμαστε στη Ρωσία, ήρθε ο Υψηλάντης στην Πετρούπολη με μόνο σκοπό να μας δει. Αν δεν βρισκόμαστε τότε στη Ρωσία, θα είχε ζητήσει άδεια για να κάνει ταξίδι στη Γερμανία και τη Γαλλία.Στην Πετρούπολη ο Υψηλάντης ασθένησε για πολλές εβδομάδες. Τότε τον επισκέπτονταν συχνά ορισμένα επίσημα πρόσωπα της Εταιρίας, και του ανακοίνωσαν ότι στην Οδησσό είχαν συνενωθεί πολλοί Έλληνες έμποροι, καθώς και πολλοί στην Πελοπόννησο για να αγωνιστούν για την ανάσταση του έθνους των. Τα πρόσωπα αυτά μιλούσαν όλο και πιο ελεύθερα για τους πολιτικούς σκοπούς της οργανώσεως αυτής που, υπό το όνομα «Εταιρία», γινόταν, έλεγαν, ισχυρότερη συνεχώς, και ότι συνδεόταν μυστικά με τους Έλληνες του Μωρία και της Πόλης για να αποτινάξουν επιτέλους τον μισητό τουρκικό ζυγό.Του έλεγαν ακόμα ότι είχαν στη διάθεσή τους μεγάλα ποσά, ότι ο Αλή Πασάς είχε καταστεί ανεξάρτητος από την Πύλη κι ότι προσέφερε την σύμπραξη του στους Έλληνες του Μωριά. Στις συνομιλίες αυτές πίστευαν ότι η Ρωσία θα υπεστήριζε τις προσπάθειες των ομοδόξων της, ή τουλάχιστον δε θα τους εμπόδιζε στις ενέργειές των. Οι πιθανότητες, η υποδουλωμένη και πάσχουσα πατρίδα των να γίνει και πάλι ελευθέρα ήταν μεγαλύτερες από ότι στην εποχή της Αικατερίνης της Β. Αυτές οι συζητήσεις ξυπνούσαν στην καρδιά του Υψηλάντη σιγά- σιγά τη σκέψη να δώσει νέα ζωή στην πατρίδα του με την οποία τον συνέδεαν τα πιο ευγενικά του όνειρα από τα παιδικά του χρόνια. Είχε εγκαταλειφθεί στην διάθεση της πατρίδας του με όλο του το είναι. Με λίγα λόγια λοιπόν, εκείνοι που του ξύπνησαν τις ελπίδες αυτές για ένα αισιόδοξο μέλλον, του ανέθεσαν χωρίς πολλές διατυπώσεις την αρχηγία του τόσον ενδόξου όσον και επικινδύνου εγχειρήματος. Του έδειξαν τους καταλόγους με τα ονόματα των μεμυημένων και τον εβεβαίωσαν ότι σαν γόνος ενός Έλληνος που είχε αφιερωθεί εξ ολοκλήρου στην υπόθεση της Ελλάδος και σαν Ρώσος αξιωματικός θα ήταν εγγύηση για το έθνος του και θέλγητρο για την υποστήριξη της επανάστασης. Ο Υψηλάντης τους παρακάλεσε να του δώσουν τρεις μέρες καιρό για να σκεφθεί την υπόθεση και να μιλήσει με τον Καποδίστρια για να εξακριβώσει σε τι θα συμφωνούσε ο υπουργός χωρίς καμιά επιφύλαξη. Ο Καποδίστριας που ήταν πληροφορημένος για όλα, επιδοκίμασε με ενθουσιώδη λόγια την πατριωτική επιθυμία του νεαρού φίλο του και του επανέλαβε αυτό που είχε πει πολλές φορές τους συμπατριώτες του, ότι ακόμα και αν η ευρωπαϊκή πολιτική δεν θα επέτρεπε στον Τσάρο Αλέξανδρο να κηρυχθεί ανοιχτά υπέρ της ελληνικής υπόθεσης η καρδιά του θα ήταν πέρα ως πέρα με το μέρος της Ελλάδας».****

Η περιγραφή της Λούλου Τύρχαϊμ, είναι εντελώς διαφορετική από αυτήν του Ξάνθου. Η διαδικασίας «μύησης», και παράλληλα η διαπραγμάτευση κράτησε αρκετές εβδομάδες , σύμφωνα με όσα της έλεγε ο Υψηλάντης, ενώ ο Ξάνθος υποστηρίζει, ότι όλα έγιναν σε δύο μέρες. Για την εξέλιξη της μύησης του Υψηλάντη, όπως έγραφε η Τύρχαϊμ ενημερωνόταν ο Καποδίστριας που ήταν, «πληροφορημένος για όλα», ενώ «στο τέλος της διαδικασίας, αφού ολοκληρώθηκε η μύηση, έδειξαν στον Υψηλάντη τους καταλόγους» με τα ονόματα των μυημένων.
«Τα επίσημα πρόσωπα» της Εταιρίας, υποστήριζε η Τύρχαϊμ, μίλησαν στον Υψηλάντη, για την ανάπτυξη του κινήματος στην Πελοπόννησο, την Κωνσταντινούπολη και την Οδησσό, και του έλεγαν ότι είχαν στη διάθεσή τους μεγάλα ποσά, ότι ο Αλή Πασάς είχε καταστεί ανεξάρτητος από την Πύλη κι ότι προσέφερε την σύμπραξη του στους Έλληνες του Μωριά, και σιγά-σιγά ο Υψηλάντης, «είχε εγκαταλειφθεί στην διάθεση της πατρίδας του με όλο του το είναι». Ο Ξάνθος αντίθετα, θυμόταν ότι όλα έγιναν με ενθουσιασμό και σχεδόν ακαριαία: «Την επιούσαν, ο Ξάνθος, επήγεν εις αυτόν, του εφανέρωσε τα πάντα, και εκείνος μετά προθυμίας και ενθουσιασμού εδέχθη να αφιερωθή εις την υπηρεσίαν των ομογενών»(!!).

****Λούλου Τυρχάϊμ. Lulu Thürheim. Mein Leben. Erinnerungen aus Österreichs grosser Welt. 1788-1819.(μετάφραση από τα γερμανικά του Καθηγητή Π.Κ.Ενεπεκίδη).

Περισσότερα στο Βιβλίο μου
"η Επανάσταση των Φιλογενών"

1 σχόλιο:

Unknown είπε...

Διορθώστε τον τίλο. "12 Απριλίου" είναι το σωστό.